Όχι πως θέλω να φανώ αγνώμων απέναντι σε αυτή την αρρώστια. Υποστηρίζοντας σε αυτό το κείμενο πως ο μηδενισμός βλάπτει, επιθυμώ εξίσου να πω ότι είναι και απαραίτητος -στον επαναστάτη. Άλλοι μπορούν να επιβιώσουν μια χαρά χωρίς τον μηδενισμό: ο επαναστάτης όμως δεν είναι ελεύθερος να παραμερίσει τον μηδενισμό. Πρέπει να είναι η κακή συνείδηση της εποχής του -γι’ αυτό πρέπει να τη γνωρίζει όσο γίνεται καλύτερα. Ποιος είναι καλύτερος οδηγός για το λαβύρινθο της μοντέρνας ψυχής από τον μηδενισμό, πού θα βρίσκαμε πιο εύγλωττο ψυχολόγο από τον μηδενισμό; Μέσω του μηδενισμού η νεωτερικότητα μιλά την πιο μύχια γλώσσα της: δεν κρύβει ούτε τα καλά, ούτε τα κακά της, έχει απαλλαγεί από όλες τις ντροπές της. Και ανάποδα: κανείς με ακρίβεια την αξία τον μοντέρνου όταν έχει ξεκαθαρίσει μέσα τον τα καλά και τα κακά τον μηδενισμού. Το καταλαβαίνω απολύτως να λέει ένας μουσικός σήμερα “μισώ τον μηδενισμό, αλλά δεν αντέχω πια καμιά άλλη μουσική”. Θα καταλάβαινα όμως κι έναν επαναστάτη που θα υποστήριζε: «Ο μηδενισμός ανακεφαλαιώνει τη νεωτερικότητα. Δεν υπάρχει άλλος τρόπος, πρέπει πρώτα να γίνουμε μηδενιστές…»
Απαραίτητη διευκρίνιση
Η συγγραφή του κειμένου αυτού ξεκίνησε το 2009 και αφού έμεινε για αρκετό καιρό στο «συρτάρι», πήρε την τελική του μορφή αρκετούς μήνες πριν τα τραγικά γεγονότα της Marfin. Τραγικά όχι μονάχα λόγω του θανάτου των τριών εργαζομένου αλλά και γιατί ουσιαστικά φρενάρησαν μια λαϊκή εξέγερση εναντίον του Δ.Ν.Τ και της κυβέρνησης. Έτσι, αν η 6η Δεκέμβρη σήμανε την ευρύτερη ριζοσπαστικοποίηση της κοινωνίας, η 5η Μάη σήμανε την προσωρινή υποχώρηση.
Όλο αυτό το διάστημα πολλά ακούστηκαν περί μηδενισμού. Το ζήτημα όμως του μηδενισμού δεν αφορά μονάχα μια τάση του αναρχικού «χώρου» (έστω και περιφερειακή ή ‘περιθωριακή’). Ολόκληρη η εποχή μας και η κοινωνία είναι βαθιά μηδενιστική και το ξεπέρασμα του μηδενισμού αυτού δεν γίνεται με ευεργετικές απεραντολογίες περί κάποιας γενικής και αόριστης (πάντα ομιχλώδους) ελευθερίας.
Το γνήσιο ξεπέρασμα του μηδενισμού πραγματώνεται θετικά μόνο μέσω ενός κινήματος που θα παλέψει για ένα συγκεκριμένο σκοπό: για την κοινωνική επανάσταση και την δημιουργία της αταξικής κοινωνίας. Μάλιστα, στη σημερινή συγκυρία της επίθεσης του κεφαλαίου και της σταδιακής αφύπνισης των προλετάριων διεθνώς, ένα γνήσια επαναστατικό κίνημα που θα μάχεται στην πράξη για τον κοινωνικό μετασχηματισμό θα παίξει καταλυτικό ρόλο στο ξεπέρασμα όχι μόνο του περιορισμένου “αναρχικού” μηδενισμού, αλλά και του ευρύτερου κοινωνικού μηδενισμού. Το προλεταριάτο ήδη ενσωματώνει αναρχικά συνθήματα ενεργητικού μηδενισμού («να καεί το μπουρδέλο η βουλή»). Στην εξελικτική του κίνηση πιθανότατα να ενσωματώσει (όπως παλιότερα) και τις επαναστατικές ιδέες και πρακτικές, ξεπερνώντας αυτόν τον απλοϊκό -αλλά αναγκαίο ως πρώτο βήμα- μηδενισμό. Γιατί όχι; Τα πάντα ρει…
Αντί εισαγωγής
«Κι αν από τώρα κι ύστερα σου λείψουν όλες οι σκάλες, πρέπει να μάθεις να πατάς στο ίδιο σου το κεφάλι: πώς αλλιώς θα ήθελες να ανέβεις ψηλότερα;» Νίτσε
Ο αναρχικός μηδενισμός είναι μια πολύ σημαντική συνιστώσα του ριζοσπαστικού κινήματος και με την ενεργητικότητα του έχει προσφέρει πολλά. Σε περιόδους κοινωνικής νηνεμίας βοήθησε στη διατήρηση πολλών δυνάμεων του επαναστατικού κινήματος, όταν άλλοι είτε λάκιζαν απογοητευμένοι από το «μάταιο του αγώνα» και ενσωματώνονταν στη ταξική κοινωνία είτε προσεύχονταν για την έλευση της Αγίας Ιστορικής Αναγκαιότητας, τότε που οι ουρανοί θα σχιστούν και θα βρέξει επανάσταση. Ο μηδενισμός λοιπόν στην ενεργητική του μορφή επανέφερε την επαναστατική δράση από το ακαθόριστο μέλλον σε χρόνο ενεστώτα και εν μέσω κοινωνικής ειρήνης κάλυψε την ανάγκη για υπαρξιακή ανταρσία, ανάγκη που είναι θεμελιώδης για το επαναστατικό κίνημα (ας θυμηθούμε ότι για τον Μαρξ η επανάσταση δεν είναι μόνο μια διαδικασία αλλαγής του κόσμου αλλά και μια ταυτόχρονη διαδικασία ατομικής πραγμάτωσης). Ο επαναστάτης δεν θυσιάζεται για την κοινωνία, λέει ο Μαρξ, αλλά αντίθετα θυσιάζει την υπάρχουσα κοινωνία. Ίσως αυτά τα λόγια να πέφτουν βαριά. Στα στομάχια των ορθόδοξων η επανάσταση δεν είναι ένα έξωθεν επιβαλλόμενο καθήκον που πρέπει να εκτελεστεί από ανιδιοτελείς αυτοθυσιαζόμενους οσιομάρτυρες. Αντίθετα, εμπεριέχει και την ατομική ανταρσία, καθώς είναι εκείνο το σημείο όπου η αλλαγή του εαυτού συναντά την αλλαγή του κόσμου).
