Categories
Ελληνικά / Greek

Μία ημέρα φυλακή. Δύο ημέρες φυλακή. Τρεις ημέρες φυλακή. Ένας μήνας φυλακή.

Η πόρτα ανοίγει και κλείνει, ξανανοίγει και ξανακλείνει. Τρεις μήνες φυλακή. Ένας χρόνος φυλακή. Θέλω να ξέρω αν οι άλλοι με σκέφτονται όσο τους σκέφτομαι εγώ. Οι μέρες περνάνε γρήγορα τώρα. Τετρακόσιες ογδόντα δύο ημέρες φυλακή. Τετρακόσιες ογδόντα τρεις ημέρες φυλακή. Τετρακόσιες ογδόντα….έχασα το μέτρημα. Γαμώτο. Καλύτερα έτσι. Το να μετράς μες στη φυλακή δεν κάνει καλό. Η αριθμητική δεν βγάζει κανένα απολύτως νόημα. Η φυλακή έχει την δική της μυρωδιά. Μια μυρωδιά που σε τυλίγει και σε ακολουθεί. Δεν θα καταφέρω ποτέ να την βγάλω από πάνω μου. Χτες συμπλήρωσα το δεύτερο ημερολόγιο μέσα. Δύο γαμημένα χρόνια. Δεν με πιάνει ύπνος. Ξέχασα πώς να χαμογελάω και τώρα δεν μπορώ να ονειρευτώ. «Κλινκ κλινκ» μέσα στη νύχτα. Με ξυπνάνε για έρευνα. Ίσως βρουν το τσέρκι. Εφτακόσιες πενήντα μία ημέρες φυλακή. Είστε ικανοποιημένοι αγαπητοί μου δικαστές; Γουρούνια. Εφτακόσιες πενήντα δύο ημέρες φυλακή, γουρούνια. Εφτακόσιες πενήντα τρεις, γουρούνια.  Πηγαίνω-έρχομαι και φεύγω ξανά. Πηγαίνω – έρχομαι και φεύγω ξανά. Το κελί μου είναι τρία επί τρία. Από το παράθυρο του δευτέρου ορόφου βλέπω 20% του ουρανού πάνω από τον γαμημένο τοίχο της φυλακής. Διασχίζω την αυλή σαν αυτόματο. Περπατάω χιλιόμετρα μέσα σε μια αυλή με εμβαδόν μόλις λίγα μέτρα. Βαρεμάρα και ξανά βαρεμάρα. Σήμερα ξέρασα την ίδια μου την ψυχή. Ξέρασα κάγκελα, τοίχους, απομονώσεις, χρόνια φυλακής, δικαστικές ποινές. Ξέρασα τρία χρόνια φυλακής. Δεν θέλω να μετράω πια. Κλείνω τελείως τα μάτια μου και σκέφτομαι. Σκέφτομαι τους συντρόφους, που τους κρατάνε μακριά μου σε άλλες φυλακές. Σκέφτομαι φωτιές στις ταράτσες τους. Σκέφτομαι όλα όσα προσπάθησε η φυλακή να με κάνει να ξεχάσω. Σκέφτομαι ένα χαμόγελο, ένα χάδι, ένα ταξίδι που δεν τελειώνει εκεί που τελειώνει ο τοίχος, ένα βλέμμα που δεν είναι παγιδευμένο πίσω από τα γαμημένα τα κάγκελα. Σταματάω να σκέφτομαι. Ανοίγω το χέρι. Κοιτάω τη μεταλλική λίμα. Τώρα ξέρω. Ξέρω ακριβώς τι πρέπει να κάνω. Πάμε λοιπόν, άλλη μια φορά. Αυτή τη φορά με πάθος. Μέχρι το τέλος. Ζήτω η αναρχία.

(το αρχικό κείμενο στα αγγλικά αλιεύτηκε από το bristol abc)

Categories
Ελληνικά / Greek

Κάποιες σκέψεις για την αλληλεγγύη

…Στον πόλεμο υπάρχουν κινήσεις που είναι επιτυχημένες και άλλες που είναι λανθασμένες, υπάρχουν αγωνιστές που είναι οξυδερκείς και άλλοι που αφήνονται να παρασυρθούν από τον ενθουσιασμό και γίνονται εύκολος στόχος του αντιπάλου και πιθανώς να θέτουν σε κίνδυνο τους συντρόφους. Αυτό σημαίνει ότι ο καθένας θα πρέπει να συμβουλεύει, να υπεραμύνεται και να πράττει την τακτική που θεωρεί πιο πρόσφορη για την επίτευξη της νίκης όσο το δυνατόν συντομότερα και με τις λιγότερες θυσίες. Αυτό όμως δεν μπορεί να αλλοιώσει το βασικό και ξεκάθαρο γεγονός ότι, καλώς ή κακώς, όποιος μάχεται τον εχθρό μας έχοντας τις ίδιες μ’ εμάς προθέσεις είναι φίλος μας και δικαιούται όχι βέβαια την απεριόριστη αποδοχή μας, αλλά την εγκάρδια συμπάθειά μας.

(Ε. Μαλατέστα, L’ Agitiazione, 1901)

Η αλληλεγγύη είναι μια αμφίδρομη σχέση, δηλαδή δεν πηγάζει από τον αλτρουισμό ή από μια απλή αυτοαναφορικότητα. Είναι μια διαδικασία αναγνώρισης- που βρίσκεται σε μια συνεχή εξέλιξη και αλληλεπίδραση- όπου βρίσκουμε ο ένας τον άλλο μέσα από την κοινότητα ιδεών, επιλογών και προοπτικών. Δεν έχει να κάνει με μια αφηρημένη εξεγερμένη ή εν δυνάμει εξεγερμένη ταυτότητα του φυλακισμένου, του μετανάστη, του προλετάριου ή  οποιουδήποτε άλλου «υποκειμένου», αλλά με την θέση μάχης που παίρνει κάθε φορά το ίδιο το άτομο μέσα στην πραγματικότητα του κοινωνικού πολέμου. Από την άλλη ως αναρχικοί επαναστάτες δεν μπορούμε παρά να στεκόμαστε εχθρικά απέναντι σε κάθε δομή και θεσμό της εξουσίας – όπως είναι η φυλακή, τα σύνορα, η μισθωτή σκλαβιά-  και να κινούμαστε δυναμικά εναντίον τους, με βάσει τους δικούς μας όρους και τις δικές μας πρακτικές.

Για να επιθυμείς το γκρέμισμα όλων των φυλακών δεν χρειάζεται να ταυτίζεσαι ούτε με όλους τους κρατούμενους αλλά ούτε να συγκεντρώνεσαι μόνο σε έναν (ή 2 ή 3 ή 23…) που τον νιώθεις σαν δικό σου. Το θέμα δεν είναι η προσωποποίηση των υποθέσεων έγκλειστων συντρόφων, όσο και αν αναπόφευκτα δεν μπορούμε παρά να αναγνωρίσουμε ότι για κάποιους πιο κοντινούς είναι και μια προσωπική υπόθεση, αλλά η υπέρβαση της λογικής του μεμονωμένου περιστατικού προς την ανάδειξη των κοινών νημάτων που διατρέχουν το πεδίο ύπαρξης όλων όσων δεν συντάσσονται με το συντηρητικό-αντιδραστικό στρατόπεδο. Την ίδια στιγμή, οι δεσμοί που υπάρχουν και αναπτύσσονται με τους συντρόφους μας «εντός των τειχών», τα βιώματά τους, μας φέρνουν αντιμέτωπους με την σκληρή πραγματικότητα, μας βάζουν αναπόφευκτα να πάρουμε θέση. Είμαστε μπλεγμένοι σε υποθέσεις συντρόφων, γιατί είμαστε συνένοχοι στο ίδιο έγκλημα της λυσσασμένης αναζήτησης για ελευθερία.

Τα χαρακτηριστικά της αλληλεγγύης είναι τα ίδια με τα χαρακτηριστικά του αγώνα μας, τα οποία δεν αναφέρονται τόσο στις επιλογές μας σχετικά με τα μέσα (αν και συγκεκριμένες πρακτικές μπορούν κάποιες φορές να λειτουργούν σαν ένα ακόμα σημείο αναφοράς) όσο σε ένα κοινό σκοπό, την διάχυτη επίθεση ενάντια στην Κυριαρχία σε όλες της τις εκφάνσεις για την απελευθέρωση των ζωών μας από κάθε μορφή εξουσίας. Πέρα από γεωγραφικά μήκη και πλάτη και ιδεολογικές αγκυλώσεις, αλληλεγγύη σημαίνει πάνω από όλα ότι αναγνωρίζεις στον αγώνα του άλλου ένα κομμάτι του εαυτού σου. Και πέρα από αυτό ακόμα, είναι η όξυνση του αγώνα -σύμφωνα με τα διαφορετικά μέσα που επιλέγει ο καθένας μας, χωρίς να χωράνε εδώ ιεραρχήσεις βάσει θεαματικότητας, παράδοσης ή συγκεκριμένων ατομικών/ συλλογικών προτιμήσεων.

Δεν χρειάζεται να καταλαβαίνεις τα πάντα γύρω από ένα αγώνα που διεξάγεται σε κάποιο άλλο χωρο-χρονικό σημείο, για να τον αντιλαμβάνεσαι ως δίκαιο. Βέβαια, η επιτηδευμένη σύγχυση που καλλιεργείται με την πολύμεση προβολή  της κυρίαρχης ιδεολογίας μας έχει αναγάγει κατά κύριο λόγο σε φορείς απόψεων αντί ιδεών και γνώσεων, με αναφορές και αμυδρές εντυπώσεις που σχεδόν πάντα προέρχονται από εικόνες, ειδήσεις, τυχαία κομμάτια σκόρπιων πληροφοριών με στοιχεία ποπ κουλτούρας. Μέσα από αυτό το πρίσμα ακόμα και τα πιο γνωστά πράγματα μπορούν να φαίνονται «εξωτικά» και η μακρινότητά τους να τα καταστεί ασφαλή προς κάθε είδους κατανάλωση, με την ανάλογη μυθοποίηση, ή από την άλλη ένα γρήγορο προσπέρασμα, να τα συνοδεύει. Πόσο εύκολο είναι να είσαι «υπέρ» ή «κατά» σε κάτι που –όπως ίσως θα ήθελες να πιστεύεις- δεν σε αφορά απόλυτα… Πώς γίνεται οι μολότοφ, οι βόμβες, τα περίστροφα, τα πολυβόλα να είναι κάτι «θεμιτό» σε κάποιο απομακρυσμένο «αλλού» ή «τότε», που τα δικαιολογούν κάποιες υποτιθέμενες κοινωνικό-ιστορικές συνθήκες και την ίδια στιγμή να φαίνονται «απαράδεκτα» εδώ, που η κοντινότητα τους μας επιβάλλει να πάρουμε θέση… Πόσο εύκολο είναι να ταυτίζεσαι απλά σαν χειροκροτητής θεαματικών δράσεων για το πλαίσιο των οποίων γνωρίζεις ελάχιστα ή να αποστασιοποιείσαι παγερά από αγώνες που δίνονται με διάφορα μέσα λόγω μιας νεφελώδους κριτικής-κατάκρισης, απόρροιας στερεότυπων και στεγανών…

Σίγουρα, για να αναπτύξουμε μια σχέση επαναστατικής αλληλεγγύης πρέπει να εμβαθύνουμε, διατηρώντας καλά ακονισμένο το όπλο της κριτικής, στα «γιατί» και τα «πως» η αποσαφήνιση των οποίων δίνει ώθηση στο να μετατρέψουμε κοινές αντιλήψεις και επιλογές σε κοινά ανατρεπτικά σχέδια και ζωντανά εγχειρήματα οργής όπου μαθαίνουμε ο ένας από τον άλλον, στοχεύοντας στο να μπορέσουμε να κόψουμε τα πλοκάμια της υπάρχουσας τάξης όπου και αν εμφανίζονται, έτσι ώστε να μη μπορούν ποτέ να προλάβουν να σβήσουν όλες τις φλόγες. Οι κοινωνικές, πολιτικές, πολιτισμικές συνθήκες μπορούν να διαφέρουν μεταξύ μας, αλλά η επιλογή της επίθεσης στο εδώ και τώρα, είναι δυνατή και αναγκαία παντού.

Η μορφή αναρχικής εξεγερσιακής δράσης πραγματοποιημένης από άτυπες ομάδες συγγένειας που εμπεριέχει την επιλογή της διαρκούς επίθεσης, όπως έχει εξελιχτεί τα τελευταία χρόνια για παράδειγμα στην Χιλή, δεν γεννήθηκε στο κενό, σε κάποιο μεταφυσικό βόθρο της ιδέας της εξέγερσης. Πηγάζει μέσα από ένα συγκεκριμένο ιστορικό/κοινωνικό πλαίσιο, μέσα από εμπειρίες, τραγικές και θετικές, σε ένα πεδίο μάχης γεμάτο κόντρες, διαμάχες, αποτυχίες, θανάτους, βασανιστήρια και φυλακίσεις συντρόφων, -που αναγνωρίζονται ως σύντροφοι για την στάση και τον αγώνα τους παρ’ όλες τις όποιες διαφορετικές θεωρητικές και πρακτικές προσεγγίσεις. Η αναγνώριση αυτής της παρακαταθήκης δεν την εμποδίζει να συνεχίζει να αναζητάει το δικό της μονοπάτι, κρατώντας ακόμα τους παλιούς χάρτες σαν βοήθεια και όχι σαν οδηγό και κοιτώντας τα αστέρια και μυρίζοντας τον εχθρό να σχεδιάζει καινούργιες ενέδρες σε αυτή την τσιμεντένια -η μη- ζούγκλα.

 

Αθήνα, Δεκέμβριος 2010

(Το κείμενο αποτελεί τον πρόλογο στην μπροσούρα “Κοινωνικός Πόλεμος στη Χιλή στα Χρόνια της Δημοκρατίας”)

Categories
Ελληνικά / Greek

Μια κριτική ματιά στο κίνημα των αγανακτισμένων

Ας ξεκινήσουμε με μία αναφορά στο πολυσυζητημένο ευρωπαϊκό κίνημα των αγανακτισμένων το οποίο έχει λάβει σημαντικές διαστάσεις και στην Ελλάδα. Το κίνημα των αγανακτισμένων λοιπόν ήρθε σαν μία κακή παρωδία των αιματηρών εξεγέρσεων στις αραβικές χώρες. Ταξιδεύοντας βέβαια τόσες χιλιάδες χιλιόμετρα πήρε τελείως διαφορετικά χαρακτηριστικά από αυτές, χαρακτηριστικά τα οποία από μία άποψη ήταν και αναμενόμενα δεδομένου του περίφημου ευρωπαϊκού πολιτισμού της δύσης σε αντίθεση με τα “απολίτιστα” δικτατορικά καθεστώτα των αραβικών χωρών.

Θα προσπαθήσουμε λοιπόν να αναλύσουμε τις διαφορετικές νοοτροπίες, να εξηγήσουμε τα αίτια που πιστεύουμε πως αυτές οφείλονται και να σταθούμε κριτικά απέναντι στις κυρίαρχες σκέψεις που επικρατούν στο ευρωπαϊκό κίνημα των αγανακτισμένων με στόχο την ανταγωνιστική διαλεκτική μας και την προώθηση των στόχων που εμείς οι ίδιοι θέτουμε σε σχέση με αυτό το εγχείρημα.

Ένα κοινό σημείο αναφοράς και των δυο αυτών ιστορικών γεγονότων (αραβικές εξεγέρσεις-αγανακτισμένοι) είναι οι καταλήψεις των κεντρικών πλατειών της εκάστοτε πρωτεύουσας ως μέσο πολιτικής πίεσης στην κυβέρνηση για την
ικανοποίηση των αιτημάτων είτε των εξεγερμένων στην μία περίπτωση είτε των διαδηλωτών από την άλλη. Στις αραβικές χώρες το πάγιο αίτημα σε όλες τις περιπτώσεις ήτανε και είναι η πτώση της κυβέρνησης και του προέδρου της ο οποίος ως σύγχρονος δικτάτορας διέταζε την σφαγή των αντιφρονούντων υπηκόων του στην προσπάθεια του να διατηρήσει την εξουσία του. Προφανώς γνωρίζουμε ότι η παραπάνω διαπίστωση είναι ελλιπής και χωράει σελίδες επί σελίδων σε σχέση με τα συμφέροντα που εξυπηρετούνται, (πχ ο εμφύλιος πόλεμος στην Λιβύη που μετατράπηκε σε ιμπεριαλιστική παρέμβαση του ΝΑΤΟ και άλλων ευρωπαϊκών κρατών) τον ρόλο της δύσης πάνω σε αυτά και άλλα πολλά, απλώς γίνεται επιγραμματικά για να υπάρξει η σύγκριση των δύο γεγονότων στην βάση που επιλέγουμε να θέσουμε.

Η βασική διαφορά σε αυτό το κοινό σημείο αναφοράς δεν είναι άλλη από την επιλογή για την χρήση βίας ενάντια στα καθεστώτα. Οι αιματοβαμμένες εξεγέρσεις των αραβικών χωρών και η χρήση βίας πολλές φορές και ένοπλης από πλευράς των εξεγερμένων είναι ένα φυσικό επακόλουθο της βίαιης επιβολής των δικτατορικών καθεστώτων και της οικονομικής εξαθλίωσης άρα και κοινωνικής ανισότητας που αυτά παράγουν. Με βασικό αίτημα την εκδημοκρατοποίηση οι αραβικές εξεγέρσεις κέρδισαν σύντομα την συμπάθεια των δυτικών κρατών τα οποία κατήγγειλαν τις παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων απέναντι σε άοπλους διαδηλωτές ενώ δεν είναι τυχαία και οι οργανωμένη επέμβαση του ΝΑΤΟ απέναντι στο καθεστώς του Καντάφι μετά των εμφύλιο πόλεμο που είχε ξεσπάσει στην χώρα. Τα οικονομικά και πολιτικά συμφέροντα της δύσης και η στρατηγική θέση της Λιβύης στο παγκόσμιο στερέωμα ήταν σίγουρα ένας κύριος παράγοντας της παραπάνω επέμβασης.

Μέσα σε όλο αυτό το κλίμα αναβρασμού το οποίο έκανε το γύρο του κόσμου με ταχύτατους ρυθμούς η κοινωνική ένταση μεταφέρθηκε κάποιες χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά. Στην Ευρώπη με πρώτη χώρα την Ισπανία γεννήθηκε το κίνημα των αγανακτισμένων πολιτών με καταλήψεις σε όλες τις κεντρικές πλατείες της χώρας, κύριο αίτημα την εφαρμογή αληθινής δημοκρατίας και την εναντίωση τους στην παγκόσμια οικονομική κρίση ενώ με πρόταγμα την παθητική αντίσταση και την μη χρήση βίας χιλιάδες Ισπανοί πολίτες κατασκήνωσαν στις κεντρικές πλατείες της χώρας. Ακόμα και όταν οι μπάτσοι επιτέθηκαν στους διαδηλωτές για να εκκενώσουν την κεντρική πλατεία με πρόσχημα την διεξαγωγή ενός “σημαντικού” ποδοσφαιρικού αγώνα οι διαδηλωτές ακολούθησαν το πρόταγμα που είχαν θέσει οι ίδιοι και υπέστησαν την βίαιη καταστολή ενώ κάποιοι πιο “θερμόαιμοι” παραβαίνοντας την γραμμή των αγανακτισμένων αμύνθηκαν στις επιθέσεις των μπάτσων. Είμαστε σίγουροι πως στην σημερινή και αυριανή πορεία θα ξεσπάσουν βίαιες ταραχές, και αυτό όχι γιατί θα τις προκαλέσουν οι δέκα κουκουλοφόροι προβοκάτορες (που τώρα τελευταία έγιναν 100 σύμφωνα με τα Μ.Μ.Ε) ούτε επειδή τα ματ είναι ένα τσούρμο ανεξέλεγκτων μανιακών που με την “βούληση” τους θα επιτεθούν στους διαδηλωτές. Οι συγκρούσεις θα συμβούν επειδή υπάρχουν δύο αντιμαχόμενα “στρατόπεδα”. Όσον αφορά το ένα, αυτό της εξουσίας, είναι προφανές ότι δεν μπορεί πια να ελέγξει τους υπηκόους της με κούφιες υποσχέσεις καθώς ο παράδεισος της υλικής αφθονίας μετατράπηκε σε κόλαση της λιτότητας και έτσι μόνο ένας δρόμος μένει, αυτός της ωμής καταστολής. Όποιος αυτές τις μέρες με την παρουσία του στο δρόμο αμφισβητήσει την ικανότητα της κυβέρνησης ή το μεγαλείο της δημοκρατίας, θα δεχτεί την άμεση βία του κράτους μέσω των γκλόμπς των μπάτσων για να βάλει καλά στο μυαλό του ότι η έμμεση βία της καθημερινής ζωής (εκπαίδευση στην υποταγή, μισθωτή εργασία, καταναλωτισμός κ.τ.λ.) είναι πιο ανώδυνη αν κάνουμε και λίγο τα στραβά μάτια.

Από την μεριά των διαδηλωτών σε ένα μεγάλο ανομοιογενές κομμάτι πολύ μεγαλύτερο απ’ ότι σε όλες τις άλλες προηγούμενες πορείες, δεδομένου του έσχατου σημείου στο οποίο έχει φτάσει η ελληνική οικονομία, ξεχειλίζει από συσσωρευμένη οργή η οποία μετουσιώνεται σε βίαιες πράξεις αφού δεν μπορεί πλέον να συγκρατηθεί από το τρικ της δημοκρατίας “η βία δεν οδηγεί πουθενά και δεν ταιριάζει σε κανένα πολιτισμένο άνθρωπο” έτσι ώστε να διασφαλίσει το μονοπώλιο της στη βία, ούτε από τον συφερτό αριστερίστικων επιχειρημάτων του τύπου “χάνουμε το δίκιο μας” που λειτουργούν ως βαλβίδες αποσυμπίεσης.

