Στην Νέα Ορλεάνη μόλις έξω από την γαλλική συνοικία υπάρχει ένα γκράφιτι σε μια μάντρα που γράφει «ΟΙ ΑΝΤΡΕΣ ΒΙΑΖΟΥΝ». Συνήθως περνούσα από εκεί σχεδόν κάθε μέρα. Την πρώτη φορά που το είδα τσαντίστηκα επειδή ήξερα πως αυτή που είχε γράψει το σύνθημα θα με προσδιόριζε ως άντρα αλλά ποτέ δεν επιθύμησα να βιάσω κάποια. Ούτε κάποιος άλλος από τους «πεοφόρους» φίλους μου. Όμως καθώς αντιμετώπιζα καθημερινά αυτό το γραμμένο με σπρέι δόγμα, οι αιτίες του θυμού μου μετατράπηκαν. Αναγνώρισα αυτό το δόγμα σαν μια λιτανεία της φεμινιστικής εκδοχής της ιδεολογίας της θυματοποίησης, μια ιδεολογία που προωθεί τον φόβο, την αδυναμία του ατόμου (και επακόλουθα την εξάρτηση του από ομάδες στήριξης με ιδεολογική βάση καθώς και την πατερναλιστική προστασία από τις αρχές), μια τύφλωση απέναντι σ’ όλες τις πραγματικότητες και τις ερμηνείες της εμπειρίας που δεν βολεύεται μέσα από την θεώρηση κάποιου για τον εαυτό του ως θύμα.
Δεν αρνούμαι ότι υπάρχει μια πραγματικότητα πίσω από την ιδεολογία της θυματοποίησης. Καμιά ιδεολογία δεν θα μπορούσε να λειτουργήσει αν δεν είχε κάποια βάση στην πραγματικότητα. Έχουμε περάσει ολόκληρη την ζωή μας μέσα σε μια κοινωνία που βασίζεται στην καταστολή και την εκμετάλλευση των επιθυμιών μας, των παθών και της ατομικότητάς μας. Αλλά είναι σίγουρα παραλογισμός το να αγκαλιάζουμε την ήττα καθορίζοντας τους εαυτούς μας με όρους θύματος.
Σαν μέσο κοινωνικού ελέγχου, οι κοινωνικοί θεσμοί ενισχύουν στον καθένα από εμάς την αίσθηση της θυματοποίησης ενώ την ίδια στιγμή κεντράρουν αυτή την αίσθηση στην κατεύθυνση της ενίσχυσης της εξάρτησης από τους κοινωνικούς θεσμούς. Τα ΜΜΕ μας βομβαρδίζουν με ιστορίες εγκλήματος, πολιτικής και οικονομικής διαφθοράς, πολέμου και υλικής σπάνης. Παρά το ότι αυτές οι ιστορίες έχουν μια βάση στην πραγματικότητα, σίγουρα όμως παρουσιάζονται για να ενισχύσουν τον φόβο. Επειδή όμως πολλοί από εμάς αμφισβητούν τα ΜΜΕ, μας σερβίρεται ένας σωρός «ριζοσπαστικών» ιδεολογιών που αν και περιέχουν σε κάποιο βαθμό μια πραγματική αντίληψη, είναι τυφλές σε οτιδήποτε δεν χωράει στην ιδεολογική τους δομή. Κάθε μία από αυτές τις ιδεολογίες ενισχύει την ιδεολογία της θυματοποίησης και επικεντρώνει την ενέργεια των ατόμων μακριά από την εξέτασή της κοινωνίας στην ολότητά της καθώς και τον δικό τους ρόλο στην αναπαραγωγή της. Τόσο τα ΜΜΕ όσο και όλες οι εκδοχές του «εναλλακτικού ριζοσπαστισμού»ενισχύουν την ιδέα ότι είμαστε θύματα κάποιου έξω από εμάς, του Άλλου. Ενώ οι κοινωνικές δομές (η οικογένεια, οι μπάτσοι,, ο νόμος, οι ομάδες ψυχολογικής υποστήριξης και θεραπείας, η εκπαίδευση, οι ριζοσπαστικές οργανώσεις καθώς και οτιδήποτε άλλο ενισχύει μια αίσθηση εξάρτησης) υπάρχουν –υποτίθεται- για να μας προστατεύουν. Αν η κοινωνία δεν παρήγαγε αυτούς τους μηχανισμούς (συμπεριλαμβανομένων των δομών της ψευδούς, ιδεολογικής και μερικής εναντίωσης) για να προστατεύει τον εαυτό της, εμείς ακριβώς θα μπορούσαμε να εξετάσουμε την κοινωνία στην ολότητά της και να αναγνωρίσουμε ότι εξαρτάται για την αναπαραγωγή της από τις δικές μας δραστηριότητες. Έτσι θα είχαμε κάθε δυνατότητα να αρνηθούμε τους ρόλους μας ως εξαρτημένα θύματα της κοινωνίας. Όμως οι αισθήσεις, οι συμπεριφορές και τα μοντέλα σκέψης που προκαλούνται από την ιδεολογία της θυματοποίησης, κάνουν μια τέτοια αντιστροφή προοπτικής πολύ δύσκολη.