Βέβαια στην συγκεκριμένη χρονική περίοδο θεωρούμε κομβικό να υπερασπιστούμε την ανεξέλεγκτη βία από την πλευρά των διαδηλωτών και αυτό γιατί η συκοφάντηση από την μεριά του κράτους όλων όσων ασκούν βία έχει ενταθεί αισθητά στην προσπάθεια διατήρησης της τάξης σε μία κοινωνία που είναι έτοιμη να τιναχτεί στον αέρα. Το θέμα για εμάς δεν είναι αν είμαστε υπέρ ή κατά της βίας, μας φαίνεται αστείο να τίθεται συνεχώς αυτό το ερώτημα σε μία κοινωνία στην οποία η βία αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο. Μας φαίνεται αστείο να βλέπουμε δημοσιογράφους και πολιτικούς να κάνουν εκκλήσεις για ειρηνικές διαδηλώσεις και περιφρούρηση των πορειών εξυμνώντας την σημασία της ειρηνικής διεκδίκησης και επίλυσης του όποιου προβλήματος. Και αυτό γιατί ξέρουν πως με τον σταυρό στο χέρι τίποτα δεν αλλάζει, τίποτα δεν κατακτάς γιατί όλα αυτά τα καθάρματα με βία (άμεση ή έμμεση) κατάφεραν να πλουτίσουν και να κερδίσουν τα σημερινά τους αξιώματα.

Δηλώνουν πως συμπάσχουν και κατανοούν το πρόβλημα του έλληνα πολίτη και μετά μπαίνουν στα ακριβά αμάξια τους με προορισμό τις βίλες τους. Μέσα από την εκμετάλλευση, την χειραγώγηση και την υποκρισία αρπάζουν καθημερινά τις ζωές χιλιάδων ανθρώπων διατηρώντας ακόμα και σήμερα με νύχια και με δόντια τα προνόμια τους. Αλλά για να υπάρχουν αφεντικά πρέπει να υπάρχουν και δούλοι και έχουν και αυτοί τις ευθύνες τους, όχι μόνο γιατί σκύβουν καθημερινά το κεφάλι αλλά γιατί εσωτερικεύουν την ηθική αυτή. Και επειδή βέβαια φοβούνται τους ανωτέρους τους και τις συνέπειες μιας ανταρσίας εντοπίζουν και αυτοί τα δικά τους θύματα που θα τους βοηθήσουν να κατακτήσουν μία καλύτερη θέση στο κοινωνικό σύνολο.

Έτσι αφού από την στιγμή της ένταξής μας στην κοινωνία έχουμε να διαλέξουμε από μία ποικιλία βίαιων συμπεριφορών, όποιο ρόλο και αν έχουμε, επιλέγουμε όχι μόνο ως “σωστή και δικαιολογημένη” αλλά και ως μόνη αξιοπρεπή στάση τη βία απέναντι στην εξουσία και τον καπιταλισμό, και όσον αφορά τις διαδηλώσεις αυτό μεταφράζεται σε συγκρούσεις με τις ομάδες καταστολής, προπηλακισμούς και ξυλοδαρμούς βουλευτών, βανδαλισμούς φορέων του κράτους και του καπιταλισμού. Σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να είμαστε λεία για τα δόντια τους με την ελπίδα ότι δεν θα μας καταβροχθίσουν και σίγουρα στην επίθεση των γουρουνιών τους μπορούμε να αμυνθούμε με μία καλοζυγισμένη μολότωφ που θα τους κάνει να αλλάξουν δέκα χρώματα μέχρι να καταφέρουν να σβηστούν με μερικά εγκαύματα για ενθύμιο. Και όποιος έχει την δύναμη, το κουράγιο και την συνείδηση να αμυνθεί είναι ένα βήμα πριν την επίθεση, γιατί καμία ανατροπή δεν γίνεται αναίμακτα, κανένας που έχει το μέλι στα χέρια του δεν θα το μοιραστεί από μόνος του, κανένας βασιλιάς ποτέ δεν κατέβηκε οικειοθελώς από τον θρόνο του.

Τέλος εμείς πιστεύουμε ότι για να επιτευχθεί ο αποκλεισμός της βουλής, το σαμποτάζ της δημοκρατικής διαδικασίας και η κατάληψη της πλατείας Συντάγματος από τους διαδηλωτές και όχι από τα ματ χρειάζονται οργανωμένες ομάδες που με όπλο εκτός από τον λόγο τους πολλές μολότωφ, βαριοπούλες, τσεκούρια και αντιασφυξιογόνες μάσκες που δεν θα οπισθοχωρούν, δεν θα διαλύονται πανικόβλητα και θα έχουν μια πραγματικά δυναμική και απειλητική παρουσία καθιστώντας για όσο το δυνατόν περισσότερες ώρες το κέντρο της Αθήνας κατειλημμένο από ταραχές. Έτσι και αλλιώς η συμμετοχή στα οδοφράγματα αποτελεί από μόνη της μία γερή ρουφηξιά από την ελευθερία του αύριο. Γιατί στο οδόφραγμα δεν ζεις μόνο μία σύγκρουση με τους μισθοφόρους του καθεστώτος, όχι μόνο την συναίσθηση ότι παρεμβαίνεις ενεργά και δραστήρια αλλά βιώνεις και την αληθινή συντροφικότητα, τη γεύση των ανεξούσιων ανθρώπινων σχέσεων στην πλευρά που υπερασπίζεσαι.

Ο ρόλος μας λοιπόν ως αναρχικών σε τέτοιες περιόδους κατάρρευσης της δημοκρατικής ομαλότητας, όταν οι τηλεοράσεις κλείνουν και τα μυαλά ανοίγουν, είναι να διαχέουν τον αναρχικό-επαναστατικό λόγο αλλά και πρακτική. Δεν αγνοούμε τις βαθιές διαφορές που έχουμε με ένα πολύ μεγάλο μέρος των διαδηλωτών καθώς δεν επιδιώκουμε την “κατάκτηση” μιας νέας αληθινής δημοκρατίας αλλά την ολοκληρωτική καταστροφή της. Πιστεύουμε πως καμία εναλλακτική μορφή αυτού του πολιτεύματος δεν μπορεί να μας ενσωματώσει γιατί όποιο μανδύα και αν φορέσει ο συνδυασμός της με τον καπιταλισμό αποτελεί μία συγκαλυμμένη κοινωνία ανταγωνισμού στην οποία η μόνη αξία είναι το χρήμα και ο μόνος νόμος “πάτα πάνω στον άλλο για να φτάσεις ψηλότερα”. Έτσι και αλλιώς ακόμα και αυτό που πολλοί έχουν στο μυαλό τους ως υγιή μορφή της δημοκρατίας όπου η παιδεία θα είναι “σωστή”, όλοι θα παίρνουν φουσκωμένους μισθούς, δεν θα ψωμολυσσάνε όταν γεράσουν και θα έχουν πρόσβαση σε οτιδήποτε αρρωστημένο παράγει ο καπιταλισμός, η τεχνολογία και η επιστήμη ακούγεται περισσότερο αηδιαστικό καθώς θα σήμαινε την ολοκληρωτική ρομποτοποίηση του ανθρώπου και τη βύθισή του στην απόλυτη δυστυχία, ένα γρανάζι μιας καλολαδομένης μηχανής.

Η κριτική μας στάση είναι λάθος να ερμηνεύεται ως εχθρική απέναντι στα νεογέννητα κοινωνικά εγχειρήματα. Σίγουρα δεδομένου ενός ετερόκλητου πλήθους που περιλαμβάνει μέχρι και φασίστες δεν μπορούμε να δηλώσουμε και αλληλέγγυοι. Προωθούμε τα χαρακτηριστικά εκείνα που έχουν αξία και συγκρουόμαστε με αυτά που αποτελούν μέρος του προβλήματος.

Όταν όμως δεν μιλάμε απλά για έναν όχλο αλλά και για μία συνέλευση που οργανώνει δράσεις, στην οποία γίνεται προσπάθεια για την καθολική συμμετοχή οφείλουμε να μιλήσουμε συγκεκριμένα. Θεωρούμε για την ακρίβεια πως η βάση αυτής της συνέλευσης είναι μία αυταπάτη. Η δήθεν ατομική συμμετοχή που στόχο έχει τον αποκλεισμό των κομμάτων, κάνει το φρικτό λάθος να τσουβαλιάζει τα κόμματα με τις επαναστατικές συλλογικότητες. Τα κόμματα είναι συμφεροντολογικές κλίκες ή στην καλύτερη ιδεολογικές ενώσεις που αποσκοπούν στην κατάκτηση της εξουσίας ενώ η συλλογικότητα είναι το κύτταρο της πραγματικής οργάνωσης. Γιατί μία συνέλευση με περιορισμένο χρόνο για τον κάθε ομιλητή, δεν μπορεί να συμπεριλάβει ολοκληρωμένες τοποθετήσεις ούτε να αποτελέσει πεδίο ουσιαστικού διαλόγου παρά μόνο να λειτουργήσει με αμφιλεγόμενο δημοκρατικό συγκεντρωτισμό, δηλαδή την επιβολή της πλειοψηφίας πάνω στη μειοψηφία. Αυτό που λείπει είναι η πολυεπίπεδη οργάνωση των ανθρώπων σε ομάδες με θέσεις και απόψεις που διαλέγονται και αποφασίζουν στη βάση της συναίνεσης, ή όπου δεν μπορεί να υπάρξει, η ομάδες αυτές μιλούν και δρουν για τον εαυτό τους. Περιγράφουμε τον τρόπο οργάνωσης που καθιστά την κατάργηση της εξουσίας εφικτή. Ακριβώς για να μη λειτουργούμε ως χειραγωγούμενο πλήθος αλλά ο καθένας να έχει τη θέση και τη δράση που θέλει και του αναλογεί. Δεδομένο είναι ότι αυτό προϋποθέτει την υπεύθυνη στάση του κάθε συμμετέχοντα για να λειτουργήσει, ταυτόχρονα όμως προωθείται η όλο και ευρύτερη συνειδητοποίηση. Διότι άλλο να καλείται κάποιος να ρητορέψει όπως λίγοι μπορούν και κάνουν και άλλο να λάβει θέση εντός μίας συλλογικότητας όπου όλοι δρουν και αποφασίζουν. Μέσα από μια τέτοια διαδικασία μπορούν να προκύψουν και οι ρήξεις που θεωρούμε απαραίτητες, ώστε να τερματιστεί η συνδιαλλαγή με φασιστικές ομάδες, χειραγωγούς δημοσιογράφους και φορείς της θεσμισμένης εξουσίας (όπως συνδικαλιστές της αστυνομίας).

Έχουμε δρόμο μπροστά μας για να επιτύχουμε αυτά που προτάσσουμε και δεν ξεκινήσαμε χτες. Η σύνδεση με την ιστορία και την παράδοση των επαναστατικών κινημάτων είναι γελοίο να απαξιώνεται μπρος στις ευκολίες μαζικού
συντονισμού που προσφέρουν οι σύγχρονες τεχνολογίες. Γιατί τα νέα εναύσματα για συλλογική οργάνωση και δράση για να οδηγήσουν κάπου πρέπει να συμβουλευτούν απ’ τις εμπειρίες και τη σκέψη του παρελθόντος. Σημασία έχει οι πράξεις του σήμερα να αποτελέσουν ένα ισχυρό βίωμα για όλους μας και μία σημαντική παρακαταθήκη για το αύριο.

ΟΡΓΑΝΩΣΗ – ΕΞΕΓΕΡΣΗ – ΑΝΑΡΧΙΑ

πυρήνας όξυνσης σκέψης-δράσης

Δεν ξεχνάμε τους δεκάδες αιχμαλώτους συντρόφους, τιμάμε στο δρόμο τις επιλογές και τις δράσεις τους. Είτε πρόκειται για ένοπλες ληστείες στους ναούς του κεφαλαίου, είτε για ένοπλη μάχη με τους μπάτσους, είτε για οργανώσεις αντάρτικου πόλης, είτε για την πολιτική τους δράση.

(αλιεύτηκε από athens.indymedia)

Categories
Ελληνικά / Greek

Ποιος ήταν ο Bruno Filippi;

Λίγα είναι γνωστά για τη ζωή του Bruno Filippi. Γεννήθηκε το 1900 στο Λιβόρνο και μετακόμισε μικρός με την οικογένειά του στο Μιλάνο. Το 1915 ήταν ήδη γνωστός στις αστυνομικές αρχές σαν «επικίνδυνο και ταραχοποιό στοιχείο» και συνελήφθη σε μια, από τις συχνές τότε, αντιμιλιταριστική διαδήλωση αναρχικών, ενώ χάρις σ ένα θερμό όπλο – δίχως σφαίρες – που βρέθηκε στην κατοχή του φυλακίστηκε για 4 χρόνια. Το 1919 κι ενώ στα πλαίσια της “Κόκκινης διετίας” (biennio rosso)* κοινωνικές εξεγέρσεις ξέσπαγαν σ όλη τη χώρα, στο Μιλάνο οι βίαιες συμπλοκές με την πάνοπλη αστυνομία ήταν καθημερινή πραγματικότητα των εξεγερμένων. Ο Filippi ήταν ανάμεσά τους. Το ίδιο καλοκαίρι μαζί μ άλλους αναρχικούς πέρασαν στην αντεπίθεση. Μια βόμβα τους εξερράγη στο δικαστικό μέγαρο της πόλης, μια άλλη στο σπίτι του πανίσχυρου καπιταλιστή Giovanni Breda, στον οποίο προηγουμένως είχαν επιτεθεί κατά πρόσωπο με θειικό οξύ. Οι βομβιστικές επιθέσεις συνεχίστηκαν σε σύμβολα και υπηρέτες της κρατικής εξουσίας και του κεφαλαίου (σπίτια κρατικών αξιωματούχων, λέσχες επιχειρηματιών, αστυνομία…). Στις 7 Σεπτέμβρη του 1919 ο 19χρονος Bruno διαρρηγνύει την «Λέσχη των Ευγενών», στρατηγείο των πλουσιότερων ιταλών καπιταλιστών, κουβαλώντας μια βόμβα. Δυστυχώς, η βόμβα εξερράγη νωρίτερα σκοτώνοντας τον νεαρό αναρχικό. Έγραφε σκοτεινά και κυνικά ποιήματα ή πεζά, τακτικά στο περιοδικό Iconoclasta, όπως και ο Renzo Novatore, απ όπου και προέρχονται τα παρόντα αποσπάσματα.

 

«Επαναστάτες, σας επιστρέφω την ερώτηση: να ζει κανείς ή να μη ζει; Μέχρι σήμερα ονειρευόσασταν τον αλτρουισμό, τη θυσία για τον ανθρωπότητα, για την πρόοδο, το μέλλον- η «αναρχική» ηθική της θυσίας σας δεν είναι παρά η χριστιανική αυταπάρνηση και η πατριωτική δουλικότητα μεταλλαγμένες καθώς βολεύει τον τόσο εξεγερμένο λήθαργό σας…»

 

«Καθηγητάδες, επιστήμονες, ποιητές, καλλιτέχνες, η ικανότητά σας δεν αξίζει μία μπροστά μου. Δεν είστε παρά μια αντανάκλαση της ζωής, είμαι η ουσία της. Και βέβαια νιώθετε πόνο. Και οι δικές σας καρδιές σπαράζουν πλέον, αντικρύζοντας τα περισπούδαστα θεωρητικά οικοδομήματα που υψώσατε γύρω σας να καταρρέουν. Κι ακόμα πασχίζετε να τα υπερασπιστείτε από μίσος για κάθε τι νέο. Για κάθε νιότη. Και καλά κάνετε. Στο κάτω-κάτω είστε γεννημένοι να σέρνεστε. Εγώ προτιμώ να πετώ. Χάρισμά σας οι βάλτοι, προτιμώ τις κορυφές. Δική σας η ισότητα στη σκλαβιά, για μένα η αδούλωτη ύπαρξη. Και να στε σίγουροι, πως αν η ζωή είναι θέμα επικράτησης του ισχυρότερου, θα μαι εγώ αυτός. Και την δική μου ζωή θα την πάρω με την βία, όπως με την βία θα κλέψω την ευημερία και την ευτυχία μου.

 

«Σήμερα ήταν που περισσότερο από κάθε άλλη φορά οι σκιές με κυκλώσαν… Να που βρήκα λοιπόν κι εγώ έναν θεό όπως όλοι οι άλλοι. Μόνο που αυτός ο θεός δεν είναι παρά ο εαυτός μου! (λογοπαίγνιο με τις ιταλικές λέξεις: Dio=θεός και Ιο=εγώ)»

 

«Ο πόλεμος πια τέλειωσε. Όμως είμαι ακόμα φυλακισμένος. Κι ας περιπλανιέμαι πάνω κάτω στις ηλιόλουστες λεωφόρους μ ένα γαμημένο όπλο στα χέρια. Οι διαταγές των ανωτέρων αντηχούν ακόμα στο κεφάλι μου κι είμαι έτοιμος, αποκτηνωμένος, να υπακούσω. -και την μητέρα; -και τα παιδιά; -και τί σε νοιάζει; Δικά σου είναι;- Μα όχι, τώρα είμαι κάτι άλλο. Τώρα είμαι ο «ένδοξος στρατιώτης». Ώ, μάνα Γη, αυτό το παιδί σου δεν θα φυτέψει άλλους τάφους στο σώμα σου τραγουδώντας κάτω απ τον ήλιο. Κι όταν έρθω κοντά σου, κάνε να φυτρώσει μια ταπεινή βιολέτα στο κεφάλι μου…»

 

«Δεν θέλουμε καμμία σχέση μ αυτούς που από τις αναπαυτικές πολυθρόνες τους θα αποκηρύξουν την βίαια αντεπίθεση στους καπιταλιστές που προστατεύονται από τα δολοφονικά όπλα της αστυνομίας ενώ οι μεταλλωρύχοι απεργοί πεθαίνουν της πείνας. Μήπως δεν είναι για τους καπιταλιστές που πεθαίναμε για 4 χρόνια στον πόλεμο; Μήπως δεν ευθύνονται αυτοί για τους 507.193 νεκρούς του πολέμου; Μήπως δεν σκότωσε ακόμα 54 ανθρώπους η αστυνομία τους τον τελευταίο μήνα; Μήπως δεν είναι αυτοί που μας στερούν το φαΐ εκβιάζοντας μας με εκμετάλλευση ή πείνα; Ακούω κάποιους να ωρύονται: μα είναι απαραίτητο να παράγουμε! Ένας εργάτης αυτοκτόνησε αυτές τις μέρες εξαιτίας ενός ελλείμματος στην παραγωγή. Το μόνο που παράγουμε είναι οι αλυσίδες μας. Οι μόνοι εγκληματίες είναι τα αφεντικά μας!»

 

«…Γράμματα, τέχνες, επιστήμη, η μόλυνση του θανάτου, αυτής της τερατώδους εισβολής αναγεννά τα πάντα. Ολόκληρος ο κόσμος δεν είναι παρά μια γόνιμη σήψη που ανατέλλει, μολύνει τα πάντα πριν τα καταπιεί ολοκληρωτικά. Η ανθρωπότητα αρέσκεται να θαυμάζει τον εαυτό της. Μιλά για ιδανικά, για πρόοδο κι αγνοεί την ίδια την μόλυνσή της. η άβυσσος έχει ανοίξει πια για τα καλά και βουτάμε μέσα τραγουδώντας, ουρλιάζοντας, σκοτώνοντας, για τους θεούς, τις πατρίδες, τον θανατηφόρο πολιτισμό και τον πολιτισμένο θάνατό της.

 

«Τα πάντα καταρρέουν, γκρεμίζονται. Μουχλιασμένες ιδεολογίες, σάπια ηθική, φιλοσοφίες της παραίτησης, ληγμένες ρητορείες πασχίζουν να καλλωπίσουν την κατάσταση. Η αρρώστια έχει προχωρήσει και τίποτα δεν την αγγίζει πια. Στα αγαπημένα θεμέλια του παλιού κόσμου φώλιασαν τα μικρόβια της μόλυνσης. Τα πάντα είναι καταδικασμένα να εξαφανιστούν, να συντριβούν στον πάτο ενός σωρού σκουπιδιών του παλιού κόσμου. Η Ιστορία κλείνει αυτήν την σελίδα με ανακούφιση, την σελίδα του αδιάλειπτου θεάματος της αδράνειας ενός πλήθους αφιερωμένου σ έναν συρφετό ανυπόστατων φαντασμάτων, κατασκευάζοντας ό,τι επίκειται να καταστρέψει, ένα σώμα ασθενικό, που ταλανίζεται από τις εξεγέρσεις των λίγων, ενώ τα πάντα συνηγορούν σ ένα σύμπλεγμα δειλίας και υποταγής, που ενίοτε ονομάζεται και ηρωισμός, τα πάντα αντανακλούν μια δυστυχισμένη έμπνευση. Κι έτσι τελείωσε αυτή η εποχή. Στα τσακίδια! Μπροστά σε τέτοια μακάβρια ερείπια τραγουδώ για την καταστροφή, σαν τον Νέρωνα. Στα ερείπια αυτά θα ανθίσει ο κόσμος, ο κόσμος μου. Συνεπώς, τραγουδώ…»

 

il me faut vivre ma vie ( Jules Bonnot ) «Δεν πιστεύω στο δίκαιο. Η ζωή, μια συνισταμένη ανεξέλεγκτων δυνάμεων, άγνωστων κι απερίγραπτων, απορρίπτει την ανθρώπινη επινόηση της δικαιοσύνης. Η δικαιοσύνη γεννήθηκε τη στιγμή που χάσαμε τον έλεγχο πάνω στη ζωή μας. Πράγματι, η ανθρωπότητα αρχικά δεν είχε ανάγκη το δίκαιο. Ζούσε ελεύθερη κι αυτό ήταν όλο. Σήμερα, αντίθετα, υπάρχουν χιλιάδες δίκαια: χάνεται έτσι και η παραμικρή υπόσταση δικαίου. Ξέρω ότι ζω κι ότι επιθυμώ να ζήσω. Είναι δύσκολο να πραγματώσω αυτήν την επιθυμία μου, σ έναν κόσμο που ο καθένας θέλει ότι κι εγώ. Η απομονωμένη κατάφασή μου είναι το πιο σοβαρό έγκλημα. Οι νόμοι και η ηθική, συναγωνιζόμενοι με υποτιμούν και με καθυποτάσσουν. Ο καλός Χριστούλης θριαμβεύει. Είμαστε ελεύθεροι να προσευχόμαστε, να παρακαλάμε, να καταριόμαστε αλλά όχι να τολμάμε. Η δειλία, που καλλιέργησε ο χριστιανισμός και η ακόλουθη ηθική έχουν πάντα μια καλή δικαιολογία για την χαμέρπεια, την φτώχεια και την αυταπάρνηση. Αλλά η θέληση για ζωή επιθυμεί μονάχα την ελεύθερη ανάπτυξή της. Ο χριστιανός κοιτάζει καλά γύρω του, και κρυμμένος απ τα αδιάκριτα βλέμματα, τρέμοντας, διαπράττει μια αμαρτία. Επιθυμία: αμαρτία! Αγάπη: αμαρτία! Αυτή είναι η διαστροφή του. Η τόσο περιφρονημένη πόρνη, εξιλέωση της ένοχης ντροπής του κόσμου, είναι τόσο ειλικρινής: προσφέρεται σ όποιον πληρώνει χωρίς ψευδαισθήσεις. Η ευυπόληπτη και ταπεινή κοινωνία απ την άλλη, γαγγραινιασμένη σ όλο της το κορμί δεν χορταίνει να με περιορίζει, να μ εξευτελίζει για το καλό μου. Με σκοτώνει αργά – αργά. Δεν δέχομαι το δίκιο της. Δίκαιο είναι ότι μου στερεί. Πόσο ζηλεύω τον ωραίο Bonnot: il me faut vivre ma vie (πρέπει να ζήσω τη ζωή μου: από τη γνωστή «απολογία» του γάλλου ιλλεγκαλιστή Ζιλ Μπονό).

*

*Περισσότερα για την “Κόκκινη διετία” μπορείτε να βρείτε εδώ:

Categories
Ελληνικά / Greek

“Για να καταπιείς τη φωτιά θα πρέπει πρώτα να γίνεις ο ίδιος στάχτη…”

«Όποιος σηκώνει σήμερα τους ώμους ή δέχεται ανήμπορος πως οι κρατούμενοι θα συνεχίσουν να υπομένουν αυτό το βασανιστήριο γιατί σκέφτεται ότι η πλευρά μας είναι πολύ αδύναμη σε αυτό, πως θα μπορεί να ελπίζει ότι είμαστε σε θέση να οικοδομήσουμε μια δύναμη που θα μπορεί να ανατρέψει συνολικά τις συνθήκες;»

Η φυλακή αποτελούσε και εξακολουθεί να αποτελεί μία εστία συμπυκνωμένου ελέγχου, πειθάρχησις και περιορισμού. Αποτελεί μία εστία διαρκούς πολέμου ψυχικού και σωματικού.

Τα αναρίθμητα κάγκελα, τα επιβλητικά μπετά και οι ακροβολισμένες σκοπιές, αποτελούν μονάχα ένα περίτεχνο επιστέγασμα αυτού που πραγματικά κυοφορεί.

Ξεπερνώντας αυτήν την πρώτη εικόνα όμως και καταλήγοντας στο εσωτερικό της φυλακής θα διαπιστώσουμε πως αποκαλύπτεται ένα εκσυγχρονισμένο, επιστημονικό σχέδιο που στοχεύει στην υλική και πνευματική απομόνωση, στον ηθικό εκβιασμό και στον απόλυτο έλεγχο των κρατουμένων.

Σκοπός είναι η απόλυτη πειθαρχία και υποταγή μέσω του εξαναγκασμού, ιδεολογικού και σωματικού, ή ακόμα χειρότερα η “ αυτόβουλη συνδρομή” των κρατουμένων στο “σωφρονιστικό έργο”.

Η μεθοδική οικοδόμηση του χρηματιστηρίου της συνειδησιακής αποπλάνησης, είναι διαρκώς σε ισχύ. Η προσπάθεια αυτοενοχοποίησης του κρατούμενου είναι γεγονός. Η εσωτερική παραδοχή πως το κελί γι’ αυτόν δεν θα μπορούσε παρά να είναι επόμενος προορισμός στη ζωή του καραδοκεί.

Η πεποίθηση λοιπόν ότι το εκσυγχρονισμένο πειθαρχικό σύστημα στηρίζεται στην φυλακή που υπάρχει μέσα στο κεφάλι πρέπει να καταστεί πιο ισχυρή από ποτέ.

Για να ελέγξεις τη συμπεριφορά του ανθρώπου, πρέπει να ελέγξεις το περιβάλλον του. Εκεί στην ουσία καθίσταται το άτομο φυλακισμένο.

Η φυλακή ως θεσμός-οικοδόμημα δεν θα μπορούσε να “προσφέρει” όμως τίποτα στα χέρια του εχθρού, εάν δεν αποτελούσε στην ουσία της ένα εργοστάσιο αποδόμησης της προσωπικότητας και απάλειψης της ανθρώπινης υπόστασης. Δεν θα ήταν “παραγωγική” εάν η αισθητηριακή, σωματική και επικοινωνιακή απομόνωση δεν λειτουργούσαν ως ένα αποστειρωμένο νυστέρι της ψυχοχειρουργικής κατασταλτικής πολιτικής.

Τα βασανιστήρια, ο διαρκής πανοπτικός έλεγχος, ο τεχνητός φωτισμός και ο ηλεκτροεπιστημονικός μανδύας που καλύπτει την πτέρυγα, δεν θα μπορούσε παρά να ερμηνεύεται σε ασφυξία και διαρκή εξόντωση. Δεν θα μπορούσε να είναι δίχως άλλο μια διαρκής ωμή πολεμική που αποσκοπεί στην υποταγή των θελήσεων του κάθε ανθρώπου. Μία πολεμική για την νέκρωση των συναισθημάτων, της ελπίδας, της επιμονής.

Οι φυλακές λοιπόν αποτελούν αποθήκες με νεκροζώντανους. Ο σωφρονισμός αντανακλά τον εξευτελισμό της αξιοπρέπειας, τις προσβολές, το διπλοκλείδωμα και τις βουρδουλιές, τα ψυχοφάρμακα, την απομόνωση. Ο σωφρονισμός είναι ξύλο, απειλές, χλεύη, έλεγχος, ηρωίνη και πάλι έλεγχος.

Ο κρατούμενος στη φυλακή σταματά να ζει, απλά επιβιώνει. Ο καθένας φτιάχνει το καλούπι του καταφεύγοντας σε τυποποιημένες συμπεριφορές και αντιδράσεις. Βρίσκει καταφύγιο σε μια ρουτίνα και κλειδώνει τον εαυτό του για να συνεχίσει. Όποιος αναζητά την νοητή λίμα της απόδρασης προς την πνευματική ελευθερία, όποιος δεν αποδέχεται πως η αληθινή ζωή είναι το κελί και πως η φυλακή είναι το σπίτι του, όποιος πυροδοτεί την αναλυτική σκέψη είναι ο “τυχερός”. Όποιος δεν ανακαλύψει ή δεν έχει την επιμονή για να γευτεί αυτές τις πολυτέλειες, για τον α ή β λόγο, είναι απλά ένας ακόμη αριθμός, άλλη μια σκόρπια δικογραφία πάνω σ’ ένα σιδερένιο κρεβάτι, σ’ ένα στενό κελί. Ένας αριθμός λιγότερος και δεν τρέχει τίποτα. Άλλωστε οι κρατούμενοι για το πειθαρχικό σύστημα δεν γεννήθηκαν, απλά φύτρωσαν και έτσι όπως φύτρωσαν θα ξεριζωθούν.

Θα ξεριζωθούν και θα “ανοίξουν” νέες θέσεις. Θέσεις έτοιμες να φιλοξενήσουν αναρχικούς, πολιτικούς αντιφρονούντες. Να φιλοξενήσουν μια ολόκληρη αιχμάλωτη γενιά. Μια γενιά των χαρακωμάτων, ένα σύνολο ανθρώπων οικονομικά και κοινωνικά απελπισμένο, άρρωστους τοξικομανείς, μικροπαραβάτες, απόκληρους.

Το χρηματιστήριο του πειθαρχικού ολοκληρωτισμού όμως δεν γνωρίζει κραχ. Εξασφαλίζεται η συνεχής ροή ανθρώπινων ψυχών στα κελιά της δημοκρατίας.

Στα κελιά αυτά όπου καθημερινά καταφτάνουν εκατοντάδες άνθρωποι, οι οποίοι είτε ξέφυγαν από τα όρια την αστικής νομιμότητας, είτε δεν συμβιβάστηκαν συνειδητά ή ασυνείδητα με τις εξουσιαστικές νόρμες του καπιταλισμού. Συρρέουν εδώ όπου ανθεί η ιδιοτέλεια, η “θεραπεία” των ψυχοφαρμάκων και η εξαθλίωση της ηρωίνης. Εδώ όπου διαφεντεύει η συμμορία των ροπαλοφόρων με τα διακριτικά “υπουργείο δικαιοσύνης”

Και όμως παρόλα αυτά συναντάμε την αντιστροφή της ορολογίας για να μεταβούμε από ένα ολοκληρωτικό καθεστώς σε ένα κράτος “πρόνοιας” και “δημοκρατικής ευαισθησίας”. Η φυλακή δεν ονομάζεται πια φυλακή αλλά κατάστημα. Ο ανθρωποφύλακας προσφωνείται υπάλληλος. Η απομόνωση εξευγενίζεται με την ορολογία πειθαρχικός περιορισμός. Η υποταγή και η συναίνεση δεν αποσπάται πλέον αποκλειστικά με βουρδουλιές και καθήλωση, αλλά και με πλύση εγκεφάλου. Δεν υπάρχει τιμωρία αλλά «θεραπεία».

Και έτσι η φυλακή από στυγνό κατασταλτικό μηχανισμό, μεταμορφώνεται σε κέντρο ιδεολογικής και υπαρξιακής μεταρρύθμισης. Ο αντικατοπτρισμός των νέων λευκών τάφων που κατ’ ευφημισμό ονομάζονται σωφρονιστικά καταστήματα υψίστης ασφαλείας, θα μπορούσε να αποτελεί από μόνος του ένα κεφάλαιο που θα υμνεί την ωμότητα του καπιταλισμού. Αναδεικνύοντας και προωθώντας έναν εκσυγχρονισμένο επιστημονικά, αρχιτεκτονικά, ψυχιατρικά κόσμο που δημιούργησαν. Ένα δημιούργημα μετεξέλιξη των στρατοπέδων συγκέντρωσης και των εκτελεστικών αποσπασμάτων. Μια μηχανή αφανισμού συμπυκνωμένη μέσα σε λίγα τετραγωνικά μέτρα.

Σε αυτά τα λίγα τετραγωνικά μέτρα που θα συναντήσουμε και τις φυλακές νέου τύπου.

Χτισμένες στη μέση του πουθενά, διάσπαρτες σε αχανείς κάμπους ή θαμμένες πίσω από βουνά. Φυλακές με ψηλούς τοίχους και προαύλια 30 επί 20 για την εξασφάλιση της αισθητηριακής απομόνωσης του κρατουμένου, για την αποτροπή μέχρι και της οπτικής απόδρασης. Η έλλειψη σίτισης που αποτελεί βασική ανάγκη ενός ανθρώπινου οργανισμού, η έλλειψη ζεστού νερού όταν το θερμόμετρο βαράει -17 και -20 βαθμούς, η εγκληματική απουσία γιατρού σε μόνιμη βάση θα μπορούσε να αποτελέσει έναν λακωνικό πρόλογο μπροστά στην ωμότητα που ξεδιπλώνεται. Θα συναντήσουμε τις πτέρυγες “σπιρτόκουτα” με 20 κελιά. Θα δούμε από κοντά τι σημαίνει πανοπτικό σύστημα ελέγχου και επιτήρησης. Με κάμερες σε όλα τα μήκη και πλάτη της κάθε πτέρυγας, των προαυλίων, των διαδρόμων, του γυμναστηρίου, των επισκεπτηρίων, των κοινόχρηστων χώρων. 22 κάμερες ακολουθούν πιστά κάθε σου βήμα, κάθε σου έκφραση. 18 μεγάφωνα σε διατάζουν διαρκώς, κάθε στιγμή. «Τα προαύλια κλείνουν, οι κρατούμενοι να περάσουν στην πτέρυγα και να τραβήξουν τις πόρτες». «H φυλακή κλείνει οι κρατούμενοι να περάσουν στα κελιά τους και να τραβήξουν τις πόρτες». «Περάστε στα κελιά σας, περάστε στα κελιά σας». Κάθε στιγμή και μια πειθαρχικού αντικρίσματος ανακοίνωση, κάθε μέρα και ένα πρόσταγμα. Μια ύπαρξη εγκλωβισμένη στην απρόσωπη φωνή του δεσμοφύλακα. Θα συναντήσουμε τον εξονυχιστικό έλεγχο της αλληλογραφίας και την διαρκή παρουσία του δεσμοφύλακα πάνω απ’ το κεφάλι σου κατά τη διάρκεια του επισκεπτηρίου. Θα ακούσουμε τα βήματα των τακτικών ελέγχων στους ψυχρούς διαδρόμους της πτέρυγας μεσημέρι και βράδυ και το άνοιγμα από το “ματάκι” του κελιού για διαρκή επίβλεψη. Θα αντικρίσουμε την στρατηγικής σημασίας θέση του φυλακίου στη κεφαλή της κάθε πτέρυγας. Περιστοιχισμένο με κάγκελα και “ντυμένο” με καθρέφτες για την εξασφάλιση της εικοσιτετράωρης ανεμπόδιστης επιτήρησης. Ποτέ δεν είσαι μόνος πάντα κάποιος, ένας χωρίς πρόσωπο, πίσω από τους καθρέφτες σε παρατηρεί. Ίσως την κάθε στιγμή, ποτέ όμως δεν ξέρεις ποια.

 

Για να καταπιείς τη φωτιά θα πρέπει πρώτα να γίνεις ο ίδιος στάχτη.

 

Η θεματική της φυλακής ως μηχανισμός εξόντωσης του σώματος και της ψυχής των ανθρώπων που δεν συντάχθηκαν με την νομιμότητα ή δεν συμβάδισαν με την μικροαστική ηθική υπακούοντας στις καθεστωτικές διαταγές δεν θα μπορούσε να μην απασχολεί τις θεματικές ενός ριζοσπαστικού- ανατρεπτικού κινήματος. Ο αγώνας ενάντια στη φυλακή δεν θα μπορούσε να λείπει γιατί λειτουργεί ως ανάχωμα για την βάρβαρη και ανεμπόδιστη επέλαση του καπιταλισμού στις ζωές μας. Είναι μια θέση αντίστασης ενάντια στην ανισότητα και την εκμετάλλευση του ανθρώπου από την εξουσιαστική μηχανή. Η φυλακή δεν περιορίζεται μονάχα στο να τιμωρεί την άρνηση και την παραβατικότητα αλλά και στο να επιβραβεύει την αφομοίωση και τον συμβιβασμό. Ρίχνοντας μια ματιά στον μικρόκοσμό της θα κατανοήσουμε ως ένα βαθμό την πειθαρχική δομή του κοινωνικού ιστού. Ανακαλύπτοντας ένα διάχυτο πλέγμα περιορισμού, εκμετάλλευσης και καταπίεσης. Ένα πλέγμα συμβάσεων, πρέπει και διαταγών. Ένα κόσμο προάσπισης του διεθνούς μητροπολιτικού καπιταλισμού. Μία δομή που κλέβει τη ζωή και διατηρεί την ανελευθερία.

Πολλοί είναι αυτοί όμως που θα αναγνώσουν τις συνθήκες του πολέμου αρνούμενοι παράλληλα την βολή τους. Ίσως ατάραχα αυτήν την στιγμή να κάθονται και να ξεφυλλίζουν αυτές τις σελίδες, καταπίνοντας με φόβο, ανόρεχτα ή αδιάφορα την ιστορία των φυλακών, των βασανιστηρίων, της απομόνωσης, των στενών κελιών. Ίσως με κυνική αίσθηση αποδοχής του αναπόφευκτου φυλλομετρούν την φρίκη και τον πόνο δίχως να κατανοούν πως η φυλακή είναι στην πραγματικότητα κάτι πιο κοντινό απ’ όσο ακούν η διαβάζουν, απ’ όσο πιστεύουν. Εκείνοι που “μελετούν” τα όσα διαδραματίζονται πίσω από τους ψηλούς τοίχους, τις σιδερένιες πόρτες και τα συρματοπλέγματα για να κάνουν έπειτα μια φιλική κουβέντα συνοδεύοντας ένα όμορφο απόγευμα, πραγματικά αγνοούν τα πάντα. Όσοι πάλι διαβάζουν με επίγνωση, διατηρούν ένα μειδίαμα σιωπηλό και την ώρα που περπατούν νιώθουν τυχεροί που μπορούν…

Όχι. Τα βιώματα πρέπει να διαβάζονται χωρίς άνεση, έτσι ακριβώς όπως ξεδιπλώνονται. Σαν η συνείδησή σου να σε “αναγκάζει” να ακουμπήσεις και να αφουγκραστείς την πραγματικότητα. Την πραγματικότητα αυτή που ενδεχομένως να αφηγήται την μοναξιά ενός παγωμένου κελιού, την απόγνωση και τον παροξυσμό μιας μακράς απομόνωσης, τον πόνο ενός βασανισμού, τον διαρκή αχό των λαμαρίνων κατά τη διάρκεια μιας μεταγωγής. Την αφήγηση αυτή που χαράχτηκε σε λίγα φύλλα χαρτί με ιδρωμένες παλάμες και μουδιασμένο κεφάλι, αλλά με πείσμα συνέχισε να αφηγήται. Ίσως να αφηγήται ατελείωτα πρωινά και νύχτες, μέρες και μήνες, χρόνια που σε βρίσκουν να γυρνάς σ’ ένα τσιμεντένιο κουτί, όταν τα κάγκελα σε αρπάζουν από το λαιμό και σε πνίγουν. Ίσως να αφηγήται φωνές ξένων που ακούς από τα διπλανά κελιά, από άλλες πτέρυγες, από διαφορετικές φυλακές και μπουντρούμια που ψιθυρίζουν για μια μάχη που δεν έχει τελειωμό. Μια μάχη για την ελευθερία. Μία μάχη χωρίς εισιτήριο επιστροφής. Που ίσως αφηγήται την επιμονή, το σθένος, την πίστη. Την ελπίδα στον αγώνα. Σ’ ένα διαρκή αγώνα, έναν αγώνα δίκαιο. Αφηγήσεις που στέκονται στο πλάι των αγωνιζόμενων, εκείνων που τολμούν, των συνειδήσεων που άρπαξαν φωτιά. Σε όλους αυτούς που σε πείσμα τον καιρών από τον “ελεύθερο κόσμο” πυρπολούν το φόβο, την αδράνεια και εργάζονται για την ανατροπή. Αφηγήσεις που ξετυλίγονται με αξιοπρέπεια από τα λίγα τετραγωνικά του κελιού τους, που περιμένουν μέχρι την αντάμωση. Μέχρι να φτάσει ένα νέο ότι ο αγώνας κάπου εκεί έξω συνεχίζεται. Μέχρι ένα σινιάλο να φωτίσει τον αγκαθωτό ουρανό τους.

(Το παρών κείμενο γράφτηκε από τον σύντροφο Παναγιώτη Μασούρα τον Ιανουάριο του 2012, όσο βρισκόταν ακόμα αιχμάλωτος στο κάτεργο των Γρεβενών)

 

 

 

 

 

 

Categories
Ελληνικά / Greek

“Η ιδεολογία της θυματοποίησης” – Feral Faun

Στην Νέα Ορλεάνη μόλις έξω από την γαλλική συνοικία υπάρχει ένα γκράφιτι σε μια μάντρα που γράφει «ΟΙ ΑΝΤΡΕΣ ΒΙΑΖΟΥΝ». Συνήθως περνούσα από εκεί σχεδόν κάθε μέρα. Την πρώτη φορά που το είδα τσαντίστηκα επειδή ήξερα πως αυτή που είχε γράψει το σύνθημα θα με προσδιόριζε ως άντρα αλλά ποτέ δεν επιθύμησα να βιάσω κάποια. Ούτε κάποιος άλλος από τους «πεοφόρους» φίλους μου. Όμως καθώς αντιμετώπιζα καθημερινά αυτό το γραμμένο με σπρέι δόγμα, οι αιτίες του θυμού μου μετατράπηκαν. Αναγνώρισα αυτό το δόγμα σαν μια λιτανεία της φεμινιστικής εκδοχής της ιδεολογίας της θυματοποίησης, μια ιδεολογία που προωθεί τον φόβο, την αδυναμία του ατόμου (και επακόλουθα την εξάρτηση του από ομάδες στήριξης με ιδεολογική βάση καθώς και την πατερναλιστική προστασία από τις αρχές), μια τύφλωση απέναντι σ’ όλες τις πραγματικότητες και τις ερμηνείες της εμπειρίας που δεν βολεύεται μέσα από την θεώρηση κάποιου για τον εαυτό του ως θύμα.

Δεν αρνούμαι ότι υπάρχει μια πραγματικότητα πίσω από την ιδεολογία της θυματοποίησης. Καμιά ιδεολογία δεν θα μπορούσε να λειτουργήσει αν δεν είχε κάποια βάση στην πραγματικότητα. Έχουμε περάσει ολόκληρη την ζωή μας μέσα σε μια κοινωνία που βασίζεται στην καταστολή και την εκμετάλλευση των επιθυμιών μας, των παθών και της ατομικότητάς μας. Αλλά είναι σίγουρα παραλογισμός το να αγκαλιάζουμε την ήττα καθορίζοντας τους εαυτούς μας με όρους θύματος.