Αποδεχόμενοι την ιδεολογία της θυματοποίησης σε κάθε της μορφή, διαλέγουμε να ζήσουμε μέσα στον φόβο. Το άτομο που έγραψε το γκράφιτι «ΟΙ ΑΝΤΡΕΣ ΒΙΑΖΟΥΝ» ήταν μάλλον φεμινίστρια, μια γυναίκα που είδε αυτή την πράξη της σαν μια ριζοσπαστική πρόκληση κατά της πατριαρχικής καταπίεσης. Στην πραγματικότητα όμως, τέτοιες διακηρύξεις δρουν προσθετικά σ’ ένα υπαρκτό κλίμα φόβου. Αντί να δίνει στις γυναίκες σαν άτομα μια αίσθηση δύναμης, ενισχύει την ιδέα ότι ουσιαστικά οι γυναίκες είναι θύματα. Ενώ οι γυναίκες που διαβάζουν αυτό το γκράφιτι, ακόμα κι αν συνειδητά απορρίπτουν το δόγμα που βρίσκεται πίσω τους, προφανώς περπατούν στον δρόμο περισσότερο φοβισμένες. Η ιδεολογία της θυματοποίησης που είναι τόσο διάχυτη στον φεμινιστικό λόγο, μπορεί ακόμα να βρεθεί σε κάποια μορφή στα κινήματα φυλετικής και εθνικής απελευθέρωσης, σε εργατικούς αγώνες και σχεδόν σε κάθε μορφή «ριζοσπαστικής» ιδεολογίας.
Ο φόβος μιας πραγματικής, άμεσης και αναγνωρίσιμης απειλής σ’ ένα άτομο, μπορεί να το ωθήσει σε μελετημένη δράση για την εξάλειψη της απειλής. Ο φόβος όμως που προκαλείται από την ιδεολογία της θυματοποίησης, είναι ένας φόβος πολύ μεγάλος και πολύ αφηρημένος (μη συγκεκριμένος) για να τον αντιμετωπίσει το άτομο. Καταλήγει στην δημιουργία ενός κλίματος φόβου, υποψίας και παράνοιας και κάνει τις διαμεσολαβήσεις που αποτελούν το δίκτυο του κοινωνικού ελέγχου να φαίνονται απαραίτητες και επιθυμητές.