Σαν μέσο κοινωνικού ελέγχου, οι κοινωνικοί θεσμοί ενισχύουν στον καθένα από εμάς την αίσθηση της θυματοποίησης ενώ την ίδια στιγμή κεντράρουν αυτή την αίσθηση στην κατεύθυνση της ενίσχυσης της εξάρτησης από τους κοινωνικούς θεσμούς. Τα ΜΜΕ μας βομβαρδίζουν με ιστορίες εγκλήματος, πολιτικής και οικονομικής διαφθοράς, πολέμου και υλικής σπάνης. Παρά το ότι αυτές οι ιστορίες έχουν μια βάση στην πραγματικότητα, σίγουρα όμως παρουσιάζονται για να ενισχύσουν τον φόβο. Επειδή όμως πολλοί από εμάς αμφισβητούν τα ΜΜΕ, μας σερβίρεται ένας σωρός «ριζοσπαστικών» ιδεολογιών που αν και περιέχουν σε κάποιο βαθμό μια πραγματική αντίληψη, είναι τυφλές σε οτιδήποτε δεν χωράει στην ιδεολογική τους δομή. Κάθε μία από αυτές τις ιδεολογίες ενισχύει την ιδεολογία της θυματοποίησης και επικεντρώνει την ενέργεια των ατόμων μακριά από την εξέτασή της κοινωνίας στην ολότητά της καθώς και τον δικό τους ρόλο στην αναπαραγωγή της. Τόσο τα ΜΜΕ όσο και όλες οι εκδοχές του «εναλλακτικού ριζοσπαστισμού»ενισχύουν την ιδέα ότι είμαστε θύματα κάποιου έξω από εμάς, του Άλλου. Ενώ οι κοινωνικές δομές (η οικογένεια, οι μπάτσοι,, ο νόμος, οι ομάδες ψυχολογικής υποστήριξης και θεραπείας, η εκπαίδευση, οι ριζοσπαστικές οργανώσεις καθώς και οτιδήποτε άλλο ενισχύει μια αίσθηση εξάρτησης) υπάρχουν –υποτίθεται- για να μας προστατεύουν. Αν η κοινωνία δεν παρήγαγε αυτούς τους μηχανισμούς (συμπεριλαμβανομένων των δομών της ψευδούς, ιδεολογικής και μερικής εναντίωσης) για να προστατεύει τον εαυτό της, εμείς ακριβώς θα μπορούσαμε να εξετάσουμε την κοινωνία στην ολότητά της και να αναγνωρίσουμε ότι εξαρτάται για την αναπαραγωγή της από τις δικές μας δραστηριότητες. Έτσι θα είχαμε κάθε δυνατότητα να αρνηθούμε τους ρόλους μας ως εξαρτημένα θύματα της κοινωνίας. Όμως οι αισθήσεις, οι συμπεριφορές και τα μοντέλα σκέψης που προκαλούνται από την ιδεολογία της θυματοποίησης, κάνουν μια τέτοια αντιστροφή προοπτικής πολύ δύσκολη.

Αποδεχόμενοι την ιδεολογία της θυματοποίησης σε κάθε της μορφή, διαλέγουμε να ζήσουμε μέσα στον φόβο. Το άτομο που έγραψε το γκράφιτι «ΟΙ ΑΝΤΡΕΣ ΒΙΑΖΟΥΝ» ήταν μάλλον φεμινίστρια, μια γυναίκα που είδε αυτή την πράξη της σαν μια ριζοσπαστική πρόκληση κατά της πατριαρχικής καταπίεσης. Στην πραγματικότητα όμως, τέτοιες διακηρύξεις δρουν προσθετικά σ’ ένα υπαρκτό κλίμα φόβου. Αντί να δίνει στις γυναίκες σαν άτομα μια αίσθηση δύναμης, ενισχύει την ιδέα ότι ουσιαστικά οι γυναίκες είναι θύματα. Ενώ οι γυναίκες που διαβάζουν αυτό το γκράφιτι, ακόμα κι αν συνειδητά απορρίπτουν το δόγμα που βρίσκεται πίσω τους, προφανώς περπατούν στον δρόμο περισσότερο φοβισμένες. Η ιδεολογία της θυματοποίησης που είναι τόσο διάχυτη στον φεμινιστικό λόγο, μπορεί ακόμα να βρεθεί σε κάποια μορφή στα κινήματα φυλετικής και εθνικής απελευθέρωσης, σε εργατικούς αγώνες και σχεδόν σε κάθε μορφή «ριζοσπαστικής» ιδεολογίας.

Ο φόβος μιας πραγματικής, άμεσης και αναγνωρίσιμης απειλής σ’ ένα άτομο, μπορεί να το ωθήσει σε μελετημένη δράση για την εξάλειψη της απειλής. Ο φόβος όμως που προκαλείται από την ιδεολογία της θυματοποίησης, είναι ένας φόβος πολύ μεγάλος και πολύ αφηρημένος (μη συγκεκριμένος) για να τον αντιμετωπίσει το άτομο. Καταλήγει στην δημιουργία ενός κλίματος φόβου, υποψίας και παράνοιας και κάνει τις διαμεσολαβήσεις που αποτελούν το δίκτυο του κοινωνικού ελέγχου να φαίνονται απαραίτητες και επιθυμητές.

Είναι αυτό το εμφανώς υπερκαταπιεστικό κλίμα φόβου που δημιουργεί την αίσθηση αδυναμίας, ουσιαστικά την αίσθηση του θύματος στα άτομα. Παρά το ότι είναι αλήθεια πως οι διάφοροι «ιδεολογικοί απελευθερωτιστές» συχνά θορυβούν με μαχητική οργή, σπανίως όμως πάνε πέρα από το σημείο όπου θα γίνονταν πραγματικά απειλητικοί. Αντ’ αυτού «απαιτούν» (που σημαίνει πως…μαχητικά εκλιπαρούν) απ’ αυτούς που ορίζουν ως καταπιεστές τους,  να τους εγγυηθούν την ‘απελευθέρωσή» τους. Ένα σχετικό παράδειγμα συνέβη στην αναρχική συνάντηση «ΧΩΡΙΣ ΣΥΝΟΡΑ» το 1989 στο Σαν Φρανσίσκο. Δεν υπάρχει αμφιβολία πως στις περισσότερες συζητήσεις που παρακολούθησα, οι άντρες έτειναν να μιλάνε περισσότερο από τις γυναίκες. Όμως κανείς δεν εμπόδισε κάποια γυναίκα να μιλήσει, ούτε και παρατήρησα έλλειψη σεβασμού για όποια γυναίκα μιλούσε. Παρ’ ολαυτά, από την μικροφωνική που υπήρχε στην αυλή του κτιρίου όπου γινόταν η συνάντηση, έγινε μια ομιλία στην οποία ειπώθηκε πως «οι άντρες κυριαρχούν στις συζητήσεις και αποτρέπουν τις γυναίκες από το να μιλάνε». Η ομιλήτρια απαίτησε (ή για να το επαναλάβω, «μαχητικά εκλιπάρησε») οι άντρες να αφήσουν τις γυναίκες να μιλάνε περισσότερο. Με άλλα λόγια η ομιλήτρια ζητούσε από τους καταπιεστές (σύμφωνα με την ιδεολογία της) να εγγυηθούν τα «δικαιώματα» των καταπιεσμένων. Μια συμπεριφορά που συμπερασματικά αποδέχεται τον ρόλο του άντρα σαν καταπιεστή και της γυναίκας σαν θύμα.

Στην συνάντηση υπήρχαν συζητήσεις όπου συγκεκριμένα άτομα κυριαρχούσαν. Όμως ένα  άτομο που δρα μέσα από την δύναμη της ατομικότητάς του, άμεσα εναντιώνεται σε μια τέτοια κατάσταση την στιγμή ακριβώς που συμβαίνει και αντιμετωπίζει όσους ενέχονται σ’ αυτή σαν άτομα. Η ανάγκη να καλουπώσεις τέτοιες καταστάσεις μέσα σ’ ένα ιδεολογικό πλαίσιο και να διαχωρίσεις τα άτομα που ενέχονται σ’ αυτές ως κοινωνικούς ρόλους –μετατρέποντας μια πραγματική και άμεση κατάσταση σε αφηρημένες κατηγορίες- είναι ένα σημάδι της επιλογής κάποιου να είναι αδύναμος, να είναι θύμα. Ο εναγκαλισμός της αδυναμίας βάζει κάποιον στην παράλογη θέση να πρέπει να παρακαλέσει τον καταπιεστή του, να του εγγυηθεί την ελευθερία του. Και αυτό είναι μια σαφής εγγύηση πως το άτομο δεν θα είναι ποτέ του ελεύθερο παρά για να είναι θύμα.

Όπως όλες οι ιδεολογίες, έτσι και τα διάφορα είδη της ιδεολογίας της θυματοποίησης είναι μορφές ψευδούς συνείδησης. Η αποδοχή του κοινωνικού ρόλου του θύματος (σε οποιαδήποτε από τις μορφές του) είναι η επιλογή του να μην δημιουργείς την ζωή σου για τον εαυτό σου και να μην εξερευνάς τις πραγματικές σχέσεις σου με τις κοινωνικές δομές. Όλα τα μερικά-αποσπασματικά απελευθερωτικά κινήματα καθορίζουν τα άτομα με όρους των κοινωνικών τους ρόλων. Με συνέπεια όχι μόνο να μην περιλαμβάνουν αυτά τα κινήματα μια αντιστροφή των προοπτικών που δημιουργούν τους κοινωνικούς ρόλους, όχι μόνο να μην επιτρέπουν στα άτομα να δημιουργήσουν μια πρακτική στηριγμένη στα δικά τους πάθη και στις δικές τους επιθυμίες αλλά στην πραγματικότητα να δουλεύουν ενάντια στην αντιστροφή των προοπτικών. Η «απελευθέρωση» που προσφέρεται απ’ αυτά τα κινήματα, δεν είναι η ελευθερία των ατόμων  να δημιουργούν τις ζωές που επιθυμούν σε μια ελεύθερη και γιορτινή ατμόσφαιρα, αλλά μάλλον η «απελευθέρωση» του κοινωνικού ρόλου στον οποίο το άτομο εξακολουθεί να υπόκειται. Όμως η ουσία των κοινωνικών ρόλων μέσα στο πλαίσιο αυτών των «απελευθερωτικών» ιδεολογιών, είναι το να είσαι θύμα. Έτσι οι λιτανείες των δεινών που υποφέρουνε, πρέπει να ψάλλονται ξανά και ξανά ώστε να σιγουρευτούν πως τα θύματα δεν θα ξεχάσουν ποτέ αυτό που είναι. Τα «ριζοσπαστικά απελευθερωτικά  κινήματα» βοηθούν στην διασφάλιση του ότι το κλίμα του φόβου δεν θα εξασθενίσει ποτέ και τα άτομα θα συνεχίσουν να βλέπουν τους εαυτούς τους αδύναμους. Θα βλέπουν την «δύναμή «τους να βρίσκεται στους κοινωνικούς ρόλους οι οποίοι όμως στην πραγματικότητα είναι η πηγή της θυματοποίησής τους. Κατ’ αυτό τον τρόπο, τα κινήματα και οι ιδεολογίες αυτές δρουν για να αποτρέψουν την πιθανότητα μιας εξέγερσης ενάντια σε κάθε εξουσία και κοινωνικό ρόλο.

Η πραγματική εξέγερση δεν παρέχει ποτέ ασφάλεια. Αυτοί που επιλέγουν να αυτοπροσδιορισθούν με όρους του ρόλου τους ως θύματα, δεν τολμούν να επιχειρήσουν την απόλυτη εξέγερση επειδή κάτι τέτοιο θα απειλούσε την σιγουριά των ρόλων τους. Όμως, όπως είχε πει ο Νίτσε, «το μυστικό της μεγαλύτερης καρποφορίας και της μεγαλύτερης απόλαυσης στην ύπαρξή μας, είναι το να ζούμε επικίνδυνα». Μόνο η συνειδητή απόρριψη της ιδεολογίας της θυματοποίησης, η άρνηση του να ζεις στον φόβο και την αδυναμία, η αποδοχή της δύναμης των παθών και των επιθυμιών μας, η αποδοχή των εαυτών μας σαν άτομα που είναι σπουδαιότερα –και άρα ικανά να ζήσουν πέρα- από τους κοινωνικούς ρόλους, μόνο αυτά παρέχουν μια βάση για ολοκληρωτική εξέγερση ενάντια στην κοινωνία. Μια τέτοια εξέγερση σίγουρα παίρνει καύσιμα από την οργή αλλά όχι από την κακόφωνη, μνησίκακη, μάταιη οργή του θύματος που κινεί τις φεμινίστριες, τους «φυλετικούς απελευθερωτιστές» και άλλους παρόμοιους που «απαιτούν» την τήρηση των «δικαιωμάτων» τους από την εξουσία. Είναι περισσότερο η οργή των ακαταπίεστων επιθυμιών μας, η επιστροφή των καταπιεσμένων χωρίς μεταμφίεση και σε πλήρη ισχύ. Το πιο ουσιώδες όμως είναι ότι η ολοκληρωτική εξέγερση παίρνει καύσιμα από το πνεύμα του ελεύθερου παιχνιδιού και της χαράς της περιπέτειας, από την επιθυμία να εξερευνήσουμε κάθε πιθανότητα για έντονη ζωή που η κοινωνία προσπαθεί να μας αρνηθεί. Για όλους εμάς που θέλουμε να ζήσουμε με πληρότητα και χωρίς περιορισμούς, πέρασε ο καιρός που μπορούσαμε να ανεχόμαστε το να ζούμε σαν φοβισμένα ποντίκια μέσα σε τρύπες τοίχων. Κάθε μορφή της ιδεολογίας ης θυματοποίησης μας κάνει να ζούμε σαν φοβισμένα ποντίκια. Αντί γι’ αυτό ας γίνουμε τρελαμένα και γελαστά τέρατα που ηδονιστικά θα διαλύσουνε τους τοίχους της κοινωνίας δημιουργώντας για τους εαυτούς μας, θαυμαστές και καταπληκτικές ζωές!

(από την μπροσούρα ΧΑΟΤΙΚΑ ΜΑΝΙΦΕΣΤΑ, εκδόσεις Δαίμων του Τυπογραφείου)

Categories
Ελληνικά / Greek

“Ιταλία 1977 και μια κριτική του ενοπλισμού” – Alfredo Bonanno κ.α.

 

 

 

Μερικές σημειώσεις για το κίνημα στην Ιταλία

Πηγή: http://turbellaria.blogspot.com

Παρότι γειτονεύουν, οι χώρες τις Ευρώπης είναι παραδοσιακά διαχωρισμένες μεταξύ τους. Αυτός ο διαχωρισμός και η συνακόλουθη άγνοια της μιας για την άλλη, ισχύει και στην περίπτωση των επαναστατικών κινημάτων που αγωνίζονται ενάντια στο ένα ή το άλλο Κράτος. Τα ονόματα που έρχονται στο μυαλό όταν σκέφτεται κανείς την Ιταλία των περασμένων χρόνων, σπάνια πάνε μακρύτερα από την Lotta Continua (Συνεχής Αγώνας), την Prima Linea (Πρώτη Γραμμή) και τις Brigate Rosse (Ερυθρές Ταξιαρχίες), άντε ίσως σήμερα την Αυτονομία και τα (συνδικάτα βάσης) Cobas.

Προκειμένου να έχουμε μια εικόνα του τί συμβαίνει σήμερα στο κίνημα, είναι απαραίτητο να ρίξουμε μια ματιά στους αγώνες στη χώρα απ’ τις αρχές του ’70 μέχρι σήμερα. Μετά την εξεγερσιακή έκρηξη του ’68, εκτυλίχθηκαν έντονοι κοινωνικοί αγώνες που κορυφώθηκαν το 1977 στα -κατά τα μίντια- λεγόμενα “χρόνια του μολύβδου”, φολκλορικά συμβολισμένα στο περίστροφο p38. Οι Ινδιάνοι Μητροπολιτάνοι, οι μαζικές διαδηλώσεις που συγκρούονταν με την αστυνομία, οι επιθέσεις στους συνδικαλιστές ηγέτες, οι λεηλασίες των σούπερμάρκετ, η διάχυση μικρών χειρονομιών σαμποτάζ σε διάφορους χώρους εκμετάλλευσης, βρίσκονταν στην ημερήσια διάταξη. Σκληρές πορείες στο δρόμο, που διαλύονταν μόνο μετά από άπειρα δακρυγόνα και σφαίρες της αστυνομίας. Δολοφονίες συντρόφων. Οδομαχίες μέχρι θανάτου μεταξύ φασιστών και κομμουνιστών νεολαίων.

Διάφορες εξωκοινοβουλευτικές οργανώσεις προέκυψαν εκείνη την περίοδο: Η Lotta Continua, η Potere Operaio (Εργατική Εξουσία), η Potere Rosso (Κόκκινη Εξουσία) στα πλαίσια του κομμουνιστικού χώρου, και σ’ έναν βαθμό η παρανομία έγινε το επόμενο βήμα για πολλούς νέους συντρόφους, κι εξαπλώθηκε ως αποτέλεσμα και της έντονης στρατολόγησης από τις ίδιες τις οργανώσεις. Όχι μόνο οι Ερυθρές Ταξιαρχίες, που έστηναν μεραρχίες σε διάφορα σημεία της χώρας, αλλά και άλλες πολλές κομμουνιστικές τάσεις πέρασαν στην με την πεποίθηση ότι είχε έρθει η στιγμή της επίθεσης στην “καρδιά του Κράτους”, της ανατροπής ενός διεφθαρμένου πολιτικού και οικονομικού συστήματος, την θέσου του οποίου θα έπαιρναν αυτές.

Ένα τέτοιο ζήτημα, απείχε φυσικά απ’ τις προθέσεις των αναρχικών που, παρ’ ότι παρόντες στους κοινωνικούς αγώνες, σε επιθέσεις, σαμποτάζ, συνελεύσεις και διάφορες πρωτοβουλίες, διατηρούσαν μια κριτική του ένοπλου κόμματος με πράξεις και με λόγο. Στο εσωτερικό του αναρχικού κινήματος είχε ανάψει για τα καλά η συζήτηση. Στο επίκεντρό της βρέθηκε η κριτική των “οργανώσεων σύνθεσης” όπως οι αναρχοσυνδικαλιστικές και οι φεντεραλιστικές, και περιλάμβανε περαιτέρω ζητήματα σχετικά με τη χρήση της επαναστατικής βίας, δηλαδή της ανάγκης για επίθεση στην εξουσία υπό κάθε μορφή της, χρησιμοποιώντας μεθόδους σύμφωνες με τους σκοπούς των αναρχικών, την καταστροφή της εξουσίας σε κάθε μορφή, μέσα από μαζικές αυτοοργανωμένες εξεγέρσεις που θα οδηγήσουν σε μια κοινωνική επανάσταση βαθιά ριζωμένη μέσα σε κάθε άτομο, που οφείλει να γίνει τελικά πρωταγωνιστής της ζωής του.

Έτσι προέκυψε μια απόπειρα να οργανωθεί μια ελευθεριακή παράνομη δομή, η Azione Rivoluzionaria (Επαναστατική Δράση), η οποία εν συνεχεία διεξήγαγε πολυάριθμες επιθέσεις. Αυτή με τη σειρά της ξεσήκωσε έντονες συζητήσεις μέσα στο αναρχικό κίνημα: Είναι δυνατόν μια τέτοια δομή να εξελίσσεται με έναν αναρχικό τρόπο, ή απλά παρέχει μια ελευθεριακή ιδεολογική μυστικοποίηση της γνωστής κλειστής γκρούπας ειδικών, απλά με μη-σταλινικό περιτύλιγμα;

Αρκετές συνελεύσεις έγιναν, παρ’ όλα αυτά η αναρχική κριτική συνήθως ήταν φωνή βοώντος εν τη ερήμω. Η συζήτηση κρατήθηκε ζωντανή στις σελίδες μερικών απ’ τις εκδόσεις της εποχής. Η αναρχική επιθεώρηση Anarchismo ιδίως, ήταν ο φορέας μια ολοένα και πιο συγκροτημένης μεθοδικής κριτικής και, εμπνεόμενη από το εύρος των ανώνυμων δράσεων σαμποτάζ σε όλη τη χώρα, μικρών δράσεων που δεν απαιτούσαν κάποια ιεραρχική εξειδίκευση αλλά μόνο την προσωπική απόφαση μακράν της βαριάς ατμόσφαιρας εκδίκησης της σταλινικής ιδεολογίας που στόχευε στο χτύπημα στην καρδιά του Κράτους. Στην πραγματικότητα, οι κοινωνική και οικονομική αναταραχή εξελισσόταν με τέτοιο τρόπο, που περισσότερο απ’ όσο ποτέ απλωνόταν σ’ ολόκληρη τη χώρα, και δεν έζωναν πια μοναχά τις μεγάλες βιομηχανικές πόλεις όπως στα χρόνια του ’50 ή του ’60. Το ζήτημα των αριθμών “να οργανωθούμε πρώτα και μετά βλέπουμε” έγινε ορατό κάτω από ένα διαφορετικό φως, αυτό της πολιτικής, μακριά απ’ την πραγματικότητα της επαναστατικής αποτελεσματικότητας.

Φυσικά μια τέτοια εξέλιξη λάμβανε χώρα παράλληλα με τις εξελίξεις στην επιστήμη και την τεχνολογία, που πλέον εφαρμόζονταν σε κάθε σφαίρα της ζωής. Επίσης είδαμε αυτήν την εποχή μια ευρεία άρνηση του μιλιταρισμού, συγκεκριμένα της στρατιωτικής θητείας σε ατομικό επίπεδο. Οι αναρχικοί ήταν ξεκάθαροι σ’ αυτό το θέμα. Ενάντια στον πόλεμο, ενάντια στον μιλιταρισμό (οποιουδήποτε χρώματος) αλλά όχι εναντίον των όπλων που, παρόλο που δεν είχαν την κεντρική σημασία που αποκτούν για τα ένοπλα κόμματα (τους “ένοπλους βραχίονες του προλεταριάτου”), εξακολουθούν να είναι απαραίτητα για την επίθεση στον εκμεταλλευτή εχθρό. Δράσεις σ’ αυτόν τον τομέα, εκτείνονται από ολικές αρνήσεις της στρατιωτικής θητείας, λιποταξίες, εμπρηστικές επιθέσεις εναντίον στρατοπέδων, γελοιοποίηση της στρατιωτικής εικονογραφίας κλπ.