Είναι αυτό το εμφανώς υπερκαταπιεστικό κλίμα φόβου που δημιουργεί την αίσθηση αδυναμίας, ουσιαστικά την αίσθηση του θύματος στα άτομα. Παρά το ότι είναι αλήθεια πως οι διάφοροι «ιδεολογικοί απελευθερωτιστές» συχνά θορυβούν με μαχητική οργή, σπανίως όμως πάνε πέρα από το σημείο όπου θα γίνονταν πραγματικά απειλητικοί. Αντ’ αυτού «απαιτούν» (που σημαίνει πως…μαχητικά εκλιπαρούν) απ’ αυτούς που ορίζουν ως καταπιεστές τους, να τους εγγυηθούν την ‘απελευθέρωσή» τους. Ένα σχετικό παράδειγμα συνέβη στην αναρχική συνάντηση «ΧΩΡΙΣ ΣΥΝΟΡΑ» το 1989 στο Σαν Φρανσίσκο. Δεν υπάρχει αμφιβολία πως στις περισσότερες συζητήσεις που παρακολούθησα, οι άντρες έτειναν να μιλάνε περισσότερο από τις γυναίκες. Όμως κανείς δεν εμπόδισε κάποια γυναίκα να μιλήσει, ούτε και παρατήρησα έλλειψη σεβασμού για όποια γυναίκα μιλούσε. Παρ’ ολαυτά, από την μικροφωνική που υπήρχε στην αυλή του κτιρίου όπου γινόταν η συνάντηση, έγινε μια ομιλία στην οποία ειπώθηκε πως «οι άντρες κυριαρχούν στις συζητήσεις και αποτρέπουν τις γυναίκες από το να μιλάνε». Η ομιλήτρια απαίτησε (ή για να το επαναλάβω, «μαχητικά εκλιπάρησε») οι άντρες να αφήσουν τις γυναίκες να μιλάνε περισσότερο. Με άλλα λόγια η ομιλήτρια ζητούσε από τους καταπιεστές (σύμφωνα με την ιδεολογία της) να εγγυηθούν τα «δικαιώματα» των καταπιεσμένων. Μια συμπεριφορά που συμπερασματικά αποδέχεται τον ρόλο του άντρα σαν καταπιεστή και της γυναίκας σαν θύμα.
Στην συνάντηση υπήρχαν συζητήσεις όπου συγκεκριμένα άτομα κυριαρχούσαν. Όμως ένα άτομο που δρα μέσα από την δύναμη της ατομικότητάς του, άμεσα εναντιώνεται σε μια τέτοια κατάσταση την στιγμή ακριβώς που συμβαίνει και αντιμετωπίζει όσους ενέχονται σ’ αυτή σαν άτομα. Η ανάγκη να καλουπώσεις τέτοιες καταστάσεις μέσα σ’ ένα ιδεολογικό πλαίσιο και να διαχωρίσεις τα άτομα που ενέχονται σ’ αυτές ως κοινωνικούς ρόλους –μετατρέποντας μια πραγματική και άμεση κατάσταση σε αφηρημένες κατηγορίες- είναι ένα σημάδι της επιλογής κάποιου να είναι αδύναμος, να είναι θύμα. Ο εναγκαλισμός της αδυναμίας βάζει κάποιον στην παράλογη θέση να πρέπει να παρακαλέσει τον καταπιεστή του, να του εγγυηθεί την ελευθερία του. Και αυτό είναι μια σαφής εγγύηση πως το άτομο δεν θα είναι ποτέ του ελεύθερο παρά για να είναι θύμα.
Όπως όλες οι ιδεολογίες, έτσι και τα διάφορα είδη της ιδεολογίας της θυματοποίησης είναι μορφές ψευδούς συνείδησης. Η αποδοχή του κοινωνικού ρόλου του θύματος (σε οποιαδήποτε από τις μορφές του) είναι η επιλογή του να μην δημιουργείς την ζωή σου για τον εαυτό σου και να μην εξερευνάς τις πραγματικές σχέσεις σου με τις κοινωνικές δομές. Όλα τα μερικά-αποσπασματικά απελευθερωτικά κινήματα καθορίζουν τα άτομα με όρους των κοινωνικών τους ρόλων. Με συνέπεια όχι μόνο να μην περιλαμβάνουν αυτά τα κινήματα μια αντιστροφή των προοπτικών που δημιουργούν τους κοινωνικούς ρόλους, όχι μόνο να μην επιτρέπουν στα άτομα να δημιουργήσουν μια πρακτική στηριγμένη στα δικά τους πάθη και στις δικές τους επιθυμίες αλλά στην πραγματικότητα να δουλεύουν ενάντια στην αντιστροφή των προοπτικών. Η «απελευθέρωση» που προσφέρεται απ’ αυτά τα κινήματα, δεν είναι η ελευθερία των ατόμων να δημιουργούν τις ζωές που επιθυμούν σε μια ελεύθερη και γιορτινή ατμόσφαιρα, αλλά μάλλον η «απελευθέρωση» του κοινωνικού ρόλου στον οποίο το άτομο εξακολουθεί να υπόκειται. Όμως η ουσία των κοινωνικών ρόλων μέσα στο πλαίσιο αυτών των «απελευθερωτικών» ιδεολογιών, είναι το να είσαι θύμα. Έτσι οι λιτανείες των δεινών που υποφέρουνε, πρέπει να ψάλλονται ξανά και ξανά ώστε να σιγουρευτούν πως τα θύματα δεν θα ξεχάσουν ποτέ αυτό που είναι. Τα «ριζοσπαστικά απελευθερωτικά κινήματα» βοηθούν στην διασφάλιση του ότι το κλίμα του φόβου δεν θα εξασθενίσει ποτέ και τα άτομα θα συνεχίσουν να βλέπουν τους εαυτούς τους αδύναμους. Θα βλέπουν την «δύναμή «τους να βρίσκεται στους κοινωνικούς ρόλους οι οποίοι όμως στην πραγματικότητα είναι η πηγή της θυματοποίησής τους. Κατ’ αυτό τον τρόπο, τα κινήματα και οι ιδεολογίες αυτές δρουν για να αποτρέψουν την πιθανότητα μιας εξέγερσης ενάντια σε κάθε εξουσία και κοινωνικό ρόλο.