Τα χρόνια πέρασαν. Η ένοπλη επίθεση στο Κράτος με όρους κεντρικότητας έφτασε στο αδιέξοδό της και πολλοί από τους 5.000 συλληφθέντες των αρχών του ’80 άρχισαν να διαπραγματεύονται ατομικά με το Κράτος προκειμένου να γλυτώσουν από μια προοπτική δεκαετιών φυλάκισης που προέκυψε από μαζικές καταδίκες σε πολλάκις ισόβια. Έτσι άρχισαν να εμφανίζονται και οι πρώτες αποκηρύξεις (εδώ επικεντρώθηκε η τακτική των “μετανοημένων”, των “ανανηψάντων”. Είτε μετά από βασανιστήρια που μέχρι τότε επιφυλάσσονταν μόνο σε προλετάριους, ή από φόβο κι απόγνωση μπρος σε μια προοπτική ισόβιας κάθειρξης, συναισθήματα που υπήρξαν άμεση συνέπεια της τακτικής της στρατολόγησης έναντι της ώριμης ανοιχτής επιλογής στον ταξικό πόλεμο), οδήγησαν σ’ αυτή τη διάρρηξη μιας κατάστασης η οποία, αν έμενε συμπαγής, μπορεί να είχε αναγκάσει το Κράτος να βρει αυτό μια λύση, για τους δικούς του λόγους και για τις ανάγκες της γειτονίας του με Κράτη που έβαζαν πλώρη για μια οικονομικά ωφέλιμη ταξική ειρήνη, αφομοιώνοντας μέσω μιας ιεροποίησης των αγώνες του παρελθόντος. 5.000 άνθρωποι είναι πάρα πολλοί για να τους κρύψει κανείς κάτω απ’ το χαλάκι. Αντίθετα, ειδικά κελιά και φυλακές χτίστηκαν, νόμοι έκτακτης ανάγκης ψηφίστηκαν. Η πραγματικότητα της φυλακής γρήγορα έκαμψε τις ανταρσίες, τις μαζικές απόπειρες απόδρασης και τις εξεγέρσεις με εισαγωγές σε προγράμματα αναμόρφωσης των μετανοημένων πρώην αγωνιστών που υπέγραφαν τελικά την αποκήρυξη του ενόπλου αγώνα.

Ιταλία 1977: Μια έφοδος στους ουρανούς

Πηγή: η ιταλική επιθεώρηση “Insurrezione” – Νοέμβρης 1977

http://turbellaria.blogspot.com

Αν αφενός διεκδικούμε αναμφίβολα τον πλούτο των βίαιων κι ένοπλων εκφράσεων του κινήματος (της γενικευμένης κλοπής κι απαλλοτρίωσης ως κριτική της μισθωτής εργασίας, της ριζοσπαστικοποίησης της σύγκρουσης στο δρόμου, του σαμποτάζ κλπ) είμαστε αφετέρου πεπεισμένοι, ότι το πεδίο της βίας δεν μπορεί από μόνο του να συγκροτήσει μια ποιοτική στιγμή, μια στιγμή, με άλλα λόγια, που να χαρακτηρίζει τους νέους επαναστάτες ως τέτοιους. “Η ανυπομονησία να πάρουμε τα όπλα με κάθε κόστος σήμερα, στην πραγματικότητα καθυστερεί τη στιγμή στην οποία το προλεταριάτο ως όλον θα καταφύγει στα όπλα, επειδή περιμένει την καταστολή. Αυτοί που αλληλοσυγχαίρονται για την βλακώδη χρήση των όπλων δεν είναι η επαναστατική πρωτοπορεία, αλλά η τελευταία γραμμή της θεωρητικής και στρατηγικής συνείδησης”. (Μανιφέστο που μοιράστηκε στην Μπολώνια, στις 23 Σεπτέμβρη 1977 με υπογραφή: Ένωση για την μετάδοση της κολλητικής λύσσας).

Κατά τη γνώμη μας, είναι ακριβώς η κοινωνική αποσύνθεση που ωθεί προς ολοκληρωτικές επιλογές -ο ένοπλος αγώνας, ως μια ειδική και διαχωρισμένη διάσταση- που, περιορίζοντας την πολυπλοκότητα της σύγκρουσης σε μια βεντέτα μεταξύ αντιπάλων συμμοριών, εγκλωβίζεται σ’ ένα πεδίο όπου το κεφάλαιο μπορεί να διαχειριστεί προς όφελός του. Αν για παράδειγμα, όσον αφορά τις Ερυθρές Ταξιαρχίες, είναι δύσκολο να μη νιώσουμε μια συμπάθεια για το βαθμό στον οποίον καταφέρνουν μερικές φορές να γελοιοποιούν και να χτυπούν το Κράτος στο ίδιο το παιχνίδι του, δεν μπορούμε να ξεχάσουμε την απόσταση μεταξύ του νεοσταλινικού προγράμματός τους, γεμάτου μιλιταριστική ιδεολογία, από το σχέδιο της προλεταριακής επανάστασης, με το οποίο δεν έχει τίποτα κοινό.

Και στη βάση της αποτυχίας του κινήματος του ’68, μπορούμε να καταλάβουμε το παρόν κύμα τρομοκρατίας. Όταν, στις αρχές των 70es, η προοπτική μιας ολικής επανάστασης φαινόταν να απομακρύνεται, μερικές ομάδες το θεώρησαν εφικτό να καταστρέψουν το Κράτος, σε μια στρατιωτικού τύπου αναμέτρηση. Η ανικανότητα να αντιληφθούν πως κανένας ένοπλος βολονταρισμός όπως και τίποτα άλλο δεν μπορεί να λάβει τη θέση βηματοδότη του πραγματικού κινήματος, οδήγησε σε μια παρανοϊκή ιδεολογία-κολλάζ που συγχωνεύει διάφορα στοιχεία, από μια αφελή εξεγερσιακή τάση μέχρι υπερ-μπολσεβικικά χαρακτηριστικά, σε ένα αποτρόπαιο ποτ-πουρί. Στο ξεκίνημά τους, οι ένοπλες ομάδες τουλάχιστον αναλάμβαναν ως στόχο τους να δείξουν ότι το Κράτος δεν είναι άτρωτο, καθώς όμως όλο και γρηγορότερα η ορθολογικοποίηση του αστυνομικού μηχανισμού έκανε την καταστολή όλο και πιο ασφυκτική, σύντομα οι πρακτικές τους μετασχηματίζονταν σ’ έναν προσωπικό πόλεμο, αυτονομημένο από κάθε πραγματικό αγώνα. Επιπλέον, αυτό το τυπικό σλόγκαν “να χτυπήσουμε στην καρδιά του Κράτους”, συσκοτίζει τον πραγματικό στόχο: το κεφάλαιο, του οποίου το Κράτος δεν είναι παρά μια φαινομενική εκδήλωσή του.

Στην πραγματικότητα, οι ένοπλες ομάδες έγιναν ένα εμπόδιο για την ανάπτυξη του κινήματος, το οποίο κατέληξαν οι ίδιες (πχ οι Ερυθρές Ταξιαρχίες) να κατηγορούν ως αυθορμητιστικό και επιπόλαιο! Αυτοί οι κριτικισμοί φέρνουν στην μνήμη τους κλαυθμηρισμούς της επίσημης αριστεράς, της οποίας άλλωστε αυτοί οι άνθρωποι δεν αποτελούν παρά την ακραία πτέρυγά της. Ανεξάρτητα από τις προθέσεις και τις επαναστατικές περγαμηνές του κάθε ατόμου, ένα τέτοιο είδος ένοπλου αγώνα φυτεύει τους σπόρους της επαναφομοίωσης. Όχι μόνο και όχι τόσο, με την έννοια του αστυνομικού καννιβαλισμού, αλλά με την έννοια της μείωσης σε μια επαναλαμβανόμενη κι απόλυτα λειτουργική για την εξουσία εικόνα της επανάστασης ως μια απλή στρατιωτική αντιπαράθεση. Είναι αλήθεια ότι οι ομάδες της αυτονομίας δεν ταυτίζονται με τις Ερυθρές Ταξιαρχίες, όμως είναι επίσης αλήθεια κι ότι η άκριτη υποστήριξη της στρατιωτικοποίησης του κινήματος ενέχει τα ίδια προβλήματα.

Είναι εμφανές ότι το Κράτος θέλει να ωθήσει έναν μεγάλο αριθμό ανθρώπων στην παρανομία. Κάτι τέτοιο αντιστοιχεί με την μείωση του κινήματος στην στρατιωτική του διάσταση, όπου η εξουσία έχει ακόμα το πάνω χέρι, τουλάχιστον σ’ αυτήν τη φάση. Ομάδες όπως οι Ερυθρές Ταξιαρχίες, πιστεύουν ότι η στρατηγική τους βρίσκει ανταπόκριση. Και είναι σημαντικό ότι ο τελευταίος καιρός χαρακτηρίζεται από μια αύξουσα σύγχυση κι ένα είδος επιστροφής στον παραδοσιακό μιλιταρισμό που στιγματίστηκε απ’ την πιο ηλίθια τρομοκρατία (Casalegno και Acca Laurentia).

Είναι προφανές ότι οι παράνομες ομάδες αυτή τη στιγμή παίζουν στο πεδίο των αντινομιών μεταξύ κρίσης κι επανάστασης, μεταξύ μιας νεοσταλινικής διεύθυνσης κι ενός ριζικού μετασχηματισμού προς τον κομμουνισμό.

Parafulmini e controfigure

Γενάρης 1980

Αυτό το κείμενο είναι μια απάντηση στην προκήρυξη της Azione Rivoluzionaria “Σημειώσεις για μια εσωτερική κι εξωτερική συζήτηση” που δημοσιεύτηκε στο τεύχος 13-14 του περιοδικού Counterinformazione. Τα άρθρα “Parafulmini e controfigure” και “L.A.xC.=Nihil” συνιστούν μια άμεση απάντηση 2 συντρόφων στο κείμενο της AR. Μετά την άρνηση 2 εφημερίδων του κινήματος να δημοσιεύσουν τις κριτικές τους, κατέστη αναγκαίο να διαδοθούν αυτόνομα. Η μετάφραση των κειμένων στα αγγλικά, όπου μπορούν να βρεθούν στο http://pantagruel-provocazione.blogspot.com, είναι της Jean Weir.

Έχουμε εδώ τη δεύτερη έκδοση αυτού του φιλόδοξου μικρού βιβλίου που, στο σκοτάδι και χωρίς πολύ θόρυβο, σηματοδοτεί ένα αυθεντικό ξεκαθάρισμα της εξεγερσιακής τάσης μέσα στο ιταλικό αναρχικό κίνημα. Με αυτό εννοώ, ας είμαστε σαφείς, το επαναστατικό εξεγερσιακό αναρχικό, όχι τις προσδοκίες ενός γιγαντιαίου μαζικού κινήματος που μέλει να καταστρέψει το υπάρχον σύστημα, ή όσο απ’ αυτό είναι απαραίτητο να καταστραφεί μέσα σε μια μεγάλη νύχτα, προκειμένου να πάρουν τα πράγματα το δρόμο τους προς την αναρχική κοινωνία. Δεν υπάρχει κανένα ίχνος ενός τέτοιου τρόπου κατανόησης του εξεγερσιακού σ αυτό το βιβλιαράκι άλλου εκτός απ’ την αναβολή μέχρι τη γενίκευση της σύγκρουσης, η οποία θα μπορούσε κάλλιστα να μην επιφέρει τίποτα απολύτως -ή σε συνθήκες τρομακτικής καταστολής- να μην εξασφαλίζει ούτε καν ότι υπάρχει σήμερα. Έτσι, αυτές οι λίγες, πολύτιμες σελίδες σηματοδοτούν τα πρώτα βήματα που πρέπει να πάρουμε προκειμένου να φωτίσουμε ορισμένες κριτικές, που έχουν γίνει αυτή τη στιγμή απολύτως επείγουσες (1977), και αφορούν τις λεγόμενες ένοπλες οργανώσεις (μαχητικές ή οτιδήποτε).

Ελπίζω ότι αυτή η ανατύπωση θα είναι εξίσου χρήσιμη σε όλους όσους γεμάτοι συναισθηματική φόρτιση αποθεώνουν τον ρόλο του αντάρτη, ο οποίος, ενδεχομένως να ξεκινά με τις καλύτερες φιλοδοξίες, ωστόσο καταλήγει να παίρνει μια εντελώς απαράδεκτη τροπή. Αναφέρομαι συγκεκριμένα στην μεγάλη θεωρητική πρακτική εμπειρία της Azione Rivoluzionaria. Και η κριτική που εγείρεται εδώ ενάντια σε θέσεις που γρήγορα προέκυψαν μέσα στην οργάνωση αυτή, μετά από μερικούς μήνες δραστηριότητας και αναλυτικής σκέψης, έγινε εκείνη τη στιγμή, ενώ το σίδερο ήταν ακόμη καυτό, χωρίς υποχωρήσεις μπρος στους νεκρούς ή τους φυλακισμένους συντρόφους, ούτε στις ψευδαισθήσεις που περιστρέφονταν γύρω απ’ το “τώρα πυροβολούμε κι εμείς, άρα μπορούμε να τους “νικήσουμε” κι εμείς”.

Ο συγγραφέας αυτής της εισαγωγής (και μαζί με άλλους και του προαναφερθέντος βιβλίου), συμβαίνει να είναι αυτός που είχε γράψει το σύνθημα “μόνο πυροβολώντας νικάει κανείς”, και το προσυπογράφει, ακόμα και μετά την ποινή φυλάκισης 2,5 ετών το 1972 την οποία του κόστισε. Στην πραγματικότητα είναι όντως έτσι, πυροβολώντας που νικάει κανείς. Όμως τί σημαίνει νικάει; Ασφαλώς όχι κατακτάει, κερδίζει κάτι. Να νικάς, σημαίνει επίσης να ξεφορτώνεσαι έναν αριθμό εμποδίων απ’ το πεδίο της μάχης (ανθρώπους και αντικείμενα), προκειμένου να ξαναμοιραστεί το παιχνίδι, της δημιουργίας ενός νέου κόσμου ελεύθερου από κάθε εξουσία και την καταπίεσή της, ενός κόσμου που δεν μπορεί να προέλθει ολοκληρωτικά από την “νίκη” στο πεδίο αυτό, αλλά που χρειάζεται όπως φαίνεται πολύ περισσότερους αγώνες, αίμα, παρεξηγήσεις κλπ.

Μπορείς να νικήσεις μόνο πυροβολώντας, αν θεωρήσουμε ως νίκη αυτό το πρώτο, ταπεινό βήμα προς το ξεκίνημα ενός πραγματικά σπουδαίου, που όμως βρίσκεται αλλού, πέρα απ’ τους πολιτικού υπολογισμούς και τους ανταγωνισμούς δυνάμεων, πέρα απ’ την εκθαμβωτική δράση που μπορεί να μας συναρπάζει σήμερα, αλλά δεν μας πείθει εξ ολοκλήρου. Ο αγώνας που αναπτύσσεται προς την εξεγερσιακή, κι έπειτα επαναστατική γενίκευση, είναι κάτι που παίρνει πολύ καιρό και δεν μπορεί να κλειστεί στο πλαίσιο μιας “νίκης”.

Το ίδιο ισχύει και για τη λεγόμενη “προλεταριακή δικαιοσύνη”. Γύρισα πίσω σ’ αυτόν τον ορισμό αρκετές φορές, μιλώντας για την AR, και πρέπει να χουμε στο μυαλό μας ότι πρόκειτα για μια πεπερασμένη έννοια που, στην εποχή της, ήταν ενδεικτική της επείγουσας ανάγκης για μια πρακτική η οποία δεν ήταν σε καμία περίπτωση κεντρική: το να κολλήσουμε τους υπεύθυνους για συγκεκριμένες αδικίες στον τοίχο, χωρίς να επιδιώκουμε μέσω αυτού να εγκαθιδρύσουμε μια “αγνότερη” έννοια δικαιοσύνης (αντικειμενικά δικαστήρια, δίκαιους νόμους, λογικές ποινές: όλα τους σκουπίδια που δε σημαίνουν τίποτα κι ούτε μας ενδιέφεραν ποτέ), αλλά μόνο να αναλάβουμε ένα αδιάλλακτο καθήκον ξεκαθαρίσματος, ακόμα και σε μεγάλη κλίμα

κα, τη στιγμή κατά την οποία η γενίκευση του εξεγερτικού αγώνα είχε τεθεί σε κίνηση. Σε συνθήκες μιας ενδιάμεσης σύγκρουσης, αυτού του είδους η απάντηση σε συγκεκριμένες κατασταλτικές κινήσεις μπορεί να ιδωθεί σαν μια πρακτική μεγάλης σημασίας, αν μη τι άλλο σαν μια προετοιμασία για τα μελλοντικά, πολύ δυσκολότερα και πιο σύνθετα καθήκοντα. Εξ άλλου, ιδιαίτερα σ’ αυτό το “παραμελημένο” βιβλιαράκι μπορεί να βρει κανείς μια κριτική της έννοιας της “προλεταριακής δικαιοσύνης”, περιορισμένης και ορθώς κατά τη γνώμη μου, στην πιθανή σύγχυση με μια πιο εξειδικευμένη έννοια δικαιοσύνης, αυτής των δικαστηρίων, εννοώ αυτήν που “χτυπάει” τον καθέναν καθημερινά. Κι άλλα προβλήματα προκύπτουν. Το να “βγεις στην παρανομία”, όπως είπαμε παραπάνω, είναι το ένα απ’ αυτά. Το να κλειστεί κανείς στον εαυτό του σαν μύδι, κόβοντας την επαφή με την ανθρώπινη συνθήκη που είναι τόσο δύσκολο να επανορθωθεί, εν όψει των διαρκών προσπαθειών της εξουσίας να μας απομονώσει. Φυσικά, η εξειδίκευση, προκύπτει πάντα ως ο συντομότερος δρόμος για άμεσα αποτελέσματα. Είναι όμως αυτά τα αποτελέσματα όντως τα επιθυμητά; Χρειαζόμαστε όντως να κάνουμε συνεχώς “σαχ” για να δείξουμε πόσο ικανοί είμαστε; Το να αλλάζει κανείς ταυτότητα, τρόπο ζωής, στέκια, να χτίζει ένα φανταστικό σύμπαν γύρω του πλασμένο από επιβίωση και στρατιωτικού τύπου αποφάσεις είναι όλα εφικτά, όμως δεν μας στερούν κάτι στοιχειώδες; Αυτό που πραγματικά είμαστε, αυτό που πραγματικά θέλουμε να γίνουμε. Μου φαίνεται πως σήμερα αυτό το πρόβλημα, κι αυτά τα ερωτήματα βρίσκουν διαφορετικές απαντήσεις απ’ ότι σ’ αυτούς που έθεσαν το ζήτημα στο τέλος των 70es.

Αυτή είναι βεβαίως μια προφανής αλλαγή. Το να μην μπορεί να ευθυγραμμίζει κανείς τη ζωή του με αυτό που θεωρεί επαναστατικό σχέδιο είναι μια πραγματικά αντίξοη κατάσταση. Ζει κανείς έτσι σε μια φαντασιακή εκδοχή του τί θα αποτελούσε μια περιπέτεια με την πιο αυθεντική έννοια της λέξης. Αυτή είναι η κατάσταση που, αργά ή γρήγορα, οδηγεί στην μεταμέλεια και την αποκήρυξη. Η πληρότητα της ζωής που φαντασιωνόταν κανείς, εξαφανίζεται σαν τη φρεσκάδα μέσα από ένα κομμένο λουλούδι. Σε καιρούς σαν τον δικό μας, όταν γύρω μας υπάρχουν ακόμη σύντροφοι που έχουν μείνει με τη γεύση της πικρίας στο στόμα τους, θα πρεπε να σκεφτόμαστε περισσότερο. Τί έκαναν (κάποιοι απ’ αυτούς) με τις ζωές τους; Πέρα απ’ αυτό, επεκτείνεται το είδωλο. Η εικόνα που πρέπει να υπερασπιστεί με κάθε κόστος. Ο μικρός άγιος, η φίρμα, ο όρκος πίστης. Όποιος δεν πίνει νερό στ’ όνομά τους, δεν μπορεί να μιλάει. Πως τολμάει μια τέτοια προδοσία; Κι ύστερα, αν τους δείξουμε ότι δε γίνεται να προδόσεις κάτι με το οποίο δεν συμφώνησες ποτέ απ’ την αρχή, το απαστράπτον είδωλο κυριεύεται από ιερό μένος. Δεν έχουν κάτι να συζητήσουν, απλά ορκίζονται στην πίστη τους.

[…]

Έπειτα, έρχονται οι θεωρούμενες ως σημαντικές, ή ακόμα και σπουδαίες, μεγάλες δράσεις (όπως για παράδειγμα η απαγωγή του Μόρο), που γεμίζουν σελίδες και σελίδες εφημερίδων. Αν μια ειδική οργάνωση λαμβάνει μια τέτοια επιλογή, αντί να περιοριστεί σε “μικρές” δράσεις επίθεσης και σαμποτάζ, δεν είναι τόσο θέμα ανάλυσης ή επιλογής της οργανωτικής λειτουργίας ως πεδίο δράσης, όσο μια αναπόφευκτη εξέλιξη προς το οργανωτικό “κλείσιμο”. Αν οι μικρές δράσεις μπορούν εύκολα να γενικευθούν (όπως μπορούσε να δει ο καθένας στο τέλος των 80es και την αρχή των 90es), δε θα μπορούσαμε να πούμε το ίδιο για τις “κεντρικές” πράξεις, οι οποίες με την γεωμετρική απόσταση του μιλιταρισμού τους από τον κόσμο, το πολύ που μπορούν να περιμένουν δεν είναι παρά ζητωκραυγές απ’ το φιλοθεάμον πλήθος στις κερκίδες.

Η κριτική σχετικά με οποιοδήποτε οργανωτικό μοντέλο μιας ειδική αναρχικής ένοπλης οργάνωσης που σκιαγραφείται στο βιβλιαράκι αυτό (αλλά και σε άλλα γραπτά μου της εποχής που επίσης στιγματίζονταν στις “προκηρύξεις” της Azione Rivoluzionaria) είναι έγκυρη ακόμη. Εν πάσει περιπτώσει, πρόκειται για ζητήματα μεγάλης σημασίας και ανεξάντλητης επικαιρότητας, που θεωρώ πως θα πρεπε να απασχολούν εις βάθος κάθε σοβαρό σύντροφο.

Τεργέστη, 23 Δεκέμβρη 2000

Alfredo M. Bonanno

(στμ. το βιβλιαράκι έχει εκδοθεί στα ελληνικά με τίτλο “Ένοπλη πάλη και επαναστατικό κίνημα”)

Αλεξικέραυνα και κασκαντέρ

…για τον καθένα, που έστω και αργά, δέχθηκαν τον καταναλωτισμό στο ρόλο που προηγουμένως επεφύλασσαν στις πρωτοπορίες των διανοουμένων κι επιθυμούν να σταματήσουν, δεν υπάρχει άλλο απ’ το να εμπλακούν σε μια απελπισμένη και ξέφρενη κούρσα όλων των κέντρων του θεάματος: Να προσληφθούν ως ηθοποιοί ή να εισβάλουν στη σκηνή αυτοσχεδιάζοντας. Άμμισθα ανδρείκελα ή κομπάρσοι, και τελικά αναλώσιμοι, και σε κάθε περίπτωση ρευστοποιημένοι. Σ’ αυτό συνίσταται η πολυπόθητη και εξωραϊσμένη “ποιοτική” διαφοροποίηση. (G. Cesarano – G. Collu, Apocalisse e rivoluzione, Dedalo, Bari 1973, σελ. 93).

1. Το κίνημα του ’77 και το “αντάρτικο”

Η εκδίωξη του Lama απ’ το πανεπιστήμιο της Ρώμης, τον Φλεβάρη

του 1977 σηματοδοτεί την ιστορική ρήξη του ιταλικού προλεταριάτου με τις πολιτικές μαφίες που ισχυρίζονταν ότι το ελέγχουν και το αντιπροσωπεύουν. Μ’ αυτό το επεισόδιο, ένα νέο κίνημα εμφανίστηκε αιφνιδιαστικά, το οποίο ήταν ακατανόητο για την κατεστημένη εξουσία. Τα προηγούμενα χρόνια, το κεφάλαιο και τα επιτελεία του, είχαν δημιουργήσει in vitro δυο βασικά μοντέλα με τα οποία η αντιπολίτευση στη συμμαχία μεταξύ DC-PCI (χριστιανοδημοκράτες-κομμουνιστικό κόμμα) και το πρόγραμμά της λιτότητας και θυσιών προοριζόταν να ταυτιστεί: το πρώτο, σχεδιασμένο στο συνέδριο της Lotta Continua στο Ρίμινι και οι διαδηλώσεις της αντικουλτούρας των Circoli del proletariato giovanile (κύκλοι νεανικού προλεταριάτου) έτεινε στο καναλιζάρισμα της μάζας των νέων και των ανέργων προς διεκδικήσεις ενός ουσιαστικά πολιτιστικού χαρακτήρα. Το λιγότερο κακό για το σύστημα ήταν οι νέοι να παλεύουν για το δικαίωμά τους σε μια νέα ταυτότητα και για να τους αναγνωριστεί η ελευθερία σ’ ένα εναλλακτικό life-style, στο οποίο μπλέκονταν η ιδεολογία του τριπ, η σύγχυση των ναρκωτικών, το κλαψούρισμα για την περιθωριοποίηση και την “πτώση των αξιών”, η διεκδίκηση των πιο ανούσιων κι αντιφατικών δικαιωμάτων. Μερικές αναφορές στην αυτομείωση θα μπορούσαν ακόμη να συμπεριληφθούν σ’ αυτήν την ιδεολογία. Το μόνο πράγμα που σόκαρε τους δημοσιογράφους της  “L’Unità” και της “Corriere della sera” ήταν οι απαλλοτριώσεις όπου ο κόσμος έκλεβε σαμπάνιες και χαβιάρι, περιφρονώντας έτσι τα “πλαίσια” μες τα οποία η νεολαία θα μπορούσε να “ενωθεί”: οι ιδεολογικές και νεοχριστιανικές ηθικές αξίες του να είναι κανείς φτωχός, ολιγαρκής, σε κρίση. Στη σφαίρα αυτών των “νέων” ιδανικών οι μάζες της νεολαίας παραπονιούνταν και συζητούσαν διαρκώς, όχι τόσο προκειμένου να εξεγερθούν εναντίον τους καταστρέφοντάς τες, όσο για να επιβεβαιώσουν την διεγνωσμένη αξιοπρέπεια της υπαρξιακής συνθήκης τους και την ελευθερία να την στολίζουν με όσα φτερά και μάσκες θέλουν.

Ο άλλος πόλος αυτής της αντιπολίτευσης την οποία η εξουσία προετοιμαζόταν να εξουδετερώσει υπέρ της, ήταν η διαχωρισμένη και εξειδικευμένη μιλιταριστική πρακτική. Για αρκετό καιρό, οι κοινωνιολόγοι έλεγαν πως, με το χειροτέρεμα της οικονομικής και κοινωνικής κρίσης, την αύξηση της ανεργίας και την προοδευτική εγκληματοποίηση των δυνητικών εχθρών του μπλοκ εξουσίας της χριστιανοδημοκρατίας-κομμουνιστικού κόμματος, μια άνοδος της τρομοκρατίας θα έπρεπε να ληφθεί σοβαρά υπόψιν. Ο ιταλικός καπιταλισμός θα ήταν παραπάνω από πρόθυμος να δεχθεί μια τέτοια πρόκληση, όσο παρέμενε στο πεδίο μιας στρατιωτικής αντιπαράθεσης. Στην πραγματικότητα, μια τέτοιου είδους σύγκρουση (όπου μετά από ένα ξεσάλωμα μπορεί πάντοτε να περιοριστεί σε ένα απλό τεχνικό πρόβλημα, όπου οι δυνάμεις του κεφαλαίου είναι ανώτερες απ’ αυτές του εχθρού, απ’ το ξεκίνημα ακόμη), ακόμα κι αν σήμαινε μερικά ζόρια για ορισμενους κρατικούς λειτουργούς και μπάτσους, απ’ την άλλη παρείχε τόσα πλεονεκτήματα ώστε να την καθιστά το λιγότερο κακό, ασύγκριτα προτιμητέο απ’ τον κίνδυνο της αντιπολίτευσης ενός μαζικού κινήματος που κάνει χρήση παράνομης βίας.

Πρώτα απ’ όλα, ο ουσιωδώς θεαματικός χαρακτήρας των περισσότερων απ’ τις τρομοκρατικές επιθέσεις (ιδιαίτερα των φόνων: το κοινό λατρεύει το αίμα), παρέχει στο σύστημα την δυνατότητα να στρέφει ακόμα και τις πιο αξιοθρήνητες φιγούρες του κατασταλτικού μηχανισμού σε μεγάλες προπαγανδιστικές επιτυχίες. Επιπλέον, η εξέλιξη ενός περιορισμένο εμφυλίου πολέμου πιέζει όλους τους εχθρούς της εξουσίας να αποφύγουν τον πραγματικό καθημερινό πόλεμο στρεφόμενοι προς την παρανομία και να δώσει στο Κράτος την ευκαιρία να εξαπολύσει τη δική του τρομοκρατία σε πλήρη ισχύ, στα πλαίσια μιας διαρκούς κατάστασης πολιορκίας και γενικευμένης επιστράτευσης. Πάνω απ’ όλα, παγώνει το μεγάλο μέρος του πληθυσμού -τις μάζες, τον λαό, το προλεταριάτο, την κοινωνία, σε οτιδήποτε αναφέρονται οι ένοπλοι αντάρτες τέλος πάντων- καθηλώνοντάς το σ’ έναν ρόλο παθητικών θεατών, είτε υποστηρικτών (εξιταρισμένω

ν απ’ τις συναισθηματικές επιπλοκές και γοητευμένων καθώς ζουν τις δικές τους περιπέτειες με την φαντασία τους, ενώ στην πραγματικότητα αναπαράγουν τις ίδιες της συνθήκες της αδυναμίας τους), σε κάθε περίπτωση δεν είναι παρά παθητικοί δέκτες. Τελικά, η οικονομία των αντιμαχόμενων στρατοπέδων είναι καθ’ εαυτόν μια λειτουργική οικονομία, όπου ο καθένας απαιτείται να ταυτιστεί απόλυτα με την κατεύθυνση της κρίσης, ενώ δεν υπάρχει πιο τέλεια λαϊκή εντολή απ’ αυτήν που πραγματώνεται στους εκτελεστές και στα μπλόκα. Καθώς ο εχθρός μπορεί πάντα να κρύβεται στην επόμενη γωνία, ο καθένας κλείνεται στο σπίτι του, υπομένοντας μέχρι τη στιγμή που θα εξαπολύσει όχι το επαναστατικό πάθος, αλλά τη συμπιεσμένη οργή και την αλυσίδα των αντιποίνων. Στην Ευρώπη, το προηγούμενο της Β. Ιρλανδίας έχει ήδη επιδείξει το πώς η στρατιωτικοποίηση του αγώνα -επιθυμητή τόσο απ’τον IRA όσο κι απ’ τον στρατό κατοχής- δίνει οικονομικά και επιχειρισιακά το πάνω χέρι στο κεφάλαιο, καθαρίζει τους δρόμους από τις μαχητικές παρέες των νέων ανέργων και μπλοκάρει και διαχωρίζει τους εργάτες βάσει υπερφίαλων αιτημάτων.

Το κίνημα του ’77 διέψευσε ριζοσπαστικά όλα τα προγνωστικά των ειδικών του ιταλικού καπιταλισμού. Η επίθεση στον συνδικαλιστικό ηγέτη Lama είναι η έκφραση της ανεξέλεγκτης, αυθόρμητης και γενικευμένης βίας, που με θράσσος έτριξε όλα τα πολιτιστικά στεγανά και τις τυποποιημένες γενικεύσεις: οι “ινδιάνοι μητροπολιτάνοι” και οι αγωνιστές της Αυτονομίας, οι νέοι “χίππηδες” και οι οργανωμένοι εργάτες συναντιούνταν στην πράξη, πέρα απ’ τις ειδικές κοινωνιολογικές κατηγοριοποιήσεις τους -που για τους επαναστάτες δεν έπρεπε να τονιστούν αλλά να ξεπεραστούν- όπως ακριβώς το προλεταριάτο, ως ιστορική κίνηση που καταστρέφει και ξεπερνά το κεφάλαιο και την σχιζοφρενική κοινωνία που παράγει αυτό. Ο εφιάλτης κάθε εξουσιαστικής δομής παίρνει σάρκα και οστά: οι προλετάριοι συναντιούνται χωρίς διαμεσολαβητές, παίρνοντας την ευθύνη στα χέρια τους για την επίλυση των προβλημάτων τους, και αρνούμενοι όλους αυτούς -εργατοπατέρες, σταλινικούς γραφειοκράτες, ένοπλες μικροομάδες και ιδεολόγους της αντικουλτούρας- που ισχυρίζονται ότι μιλούν στ’ όνομά τους, και ξεκινούν να οργανώνονται συλλογικά. Εδώ, σε αντίθεση με τις αυτοαποκαλούμενες πρωτοπορείες και τους πολιτικούς ειδήμονες, των κίνημα των ανεξέλεγκτων εργατών βρίσκει τους φυσικούς του συμμάχους και συντρόφους, στους νέους ανέργους, στον όχλο των προαστείων και των πανεπιστημίων.

Η διεφθαρμένη συμπαιγνεία του “ιστορικού συμβιβασμού” (χριστιανοδημοκράτες και κομμουνιστικό κόμμα) υποφέρει από τα χτυπήματα ενός μαζικού κινήματος που είναι βίαιο και οπλισμένο. Αυτό το κίνημα, που μόλις έναν μήνα μετά την επίθεση στην πορεία του Lama, εξεγέρθηκε στις 12 Μάρτη στη Ρώμη και την Μπολόνια, και μέσα από τη βία του έδειξε την ολική του απόρριψη όχι μόνο στις κλαψιάρικες προβληματικές των σπεσιαλιστών του “προσωπικού” και της προβλέψιμης “ειρωνίας” τόσο πολλών φιλόδοξων “δημιουργικών” διανοουμένων, όσο και στη λογική των παράνομων ένοπλων οργανώσεων.

Απ’ τις σελίδες του τελευταίου τεύους της “Controinformazione”: Η Azione Rivoluzionaria κατηγορεί την εφημερίδα “Insurrezione” για την αποκάλυψη της πλήρους ασυμβατότητας μεταξύ των εξεγερμένων του Μάρτη και των ειδικών της ένοπλης πάλης: “…το κίνημα του ’77 δεν εμφανίστηκε απ’ το πουθενά, έχει μια ιστορία πίσω του η οποία επιρρεάστηκε, είναι αδιαμφισβήτητο αυτό, από τις δράσεις του ανταρτοπολέμου. Αν οι άνθρωποι στη Ρώμη είχαν περιοριστεί στην ειρωνία, ο Lama θα είχε δώσει τη διάλεξή του στο πανεπιστήμιο και αυτό που έμεινε τελικά ως ιστορικό συμβάν, ο διωγμός του Lama απ’ το πανεπιστήμιο, δε θα ήταν σήμερα παρά μια ομιλία με μερικές ενοχλήσεις, ακόμα κι έξυπνες, αυτό που θα έμενε θα ήταν μια πορεία, και κατ’ επέκταση μια νίκη για τον Lama και τους ομοίους του. Είναι δύσκολο να διαχωρίσουμε το κίνημα του ’77 με όλα όσα λέχθηκαν και ειπώθηκαν όλα αυτά τα χρόνια, ιδιαίτερα από τις ένοπλες ομάδες και το αυτόνομο αντάρτικο”. (Azione Rivoluzionaria, Σημειώσεις για μια εσωτερική κι εξωτερική συζήτηση στο “Controinformazione”, τεύχος 13-14, Μάρτης 1979 σελ. 90).

Μακράν του να περιοριστούμε στην ειρωνία, χιλιάδες αγωνιστές δε δίστασαν να πάρουν τα όπλα μόνοι τους όταν αυτό έγινε αναγκαίο, λεηλατώντας τα οπλοπωλεία στις 12 Μάρτη, ενώ οι ένοπλοι αντάρτες ανησυχούσαν μήπως καταρριφθούν οι κριτικές τους γι αυτές τις εκδηλώσεις ως “αυθορμητισμούς” και “χαβαλέ”, με άλλα λόγια ξέφευγαν από τον έλεγχό τους κι έρχονταν σε έμπρακτη αντίθεση με κάθε ανάθεση για την επίλυση των προβλημάτων τους σε ειδικούς, κι ιδιαίτερα στους ένοπλους τέτοιους.

Η εξουσία δε χρησιμοποίησε διαφορετικά ερμηνευτικά σχήματα απ’ αυτά που εφάρμοσε στους ένοπλους αντάρτες της AR: για ολόκληρο το ’77, προσπάθησε να αντιπροτείνει τις δυο προκατασκευασμένες ταυτότητες -της αντικουλτούρας και του μιλιταρισμού- που το κίνημα είχε ήδη αρνηθεί, επιδιώκοντας να φέρει σε αντίθεση ένα “δημιουργικό” πνεύμα με ένα “μαχητικό” χέρι του κινήματος. Καθ’ αυτόν τον τρόπο, πολιτικοί, δημοσιογράφοι και κοινωνιολόγοι, που ως συνήθως δεν καταλάβαιναν την τύφλα τους απ’ την πραγματικότητα, αλλά ως αντίκρυσμα προσπάθησαν, αφενός να χειραγωγήσουν τους εξεγερμένους της αντικουλτούρας -το νεολαιϊστικο κίνημα, τους ινδιάνους μητροπολιτάνους, τις φεμινίστριες κλπ- ενάντια στην ανάπτυξη μιας αποφασιστικότητας και συνοχής του επαναστατικού κινήματος, και στην άλλη να πιστοποιήσει την ηλιθιότητα των συνομωσιών των παραθρησκευτικών και παραστρατιωτικών οργανώσεων. Το κίνημα γνώριζε πώς να φωνάζει μες τα μούτρα όλων των πληρωμένων γραφιάδων που το παρατηρούσαν, αυτό που πραγματικά ήταν: ΜΑΛΑΚΕΣ!

Ως προς αυτό, ούτε οι πολιτιστικές πρωτοπορείες ούτε οι ένοπλες τέτοιες ήταν ικανές να διαχωριστούν απ’ τους υπηρέτες της εξουσίας, στην κατανόηση της πραγματικότητας. Ακόμα λιγότερο, μπορεί να ειπωθεί σήμερα ότι οι κριτικές της AR ήταν έξυπνες: “…είναι πιθανό να κάνει κανείς την αντίθετη υπόθεση: το κίνημα θα είχε τσακισθεί στις ρίζες του, στα κοινωνικά κέντρα, στις εφημερίδες, τους ραδιοσταθμούς του, αν το αντάρτικο δεν είχε δράσει σαν αλεξικέραυνο, τραβώντας ολόκληρο τον κατασταλτικό μηχανισμό πάνω του” (οπ.π. σελ. 90)

Στο πρόσφατο κύμα συλλήψεων κατά της Autonomia Operaia (Εργατική Αυτονομία), αγωνιστές που κατηγορούνταν για την απαγωγή του Μόρο, ξεκαθάρισαν την κατάσταση απ’ όλες αυτές τις ανοησίες, έχει σημασία λοιπόν για ένα λεπτό να εξετάσουμε την πιο φιλόδοξη απ’ όλες τις ενέργειες του αντάρτικου πόλης, την απαγωγή του Μόρο. Σύμφωνα με την Azione Rivoluzionaria, για την απόπειρα αυτήν, της οποίας “η ουσία έγκειται στην ικανότητα του επαναστατικού κινήματος ως όλον (και των Ερυθρών Ταξιαρχιών ως μέρος του κινήματος) να καταφέρουν ένα χτύπημα στην καρδιά” (οπ.π. σελ.88). “Το παράνομο κίνημα πλήρωσε το τίμημα του ψυχολογικού πολέμου που εξαπόλυσε, την καχυποψία, το κυνήγι του ταξιαρχίτη, την έξαρση της αστυνομοκρατίας” (οπ.π. σελ. 89). Εκτός από αδιαμφισβήτητο, το γεγονός ότι με τη δολοφονία του Μόρο η εξουσία δικαιολόγησε εκατοντάδες επί εκατοντάδων συλλήψεις, κατηγορίες και προφυλακίσεις εις βάρος του κινήματος, και περιοριζόμενοι στο να υπενθυμίσουμε ότι το μόνο συνεκτικό αίτημα κεντρικής κατασταλτικής σημασίας από το κομμουνιστικό κόμμα προς την κυβερνώσα χριστιανοδημοκρατία είχε να κάνει με το κλείσιμο των στεκιών και τη σύλληψη μιας σειράς αγωνιστών -οι οποίοι κατονομάζονταν πλήρως από το κόμμα- της Εργατικής Αυτονομίας στη Ρώμη, οι Ερυθρές Ταξιαρχίες είχαν γυρίσει το χτύπημα “στην καρδιά” της επαναστατικής τάσης που επέμενε, ακόμα και υπό πίεση, στη Ρώμη, για πάνω από ένα χρόνο, να φέρνει το θέαμα ή τα σύμβολα του επαναστατικού αγώνα στην προσοχή του καθενός. Στο απίστευτο κλίμα εκείνων των ημερών, που έγινε αντιληπτό από τους επαναστάτες ως αδιανόητο, δηλαδή ακατανόητο, μη αντιληπτό, κατέστη εφικτό να καθηλωθούν οι μάζες ξανά στην παθητικότητά τους, σαν να παρακολουθούν ένα έργο. Μετά από έναν χρόνο αποφασιστικών αγώνων από υποκείμενα που δρούσαν αυτόνομα σε μια καθημερινή πραγματικότητα κοινή στον καθένα, κλείστηκαν στον εαυτό τους, στο έλεος εξωτερικών δυνάμσεων που συνέπαιρναν όχι μόνο τη θέληση αλλά και τη συνείδηση του καθενός, τραβώντας τη σ’ αυτές. Παγιδευμένοι ανάμεσα σ’ αυτές τις δυο ακραίες δυνάμεις, ο καθένας πιεζόταν να διαλέξει πλευρά, υπό την πίεση ενός αυθεντικού εκβιασμού: ο καθένας έπρεπε να διαλέξει ποιός τον αντιπροσωπεύει. Αν το Κράτος θα μπορούσε να επιβάλει τον δικό του διαβόητο εκβιασμό στον καθένα (“με μας ή με την τρομοκρατία”), ή αν θα ονειρευόταν όπως του ζητούσαν οι Ερυθρές Ταξιαρχίες: να τους χειροκροτάει, ή ακόμα, να προχωρήσει στην πλέον “ριζοσπαστική” επιλογή και μια μέρα να εισέλθει στον κόσμο των ηρώων. Αυτό ήταν το μήνυμα των Ερυθρών Ταξιαρχιών: καταταγείτε, ή τουλάχιστον καθήστε σπίτι, δείτε τηλεόραση και χειροκροτήστε, αυτό ήταν πάντοτε το μήνυμα των ένοπλων οργανώσεων. Η απαγωγή του Μόρο απλώς το έφερε στα σπίτια όλων, υποχρεώνοντας έτσι όσους ήθελαν να μείνουν πιστοί στην επαναστατική τους υποκειμενικότητα να το αρνηθούν ριζοσπαστικά.