Η πραγματική εξέγερση δεν παρέχει ποτέ ασφάλεια. Αυτοί που επιλέγουν να αυτοπροσδιορισθούν με όρους του ρόλου τους ως θύματα, δεν τολμούν να επιχειρήσουν την απόλυτη εξέγερση επειδή κάτι τέτοιο θα απειλούσε την σιγουριά των ρόλων τους. Όμως, όπως είχε πει ο Νίτσε, «το μυστικό της μεγαλύτερης καρποφορίας και της μεγαλύτερης απόλαυσης στην ύπαρξή μας, είναι το να ζούμε επικίνδυνα». Μόνο η συνειδητή απόρριψη της ιδεολογίας της θυματοποίησης, η άρνηση του να ζεις στον φόβο και την αδυναμία, η αποδοχή της δύναμης των παθών και των επιθυμιών μας, η αποδοχή των εαυτών μας σαν άτομα που είναι σπουδαιότερα –και άρα ικανά να ζήσουν πέρα- από τους κοινωνικούς ρόλους, μόνο αυτά παρέχουν μια βάση για ολοκληρωτική εξέγερση ενάντια στην κοινωνία. Μια τέτοια εξέγερση σίγουρα παίρνει καύσιμα από την οργή αλλά όχι από την κακόφωνη, μνησίκακη, μάταιη οργή του θύματος που κινεί τις φεμινίστριες, τους «φυλετικούς απελευθερωτιστές» και άλλους παρόμοιους που «απαιτούν» την τήρηση των «δικαιωμάτων» τους από την εξουσία. Είναι περισσότερο η οργή των ακαταπίεστων επιθυμιών μας, η επιστροφή των καταπιεσμένων χωρίς μεταμφίεση και σε πλήρη ισχύ. Το πιο ουσιώδες όμως είναι ότι η ολοκληρωτική εξέγερση παίρνει καύσιμα από το πνεύμα του ελεύθερου παιχνιδιού και της χαράς της περιπέτειας, από την επιθυμία να εξερευνήσουμε κάθε πιθανότητα για έντονη ζωή που η κοινωνία προσπαθεί να μας αρνηθεί. Για όλους εμάς που θέλουμε να ζήσουμε με πληρότητα και χωρίς περιορισμούς, πέρασε ο καιρός που μπορούσαμε να ανεχόμαστε το να ζούμε σαν φοβισμένα ποντίκια μέσα σε τρύπες τοίχων. Κάθε μορφή της ιδεολογίας ης θυματοποίησης μας κάνει να ζούμε σαν φοβισμένα ποντίκια. Αντί γι’ αυτό ας γίνουμε τρελαμένα και γελαστά τέρατα που ηδονιστικά θα διαλύσουνε τους τοίχους της κοινωνίας δημιουργώντας για τους εαυτούς μας, θαυμαστές και καταπληκτικές ζωές!
(από την μπροσούρα ΧΑΟΤΙΚΑ ΜΑΝΙΦΕΣΤΑ, εκδόσεις Δαίμων του Τυπογραφείου)