2. Η “Λαικό-μετωπική” ιεραρχία της ένοπλης οργάνωσης

Ηθοποιοί και κασκαντέρς. Με άγαρμπο ζήλο, η AR κάνει τον εκβιασμό που απέκρυβε πάντοτε η πολιτική-γραφειοκρατική γλώσσα των Ερυθρών Ταξιαρχιών, φανερό: “Η κριτική κριτική που τείνει να απομονώνει το αντάρτικο από το κίνημα είναι απόλυτα λειτουργική στο σχέδιο της καταστολής που χρησιμοποιεί βία ενάντια στο αντάρτικο και κριτική για να το απομονώσει. Η “κριτική κριτική”, που γνωρίζει τα πάντα, δε γνωρίζει πως με την απομόνωση του αντάρτη προετοιμάζει τις συνθήκες για τη δική της ώθηση στην παρανομία, εκτός αν το κεφάλαιο, μες την μεγαλειώδη εφευρετικότητά του, όπως ακριβώς δε ξέρει σήμερα πώς να αναγνωρίσει τους φίλους του και τους βασανίζει, σκοτώνει, καταδιώκει τους τρομοκράτες, αύριο δε θα ξέρει να αναγνωρίσει τον μόνο εχθρό του, την κριτική κριτική και του εξασφαλίσει θέσεις κι αξιώματα” (οπ.π. σελ. 90). Χωρίς να ασχοληθούμε με τον χριστιανικό κρετινισμό αυτών που ζουν για να δουν την αλήθεια της πίστης τους να αποδεικνύεται μέσα απ’ τα μαρτύρια των πιστών της, αυτό που μας έρχεται στο μυαλό, διαβάζοντας αυτό το θλιβερό κείμενο, είναι ο εκβιασμός που εξαπολύει εδώ και 50 χρόνια ο σταλινισμός ενάντια σε κάθε διεθνιστική αντιπολίτευση (ο ίδιος εκβιασμός που εξαπόλυσε ο Λένιν ενάντια στην Κροστάνδη και ολόκληρη την Εργατική Αντιπολίτευση): “Η Ρωσσία, η πατρίδα του σοσιαλισμού, απειλείται απ’ τους ιμπεριαλιστές και για να την υπερασπιστούμε χιλιάδες προλετάριοι απ’ όλον τον κόσμο θυσιάστηκαν. Οπότε, αν ασκείς κριτική στη Ρωσσία, είσαι υποχείριο πολιτικών παραγόντων, χρήσιμος στον ιμπεριαλισμό, ή ακόμα καλύτερα δεν είσαι τίποτα, παρά ένα προκάλυμμα, ένα φερέφωνο του διεθνούς φασισμού”. Η Azione Rivoluzionaria αναπτύσσει την ίδια συλλογιστική ενάντια σ’ όποιον κριτικάρει τον ένοπλο αγώνα σ’ ένα κείμενο που δεν κάνει καμία κριτική στους σταλινικούς των Ερυθρών Ταξιαρχιών, προφανώς συμμάχων στην κατεύθυνση της οικοδόμησης του αντάρτικου.

Η συνενοχή των αναρχικών στην αντεπανάσταση στην Ισπανία το 1936-7, αποδεικνύει με τρανταχτά παραδείγματα, ότι όποιος ανακατεύεται με τα πίττουρα τον τρών οι κότες, κι όποιος συμμαχεί με τους σταλινικούς, μαθαίνει να συκοφαντεί τους επαναστάτες. Όπως και στην Ισπανία, υφίσταται σήμερα στην Ιταλία ένα Λαϊκό Μέτωπο, μειοψηφικό και παράνομο φυσικά, το οποίο ελπίζει, όπως αυτό του παρελθόντος, να γίνει πλειοψηφικό και να ‘ρθει στην εξουσία, να κλείσει στις γραμμές του το επαναστατικό προλεταριάτο. Ακόμα και μια ελάχιστη γνώση των επαναστάσεων και των αντεπαναστάσεων του παρελθόντος, αποσαφηνίζει ότι μέσα σε κάθε λαϊκό μέτωπο υπάρχουν πολύ συμπαγείς ιεραρχίες που αντανακλούν τις διαφορετικές ειδικές βαρύτητες των οργανώσεων που τα αποτελούν. Για παράδειγμα, στην Ισπανία του 1936-7, το μικρό κομμουνιστικό κόμμα, είχε τεράστια εξουσία εντός του Λαϊκού Μετώπου, ανώτερη απ’ αυτήν των αναρχικών, ακόμα κι αν οι τελευταίοι ήταν η κύρια δύναμη του ισπανικού προλεταριάτου. Το σημερινό μέτωπο των ενόπλων οργανώσεων έχει ένα ουσιαστικά θεαματικό αποτέλεσμα: Γι’ αυτόν τον λόγο το θέμα που τίθεται δεν είναι το μοίρασμα των υπουργείων μιας αντεπαναστατικής κυβέρνησης, αλλά της εσωτερικής ιεραρχίας: Ενώ ο ρόλος των πρωταγωνιστών και των μεγάλων αστέρων κερδίζεται επάξια απ’ τους σταλινικούς, δεν μένει για τους αλλόκοτους ελευθεριακούς της AR παρά ένας ρόλος κασκαντέρ. Πρωτοσέλιδα και επευφημίες των παθητικών θαυμαστών για τους ταξιαρχίτες, απώλειες και τρέξιμο για τους αναρχικούς.

3. Κριτική της καθημερινής ζωής

“Η μόνη (κι ας μας συγχωρεί η κριτική κριτική εδώ) πραγματική αυτονομία είναι στο ένοπλο εγχείρημα ενάντια σε κάθε όψη της κοινωνικής ζωής, στη συγκρότηση ενός δικτύου αντίστασης κι επίθεσης στα ζωτικά κέντρα της εκμετάλλευσης και του θανάτου, στο να ζει τη ζωή του κανείς στο έπακρο, γνωρίζοντας ότι είναι ήδη μόνο εν μέρει εκτός της αιχμαλωσίας του κεφαλαίου, μόνο αυτός είναι ο δρόμος της πραγματικής απελευθέρωσης. Όμως ακόμη, κι εδώ, στο επίπεδο του δρώντος υποκειμένου, όπως και στο κοινωνικό επίπεδο, είναι απαραίτητο να γκρεμίζει κανείς τις γέφυρές του με την καθημερινή κανονικότητα, δημιουργώντας μια κατάσταση χωρίς επιστροφή, να περάσει στην παρανομία” (οπ.π. σελ. 90). Έτσι περιεργάζονται οι ένοπλοι αντάρτες της Azione Rivoluzionaria την κριτική της καθημερινής ζωής. Έχουμε ήδη δείξει πως, στην πραγματικότητα, η “στρατηγική επιλογή της παρανομίας” δεν προσέφερε καμμία “απελευθέρωση” εκτός απ’ την ελευθερία να αναλάβουν τον καταστροφικό ρόλο του κασκαντέρ. Είναι αντίθετα, η ριζοσπαστική κριτική, την οποία η AR στα κείμενά της (όπου μεταξύ άλλων αντιγράφει όλες τις κριτικές θεματικές της “Insurrezione”, προσθέτοντας απλώς μερικές προσβολές για την ίδια την πηγή τους, στην οποία καταλογίζει θέσεις πλήρως επινοημένες) προσπαθεί να αφομοιώσει ορισμένες θέσεις, για παράδειγμα, του Vanegeim, ο οποίος ουδέποτε έχει εκφράσει την οποιαδήποτε συμπάθεια για την πολιτική τρομοκρατία, κι έχει αντιθέτως καταπολεμήσει σκληρά τις θέσεις των ένοπλων διαμεσολαβητών, σαν αυτές του κειμένου της Azione Rivoluzionaria. Είναι σαφές λοιπόν, ότι όταν μια πρακτική που αυθαίρετα τοποθετεί τον διαχωρισμό της στη “στρατηγική επιλογή της παρανομίας” υιοθετεί θέσεις άλλων, για παράδειγμα αναφορικά με την κριτική της καθημερινής ζωής, γίνεται με μόνο σκοπό την επαναφομοίωσή τους.

Η μόνη ριζοσπαστική θέση που μπορεί να πάρει κανείς σήμερα, αυτών που απ’ τη θέση τους στην κοινωνία (την κατάσταση στην οποία αυθόρμητα και ειλικρινά αναπτύσσουν τις κοινωνικές τους σχέσεις, την επικοινωνία, την αγάπη, τη φιλία) υφίστανται έναν πραγματικό πόλεμο -καθημερινό και χωρίς καταφύγια- ενάντια στο κεφάλαιο και τους επαναφομοιωτές του. Αυτό σημαίνει πάνω απ’ όλα, αγώνα ενάντια στην οργάνωση της ζωής του καθενός όπως αυτή ρυθμίζεται από τον κόσμο των εικόνων, του θεάματος, κατ’ επέκταση αγώνας ενάντια στους αφομοιωτές των κωδικών συμπεριφοράς που το κεφάλαιο διαρκώς παράγει, ανανεώνει και διαδίδει. Αν θέλουμε να ‘μαστε επαναστάτες, δηλαδή, αν θέλουμε να ζήσουμε την εφικτή περιπέτεια της ζωής σύμφωνα με τα υλικά μας πάθη και τις ζωτικές μας αισθήσεις, σημαίνει να αρνηθούμε ριζοσπαστικά κάθε τάυτιση με τις κοινωνικές κατηγοριοποιήσεις του κεφαλαίου, με κάθε ταυτότητα, κάθε προσχεδιασμένη και φαντασιακή μάσκα, που αποκρύπτει και μυστικοποιεί τη δυναμική της ζωής. Με το να αντιλαμβανόμαστε τους εαυτούς μας ως σώματα σε κίνηση, να αναγνωρίζουμε τα πάθη μας ως έχουν, δηλαδή ακαταδάμαστα στην κοινωνία των συμβόλων και της οργάνωσής τους, και με το να οπλιζόμαστε εναντίον τους, πραγματώνεται η πιθανότητα για τον καθένα να βρει την αίσθηση μιας μοναδικής και συγκεκριμένης ζωής. Και είναι σ’ αυτό το σημείο που η αναγκαιότητα παρουσιάζεται και μαζί της φέρνει τη δυνατότητα επικοινωνίας του ένοπλου εγχειρήματος ενάντια στο κεφάλαιο και ζει στην κοινότητα που μας περιβάλλει. Κάθε συνεκτική επαναστατική πράξη που αναγνωρίζει το ψεύδος όλων των κοινωνικών ταυτοτήτων που προτάσσει το κεφάλαιο, και τις αντιμάχεται όλες τους, έχοντας συνείδηση πως όλες τους, στην πιο βίαια και αποκομμένη μορφή τους είναι απολύτως παράνομες για το κεφάλαιο, γνωρίζει πως δεν μπορεί να βρίσκεται εκεί. Ασφαλώς, όποιος το βιώνει αυτού απ’ έξω, με έμμεσους ή γεωγραφικούς όρους, δεν μπορεί να έχει την παραμικρή ιδέα για το που βρίσκεται: Δεν υπάρχει άλλο πεδίο μάχης απ’ τον κόσμο που κυριαρχείται συνολικά απ’ το κεφάλαιο, εντός κι εκτός των ατόμων, κι απ’ τον κόσμο αυτό, απ’ αυτήν την μάχη, δεν υπάρχει έξοδος διαφυγής. Όποιος συνειδητά πολεμάει στον πραγματικό πόλεμο τόσο εντός όσο κι εκτός του, μπορεί να βρει σε ορισμένες περιπτώσεις την παρανομία μπροστά του ως αναπόφευκτη αναγκαιότητα, αλλά πάντοτε παραμένει ένα ακόμη εμπόδιο στην μάχη, όσον αφορά τη διαφάνεια και τη συνοχή. Αυτοί που άφησαν την “κανονική” κοινωνική τους ταυτότητα επιλέγοντας μια πιο ηρωική και θεαματικά υπεραξιοποιημένη, αυτή του “ένοπλου αντάρτη”, κρυφά απ’ το πραγματικό κίνημα όσο κι απ’ την αστυνομία, βρίσκουν τους εαυτούς τους σήμερα, χάρη στα παιχνίδια της θεαματικής οπτικής, όχι απλά μπρος στις κάνες των εκτελεστικών αποσπασμάτων, αλλά και μπρος στις κάμερες των καναλιών, στο κέντρο του θεάματος. Ότι ξεκίνησε ως αγώνας ενάντια στην αξία, κατέληξε η υπέρτατη αξιοποίηση, της προσωπικότητας του αντάρτη, της ύψιστης αυτοθυσίας που μπορεί να απαιτεί η παραγωγή αξίας. Όπως δηλώνουν και οι περίεργοι ελευθεριακοί της Azione Rivoluzionaria, είναι αλήθεια ότι η εξάπλωση της μιλιταριστικής αντάρτικης πρακτικής εκ-δημοκρατίζει σήμερα αυτήν την ικανότητα αυτο-αξιοποίησης: “Κάθε χωριό, κάθε πόλη, αποκτά τώρα τη σκηνή και τους πρωταγωνιστές της. Η βία είναι ένα θέαμα διαθέσιμο σε όποιον έχει τη θέληση” (οπ.π. σελ. 90). Με τον ίδιο τρόπο, αλλά από μια αντίθετη οπτική γωνία, αληθεύει ότι η επαναστατική βία, αν επιθυμεί να είναι τέτοια, οφείλει να καταστρέψει κάθε σκηνή και κάθε θέαμα, και γνωρίζει πως σε όλους τους ηθοποιούς βλέπει τους φυσικούς εχθρούς της αλήθειας και του ξεπεράσματος.

Μάης 1979

(αλιεύτηκε από Πρακτορείο rioters, rioter.info)

Categories
Ελληνικά / Greek

Και Τα Οδοφράγματα Να Παίρνουνε Φωτιά…

Μια πολιτική ιστορία αγάπης

-περιλαμβάνει σοκαριστικές σκηνές από το Black Bloc!!!!!

Μη το χάσετε!

 

«Είχα υποσχεθεί αιώνια πίστη στην Επανάσταση αλλά μετά βρέθηκε Αυτή στο δρόμο μου»

«Έδειξε με το δάχτυλό του το δρόμο προς την Επανάσταση. Εγώ απλώς του έδειξα το μεσαίο δάχτυλο»

 

Ή αλλιώς: πιθανές ετεροφυλοφιλικές σχέσεις σε καιρούς – και χώρους- ριζοσπαστικών πολιτικών αγώνων.

 

Κεφάλαιο Πρώτο

 Οι άντρες διδάσκονται. Διδάσκονται να είναι σκληροί και διδάσκονται να είναι περήφανοι που είναι άντρες. Το να είσαι άντρας σημαίνει per se το να είσαι σκληρός, ανώτερος, κυρίαρχος μέσα σε ένα κόσμο που παραμένει συντονισμένος στο πρότυπο του «αφέντη και δούλου».

Μια φορά και ένα καιρό υπήρχε ένας Άντρας που ισχυριζόταν ότι ασχολούνταν με την πολιτική για την απελευθέρωση των ανθρώπων από την εξουσία και την καταπίεση- ένας επαναστάτης λοιπόν. Το πλήρες όνομά του ήταν Λευκός Ετεροφυλόφιλος Άντρας. Τα πάντα πάνω σε αυτόν τον Άντρα ήταν πολύ «σκληρά», τόσο που θα μπορούσε να είναι η απόλυτη προσωποποίηση του Ανδρισμού σε ένα από αυτά τα σοφά (ή μήπως ύπουλα;) αρχαία παραμύθια. Τα ρούχα του ( μπλακ μπλοκ στυλ ενδυμασίας, full face στο πρόσωπο- ακόμα και για ασήμαντα περιστατικά πράγμα που τον έκανε να δείχνει αρκετά γελοίος, αν και κανένας από τους συντρόφους του δεν τολμούσε/ενδιαφερόταν να του το πει, ακριβά στρατιωτικά άρβυλα κτλ), τα χόμπι του (να πίνει τόνους μπύρας κάθε βράδυ- μερικές φορές και κατά τη διάρκεια της μέρας καθώς οι σκληροί άντρες δεν μεθάνε ποτέ πολύ), η συμπεριφορά του προς τις γυναίκες (= η κατάκτησή τους). Ας δούμε εν συντομία το σχέδιό του «Γυναίκες: Πέντε απλά βήματα για την επιτυχία»- που θα μας δώσει και μια γεύση της φυλετικής ταυτότητας που είχε αναπτύξει όλα αυτά τα χρόνια

  •  Αρχικά εμφανιζόταν ως ο σκληρός αδιαπραγμάτευτος πολεμιστής, ψυχρός και απόμακρος, πετώντας σαν αετός πάνω από το θύμα του και υπολογίζοντας την επόμενη κίνηση του.
  • Κατά δεύτερο (βλέμμα) έδειχνε το ενδιαφέρον του ανοίγοντάς της πολύ την καρδιά του (ή μήπως το στόμα του;) ώστε να την προσελκύσει στον ηρωικό του κόσμο.
  •  Κατά τρίτο θα περνούσαν παθιασμένες στιγμές μαζί στα οδοφράγματα (αυτό μπορεί να ποικίλλει ανάλογα με τις περιστάσεις. Σε περιπτώσεις κοινωνικά υποτονικών ιστορικών στιγμών, οι παθιασμένες στιγμές μπορούν να μοιραστούν στο εναλλακτικό μπαρ της περιοχής και περιλαμβάνουν εντυπωσιακές ποσότητες μπύρας)
  • Έπειτα, εξουθενωμένος από τον κοινωνικό αγώνα, μεταμορφωνόταν στο μοναχικό απροστάτευτο αγόρι που περιπλανιέται μέσα σε ένα σκληρό κόσμο, ψάχνοντας ένα τρόπο να ξαναγυρίσει στη μήτρα της μάνας του.
  • Επιτέλους ήταν νικητής. Από δω και μπρος θα το αποδείκνυε με διάφορες πράξεις αρρενωπότητας, όπως το να συντροφεύεται από τη κοπελιά του σε κοινωνικές εκδηλώσεις, βλέποντάς την όποτε του κάπνιζε, επιδεικνύοντάς την στους φίλους του (που τώρα μπορούσαν να φάνε τη σκόνη του, αφού ήταν ο καλύτερος, έτσι δεν είναι;), νευριάζοντας μαζί της στο βαθμό του να παραφέρεται όποτε δεν υπάκουε στη θέληση του Αφέντη της. Πολύ φυσιολογικά πράγματα λοιπόν

Και όλα αυτά σε καιρούς ριζοσπαστικών πολιτικών αγώνων.

 Κεφάλαιο Δεύτερο

 Οι γυναίκες είναι αδύναμες. Διδάσκονται να είναι αδύναμες, υπάκουες, σιωπηλές και πολλά άλλα πράγματα- γοητευτικές, σέξι, σκύλες, «κοριτσάκια» και… κατά ένα τρόπο να νιώθουν ντροπή που δεν είναι «τίποτα παραπάνω από κακόμοιρες γυναίκες». Δεν χωράει συζήτηση ότι όλα αυτά και άλλα πολλά μπορούν να κρυφτούν πολύ καλά πίσω από διάφορες κοινωνικές τάξεις, τρόπους ζωής και κουλτούρες. 

Η γυναίκα της ιστορίας μας. Δεν θα μπούμε σε πολλές λεπτομέρειες για το παρελθόν της- ποιος νοιάζεται έτσι και αλλιώς, ήταν απλά μια γυναίκα και μάλιστα μια από αυτές που αποκαλούν Όμορφη. Μετά από πολλές μικρές εσωτερικές προσωπικές διαμάχες, η Όμορφη είχε αποφασίσει ότι σε αυτή την ιστορική φάση προτιμάει να αγωνιστεί ενάντια στο καταπιεστικό καθεστώς το οποίο έκανε ασφυκτική τη καθημερινή της ζωή με διάφορους τρόπους , παρά να αφομοιωθεί σε αυτό. Για παράδειγμα γινόντουσαν κάποιες δράσεις κοινωνικής ανυπακοής στην πόλη που και που (π.χ. τις Κυριακές), αλλά το περισσότερο καιρό ξόδευε την ενέργειά της για την επαναστατική της ενδυμασία και στο να ακούει τις συναρπαστικές ιστορίες των έμπειρων τοπικών επαναστατών.

Και τότε εμφανίστηκε ο Άνδρας. Και ήταν σκληρός. Ατενίζοντας κάποιο άγνωστο σημείο πέρα από αυτή την πραγματικότητα, ύψωσε το χέρι του και έδειξε με το δάχτυλό του μακριά προς την Επανάσταση. Αυτή έμεινε κοιτάζοντας τον με το στόμα ανοιχτό. Εκείνη τη στιγμή κατάλαβε ότι θα χρησιμοποιούσε όλα τα μέσα για να Τον κρατήσει κοντά της.

Κεφάλαιο Τρίτο

 Οι ήρωές μας – ή καλύτερα ο Ήρωάς μας και η κοπέλα Του, γνωστή και ως η Όμορφη – είχαν περάσει κάποιο καιρό μαζί. Στιγμές πάθους, αγάπης, μίσους, ενθουσιασμού, βαρεμάρας, όλα αυτά που συμβαίνουν στη ζωή του καθένα. Αλλά ο Άντρας δεν μπορούσε πλέον να βρει εσωτερική γαλήνη. Η Όμορφη είχε αλλάξει. Είχε αρχίσει να αράζει με άλλες γυναίκες, μιλώντας μαζί τους για ώρες για πράγματα μυστικά, χωρίς να τον κοιτάει πλέον με αυτό το βλέμμα που κάποτε έκανε το Εγώ του να υψώνεται στα ουράνια. Άρχισε να νιώθει ανασφαλής: Είχε προσωπικότητα- για φαντάσου!; Τον αμφισβητούσε, του έκανε κριτική, τον έκανε να μη νιώθει άνετα, να νιώθει παραμελημένος, να μη νιώθει αρκετά Άντρας. Η Σκύλα! Η μέχρι πρότινος λαμπρή Του προσωπικότητα άρχισε να διαλύεται γιατί αυτή («που αν δεν ήμουν εγώ να της δείξω τον δρόμο για την επανάσταση δεν θα ήταν παρά μια ασήμαντη») είχε το θράσος να παίρνει μόνη της αποφάσεις για τον εαυτό της! Για όνομα του Άντρα!!! Αυτό είναι τελείως απαράδεχτο! ούρλιαξε οργισμένα ο Άντρας. Και της έχωσε ένα μπουκέτο στη μούρη.

Κεφάλαιο Τέταρτο

 «Δεν είναι μόνο τα μεγάλα λόγια, η εμφάνιση και το πόσες σκληροπυρηνικές και επικίνδυνες αποστολές έχεις φέρει σε πέρας αυτά που σε ανάγουν σε επαναστάτη σε αυτό τον κόσμο. Και η πολιτική διεξάγεται τόσο στο δημόσιο όσο και στο προσωπικό επίπεδο. Και αν δεν είσαι παρά ένας φασίστας όσο αφορά το δεύτερο, τότε δεν σου αξίζει η αναγνώριση ως ελευθεριακού ακτιβιστή και μπλαμπλαμπλα όσον αφορά το πρώτο, όσο σκληρά και αν το προσπαθείς, Περισσότερο μοιάζεις με έναν ψευτο-αναρχο-σούπερμαν και είσαι απλά για κλάματα. Τόσο για κλάματα όσο και οι σύντροφοί σου που ανέχονται ένα μαλάκα σαν και σένα ανάμεσά τους»,

είπε η Όμορφη και τον κλώτσησε στα αρχίδια με τόση δύναμη που θα του έπαιρνε αρκετό καιρό να ξανα-ασχοληθεί με την Επανάσταση.

 Κεφάλαιο Πέμπτο

 Μια ανάκριση

Πρωταγωνιστούν Ανακριτής και Mujer Libre

Από μια ανάκριση στα κεντρικά της Α.Α. (Αστυνομία Αντρών)

Α: Όμορφη, γιατί επιτέθηκες στο αντρικό Επαναστατικό κίνημα χτυπώντας το στα αρχίδια;

M.L.: Ο τρόπος που αντιλαμβάνομαι τον κόσμο και τον εαυτό μου έχει αλλάξει. Όπως και το όνομά μου.

Α: Α, ναι; Και πιο είναι το όνομά σου τώρα;

Μ. : Το όνομά μου είναι Mujer Libre.

Α: Και τι σημαίνει αυτό το γαμημένο όνομα;

Μ. : Το γαμήσι δεν έχει καμία σχέση. Αυτός είναι ο δικός σας τρόπος. Για να μάθεις για το όνομά μου δεν έχεις παρά να ανοίξεις ένα ισπανικό λεξικό- ένα λεξικό για τον ισπανικό εμφύλιο.

Α: Γιατί άλλαξες το όνομά σου;

Μ. Είχα βαρεθεί τη προηγούμενη ζωή μου ως Όμορφη και ως παιχνιδάκι του Άντρα. Είχα βαρεθεί να στηρίζω όλη μου τη ζωή, τη διάθεσή μου, τον αυτό-σεβασμό μου πάνω σε αυτήν την εικόνα, αυτή τη ταυτότητα και όλα όσα συνεπάγονται από αυτά. Ο αληθινός μου Εαυτός θα κρύβονταν για πάντα πίσω από όλα αυτά τα σκατά αν…

Α,: Αν;

Μ: Αν δεν είχε προκύψει ο επαναπροσδιορισμός των αξιών και των ερμηνειών της ζωής μου.

Α: Πώς προέκυψε; Ποιος σε βοήθησε;

Μ: Μπορείς να υπολογίσεις σε τρία πράγματα: Ότι ασφυκτιούσα μέσα στο υποκριτικό περιβάλλον στο οποίο ζούσα. Δεύτερον η επιμονή μου- η οποία με έσωσε από την απελπισία που υπερίσχυσε σε άλλες γυναίκες.

Α: Α, μάλιστα! Ποιες γυναίκες;

Μ: Άλλες γυναίκες γενικά. Και τρίτον, μιλώντας συγκεκριμένα, κάποιες άλλες γυναίκες.

Α: Ποιες γυναίκες λοιπόν;

Μ: Απλά γυναίκες. Γυναίκες μέσα από βιβλία και γυναίκες μέσα από τη ζωή. Γυναίκες που έζησαν σε άλλες εποχές και άλλα μέρη. Και γυναίκες που γνώρισα μέσα σε επαναστατικούς αγώνες. Γυναίκες που ποτέ δεν θα γνωρίσεις πραγματικά γιατί το βλέμμα σου δεν φτάνει τόσο μακριά..

Α: Όχι, θέλω πραγματικά να δω αυτές τις γυναίκες, αν μου πεις ποιες είναι, Ποιες είναι;

Μ: Γυναίκες που με έκαναν να συνειδητοποιήσω πράγματα που οι άντρες δεν θα μπορούσαν ποτέ. Όπως το να αποδομήσω τη gender ταυτότητα μου αντί να την τρέφω. Συνεπώς ήθελα να δραπετεύσω από το αντρικό Επαναστατικό κίνημα και να κάνω αυτά που θέλω εγώ. Τουλάχιστον μέχρι να καλυτερεύσουν τα πράγματα. Για όλους μας.

Α: Να τρέφεις τι; Να καλυτερεύσει τι; Ε, ποιες γυναίκες τα έκαναν όλα αυτά;

Μ: Θα μπορούσε να είναι οποιαδήποτε γυναίκα. Οποιαδήποτε γυναίκα που θα ένιωθε την ανάγκη να συζητήσει κάποια πράγματα μόνο μεταξύ γυναικών.

Α: ΠΟΙΕΣ ΓΥΝΑΙΚΕΣ;

Μ: …Ή θα μπορούσε να ήταν μόνο ΧΕΙΡΑΦΕΤΗΜΕΝΕΣ γυναίκες.

Α; ΠΟΙΕΣ ΓΥΝΑΙΚΕΣ;

Μ: Απελευθερωμένες γυναίκες που δεν θέλουν να υπακούσουν σε καμία εξουσία. Αλλά σε ΚΑΜΙΑ. Κατάλαβες;

Α: ΕΕΕΑΑΑΑΠΟΙΕΓΚΡΡΡΓΥΥΥΥΥ (σε αυτό το σημείο ο ανακριτής παθαίνει αμόκ και πέφτει στο πάτωμα με σπασμούς)

Μ: Μμμ, φαίνεται πως κατάλαβες.

 

Χάπι end

 

Πολεμήστε όλες τις σεξιστικές δομές που κουβαλάτε μέσα σας- είναι ένας ιός εγγενής σε όλους τους άντρες και τις γυναίκες που έχουν κοινωνικοποιηθεί μέσα σε ένα εξουσιαστικό κόσμο. Μόλις συνειδητοποιήσεις ότι είσαι φορέας, ο ιός αρχίζει να αυτοκαταστρέφεται.

 

Σκέφτηκε: η μάγισσα και ο καθρέφτης της…  Ποιόν μπορούμε να δούμε εκτός από τον εαυτό μας… Και αυτή είναι η κατάρα

Μετάφραση από το ολλανδικό αναρχο-φεμινιστικό περιοδικό Give me a Break, τεύχος 2.

Categories
Ελληνικά / Greek

Μήπως η εργασία απελευθερώνει;

                             

ΜΗΠΩΣ Η ΕΡΓΑΣΙΑ ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΝΕΙ;

 Η εργασία διαπερνά και καθορίζει ολόκληρη την ύπαρξή μας. Ο χρόνος μας κυλάει αλύπητα στους ρυθμούς της καθώς διασχίζουμε πανομοιότυπα θλιβερά περιβάλλοντα σε ολοένα επιταχυνόμενους ρυθμούς. Εργάσιμος, χρόνος…παραγωγικός χρόνος…ελεύθερος χρόνος…

Κάθε δραστηριότητά μας εντάσσεται μέσα στο πλαίσιό της: η απόκτηση γνώσεων θεωρείται επένδυση για μια μελλοντική καριέρα, η χαρά βαφτίζεται διασκέδαση και επιδίδεται στην ξέφρενη κατανάλωση, η δημιουργικότητα μας συντρίβεται μέσα στα στενά όρια της παραγωγικότητας, οι σχέσεις μας, ακόμα και οι ερωτικές μας συνευρέσεις, μιλάνε την γλώσσα της απόδοσης και της χρηστικότητας. Η διαστροφή φτάνει σε τέτοιο σημείο ώστε να αναζητούμε μια μορφή εργασίας ακόμα και εθελοντικής, προκειμένου να γεμίσουμε το κενό ύπαρξης μας, προκειμένου να «κάνουμε κάτι».

Υπάρχουμε για να δουλεύουμε, δουλεύουμε για να υπάρχουμε.

Η ταύτιση της εργασίας με την ανθρώπινη δραστηριότητα και δημιουργικότητα, καθώς και η πλήρης επικράτηση του δόγματος της εργασίας ως φυσικό πεπρωμένο του ανθρώπου έχουν διεισδύσει τόσο βαθιά μέσα στην συνείδησή μας ώστε η άρνηση αυτής της επιβαλλόμενης συνθήκης, αυτού του κοινωνικού καταναγκασμού, να φαντάζει ως ιεροσυλία της ίδιας της έννοιας της ανθρωπινότητας.

Μια οποιαδήποτε δουλειά είναι καλύτερη από το να μην έχεις δουλειά, λοιπόν. Έτσι διαμηνύουν οι ευαγγελιστές του υπάρχοντος, δίνοντας το εναρκτήριο λάκτισμα για έναν ακόμη πιο ξέφρενο ανταγωνισμό μεταξύ των εκμεταλλευομένων για τ’ αποφάγια των αφεντικών, για την εργαλειοποίηση και την πλήρη ισοπέδωση των κοινωνικών σχέσεων για κάποιες άθλιες «θέσεις εργασίας» στα κάτεργα της επιβίωσης.

Δεν είναι, όμως, μόνο οι όροι και οι συνθήκες εργασίας που δημιουργούν το αδιέξοδο. Είναι η ίδια η εργασία, ως διαδικασία εμπορευματοποίησης της ανθρώπινης δραστηριότητας, που μετατρέπει τους ανθρώπους σε ζωντανά εξαρτήματα μιας μηχανής κατανάλωσης εικόνων και προϊόντων. Είναι η ίδια η εργασία ως  καθολική συνθήκη κάτω απ’ την οποία διαμορφώνονται σχέσεις και συνειδήσεις, που αποτελεί την σπονδυλική στήλη συντήρησης και αναπαραγωγής αυτής της κοινωνίας που βασίζεται στην ιεραρχία, την εκμετάλλευση, την καταπίεση. Και ως τέτοια πρέπει να καταστραφεί.

Για να μην γίνουμε απλά πιο χορτάτοι σκλάβοι ή καλύτεροι διαχειριστές της μιζέριας. Για να επανοηματοδοτήσουμε τον σκοπό και την ουσία της ανθρώπινης δραστηριότητας και δημιουργικότητας, αποφασίζοντας από κοινού και με γνώμονα την αναζήτηση της χαράς της ζωής μέσω της γνώσης, της συνειδητοποίησης, της ανακάλυψης, της συντροφικότητας, της αλληλεγγύης. Για την ατομική και συλλογική απελευθέρωση…

ΝΑ ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΘΟΥΜΕ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΡΓΑΣΙΑ

 Σύμπραξη αλληλεγγύης Αθήνα-Θεασσαλονίκη

(από αφίσα αλληλεγγύης με Ράμι Συριανό-Κλεομένη Σαββανίδη)

Categories
Ελληνικά / Greek

“Η Εργασία είναι Έγκλημα” Herman Schuurman / Mokergroep (1924)

Υπάρχουν στη γλώσσα λέξεις και φράσεις που πρέπει να απαλείψουμε, καθώς προσδιορίζουν τις έννοιες που συναποτελούν το καταστροφικό και διεφθαρμένο περιεχόμενο του καπιταλιστικού συστήματος.

Πρώτα-πρώτα, η λέξη για την εργασία, και όλες οι έννοιες που σχετίζονται με αυτήν – “εργάτης”, “εργαζόμενος”, “χρόνος εργασίας”, “μισθός”, “απεργία”, “άνεργος”, “άεργος”.

Η εργασία είναι η ύψιστη ύβρις και η μεγαλύτερη πράξη εξευτελισμού που έχει διαπράξει η ανθρωπότητα ενάντια στον εαυτό της.

Τούτο το κοινωνικό σύστημα, ο καπιταλισμός, βασίζεται στην εργασία· έχει δημιουργήσει μια τάξη που πρέπει να εργάζεται – και μια τάξη που δεν εργάζεται. Οι εργάτες είναι αναγκασμένοι να εργάζονται, αλλιώς θα πεθάνουν της πείνας. “Όποιος δεν εργάζεται δεν τρώει” μας λένε τα αφεντικά, που σαν να μη φτάνει αυτό, παριστάνουν ότι εργάζονται όταν υπολογίζουν και προστατεύουν τα κέρδη τους.

Υπάρχουν οι άνεργοι, και αυτοί που δε δουλεύουν. Οι πρώτοι δεν εργάζονται χωρίς να φταίνε, οι δεύτεροι απλά δεν εργάζονται. Αυτοί που δε δουλεύουν είναι οι εκμεταλλευτές, που ζουν από την εργασία των εργατών. Οι άνεργοι είναι εργάτες που δεν επιτρέπεται να εργαστούν, επειδή δε μπορεί να βγει κέρδος από αυτούς. Οι ιδιοκτήτες του μηχανισμού της εργασίας έχουν ορίσει το χρόνο εργασίας, έχουν στήσει τα εργοστάσια και έχουν ορίσει πώς και πάνω σε τι πρέπει οι εργάτες να εργάζονται.

Οι εργάτες πληρώνονται τόσο όσο να μην πεθαίνουν από την πείνα, και όσο να μπορούν να θρέψουν τα παιδιά τους όταν είναι μικρά. Τα παιδιά τους θα πάνε στο σχολείο, για να μπορούν κι αυτά να αρχίσουν να δουλεύουν. Και τα παιδιά των αφεντικών πάνε σχολείο, για να μπορούν κι αυτά να γίνουν αφεντικά όταν μεγαλώσουν.

Η εργασία είναι μια κατάρα. Παράγει ανθρώπους δίχως πνεύμα και ψυχή.

Για να βάλει κανείς τους άλλους να δουλέψουν γι’ αυτόν, θα πρέπει να μην έχει προσωπικότητα. Το ίδιο ισχύει και γι’ αυτόν που πάει να δουλέψει. Πρέπει κανείς να σέρνεται, να κάνει παζάρια, να προδίδει, να εξαπατά και να λέει ψέματα.

Για τους πλούσιους που δεν εργάζονται, η εργασία (των εργατών) είναι το μέσο για να παρέχουν στους εαυτούς τους μιαν εύκολη ζωή. Για τους εργάτες η εργασία είναι ένας ζυγός, μια κακή μοίρα που τους επιβλήθηκε από τη γέννησή τους, κάτι που τους εμποδίζει να ζήσουν με αξιοπρέπεια.

Η ζωή για εμάς θα ξεκινήσει όταν πάψουμε να εργαζόμαστε.

Η εργασία είναι εχθρός της ζωής. Ένας καλός εργάτης είναι ένα ζώο στον ζυγό, με τραχιά μέλη, και ένα βλακώδες και άψυχο βλέμμα.

Ο άνθρωπος όταν αποκτήσει συνείδηση της ζωής, δε θα ξαναδουλέψει.

Δε θα προσποιηθώ ότι λέω στον οποιοδήποτε να παρατήσει τη δουλεία του αύριο το πρωί και μόνο μετά να ψάξει πώς θα συνεχίζει να ζει χωρίς να δουλεύει, νομίζοντας ότι η ζωή του μόλις τώρα ξεκινά. Θα βρεθεί σε πολύ δύσκολη θέση όποιος το επιχειρήσει. Το να μην εργάζεται κανείς θα έχει σαν αποτέλεσμα, στις περισσότερες περιπτώσεις, να ζει σε βάρος των συντρόφων του. Αν όμως μπορείς να ζήσεις κλέβοντας και πλιατσικολογώντας -όπως λένε οι τίμιοι πολίτες- χωρίς να σε εκμεταλλεύεται ένα αφεντικό, τότε γιατί όχι; Ας μην έχουμε βέβαια την αυταπάτη ότι έτσι μπορεί να λυθεί το πρόβλημα. Η εργασία είναι μια αρρώστια της κοινωνίας. Αυτή η κοινωνία εχθρεύεται τη ζωή, και μόνον καταστρέφοντάς την, και καταστρέφοντας όλες τις κοινωνίες της εργασίας που θα έρθουν μετά -με άλλα λόγια, μόνο με επανάσταση πάνω στην επανάσταση- θα εξαφανιστεί η εργασία.

Μόνο τότε η ζωή -η πλήρης ζωή, η πλούσια ζωή- θα γίνει πραγματικότητα. Ο καθένας θα νιώθει την ανάγκη, από καθαρό ένστικτο, να δημιουργεί. Κάθε άνθρωπος θα είναι δημιουργός και θα παράγει μόνον ό,τι είναι όμορφο και καλό· δηλαδή μόνον ό,τι είναι απαραίτητο. Δε θα υπάρχουν πια άνθρωποι-εργάτες, αλλά μόνο άνθρωποι· ο καθένας μας θα αισθάνεται μια ανθρώπινη ζωτική ανάγκη, μια εσωτερική αναγκαιότητα, να δημιουργεί ό,τι θα καλύπτει -μέσα σε λογικά πλαίσια- τις ζωτικές του ανάγκες. Τότε δε θα υπάρχει παρά ζωή -μια ζωή σπουδαία- καθαρή και συμπαντική. Τα δημιουργικά πάθη θα είναι η ύψιστη ευτυχία μιας ανθρώπινης ζωής χωρίς περιορισμούς, μιας ζωής που δε θα καθορίζεται από την πείνα ή το μισθό, ούτε από το χρόνο ή τον τόπο. Μιας ζωής που δε θα γίνεται θύμα εκμετάλλευσης από παράσιτα.

Η δημιουργία είναι μια έντονη απόλαυση, η εργασία ένα αφόρητο βάσανο.

Υπό τις σημερινές εγκληματικές κοινωνικές σχέσεις κάθε δημιουργία είναι αδύνατη.

Κάθε εργασία είναι εγκληματική.

Να εργάζεσαι σημαίνει να γίνεσαι συμμέτοχος, να κάνεις κέρδη, να εκμεταλλεύεσαι. Σημαίνει να γίνεσαι συμμέτοχος στις απάτες, στις ατιμίες, στο φενακισμό. Σημαίνει να γίνεσαι συμμέτοχος στις πολεμικές προετοιμασίες, σημαίνει να γίνεσαι συμμέτοχος στην δολοφονία ολόκληρης της ανθρωπότητας.

Η εργασία καταστρέφει τη ζωή.

Αν κατανοήσουμε καλά τα παραπάνω, η ζωή μας θα πάρει ένα άλλο νόημα. Αν αισθανόμαστε μέσα μας μια δημιουργική ορμή, αυτή θα εκφραστεί με την καταστροφή αυτού του αχρείου και εγκληματικού συστήματος. Και αν, λόγω των περιστάσεων, πρέπει να εργαστούμε για να μην πεθάνουμε από την πείνα, οφείλουμε μέσω της εργασίας μας να συμβάλλουμε στη συντριβή του καπιταλισμού.

Όταν δεν εργαζόμαστε για τη συντριβή του καπιταλισμού, εργαζόμαστε για τη συντριβή της ανθρωπότητας.

ΑΥΤΟΣ ΕΙΝΑΙ Ο ΛΟΓΟΣ που εμείς σαμποτάρουμε ενσυνείδητα κάθε καπιταλιστική επιχείρηση. Σε κάθε αφεντικό προξενούμε ζημιές. Εκεί που εμείς, η εξεγερμένη νεολαία, αναγκαζόμαστε να εργαστούμε, οι πρώτες ύλες, οι μηχανές, τα προϊόντα εν τέλει αχρηστεύονται. Ανά πάσα στιγμή ένα γρανάζι μπορεί να φύγει από τη θέση του, τα μαχαίρια και τα ψαλίδια να σπάσουν, τα πιο απαραίτητα εργαλεία να κάνουν φτερά – και παντού διαδίδουμε τρόπους και μέσα σαμποτάζ.

Δε θέλουμε να μας εξοντώσει ο καπιταλισμός. Γι’ αυτό και θα τον εξοντώσουμε εμείς.

Θέλουμε να δημιουργούμε σαν ελεύθεροι άνθρωποι, όχι να δουλεύουμε σα σκλάβοι· γι’ αυτό θα καταστρέψουμε αυτό το σύστημα της σκλαβιάς. Ο καπιταλισμός οφείλει την ύπαρξή του στην εργασία των εργατών· ιδού ο λόγος που δε θέλουμε να είμαστε εργάτες, ιδού γιατί σαμποτάρουμε την εργασία.

Σημείωμα της μετάφρασης

Ο Herman Schuurman, συγγραφέας της παρακάτω προκήρυξης[1], ήταν ένας από τους συνιδρυτές της ομάδας “Η Βαριοπούλα” (Mokergroep), η οποία έδρασε από το τέλος του 1923 μέχρι το 1928 στην Ολλανδία. Η ομάδα, κομμάτι του ελευθεριακού κινήματος της Ολλανδίας, συσπείρωνε γύρω από την επιθεώρηση με το ίδιο όνομα (και υπότιτλο: Επιθεώρηση προπαγάνδισης για νέους εργάτες) νέους προλετάριους – μερικές εκατοντάδες νέους και νέες σε όλη την Ολλανδία. Αν δείχνει κάτι το κείμενο είναι ότι το λεγόμενο ρεύμα της άρνησης της εργασίας δε ξεκινά καθόλου με τους καταστασιακούς.

(αλιεύτηκε από http://coghnorti.wordpress.com)