Ο μηδενισμός λοιπόν προσέφερε πολλά στο ριζοσπαστικό κίνημα. Αλλά ο ακτιβισμός δεν αρκεί. Ο μηδενισμός έχει τα όρια του, τους περιορισμούς του. τις αδυναμίες του και μπορεί να αποτελέσει τροχοπέδη για την παραπέρα ανάπτυξη του ριζοσπαστικού κινήματος. Ο σεχταρισμός, ο ελιτισμός, η αυτοαναφορικότητα, ο ακραίος βολον-ταρισμός, η μεγαλοστομία, ο φετιχισμός, ο πεσιμιστικός ντετερμινισμός, η (κατά φαντασία) αρνησικοσμία και άλλα εγγενή προβλήματα του μηδενισμού δημιουργούν στασιμότητα και από τα στάσιμα νερά μόνο δηλητήριο μπορούμε να περιμένουμε.
Ο μηδενισμός εκπλήρωσε τον ιστορικό του σκοπό, τώρα πρέπει να ξεπεραστεί, αλλά όχι να ενταφιαστεί. Το διαλεκτικό σχήμα της Αρνησης της Αρνησης είναι ιδανικό για το σκοπό μας: καταργεί τη μορφή αλλά όχι και το περιεχόμενο. Το περιεχόμενο υψώνεται σε νέα ανώτερα επίπεδα. Με δυο κουβέντες, το κείμενο αυτό δεν προσπαθεί μόνο να εντοπίσει τις ρίζες του μηδενισμού στον πεσιμισμό και να κριτικάρει τις αδυναμίες του, αλλά και να υποστηρίξει ότι το περιεχόμενο του μηδενισμού μπορεί να οφείλει να βρει μια ανώτερη έκφραση μέσα από ένα κίνημα γνήσια ριζοσπαστικό, γνήσια αντισυστημικό, γνήσια επαναστατικό. Ένα κίνημα που από τα μέσα θα θέτει και ένα σαφή σκοπό: μια ελεύθερη κοινωνία ελεύθερων ατόμων, μέσα από την καταστροφή του κράτους, της μισθωτής εργασίας και της ιδιωτικής ιδιοκτησίας. Μηδενιστές! Αλλη μια προσπάθεια να γίνουμε επαναστάτες!!
Ι.
Ο πεσιμισμός ως γεννήτορας του μηδενισμού
«Ο μηδενισμός ως ψυχολογική κατάσταση πραγματοποιείται όταν έχουμε αναζητήσει ένα “νόημα” σε όλα τα συμβάντα, τη οποίο δεν βρίσκεται εκεί: έτσι ο αναζητητής χάνει τελικά το θάρρος του. Ο μηδενισμός είναι τελικά η συνειδητοποίηση της μακρόχρονης σπατάλης, η αγωνία του “εις μάτην”, η ανασφάλεια, η έλλειψη κάθε ευκαιρίας να συνέλθουμε και να ανακτήσουμε την ηρεμία μας -η ντροπή απέναντι στον ίδιο μας τον εαυτό, σαν να τον εξαπατήσαμε για πάρα πολύ καιρό.» Φρ. Νίτσε
Παρά τις πολλές και διαφορετικές μορφές που μπορεί να πάρει ο μηδενισμός (άλλωστε υπάρχουν τόσοι μηδενισμοί όσοι είναι και οι μηδενιστές), η βάση του μηδενισμού είναι μία: ο πεσιμισμός. Στην πολιτική της μορφή η απογοήτευση που μπορεί να γεννήσει είτε μια ηττημένη επανάσταση είτε μια επανάσταση που δεν έρχεται, γεννά τον αναρχικό μηδενισμό, στις διάφορες εκδοχές του (ενεργητικός ή παθητικός, βίαιος ή ειρηνικός, αναρχοατομικισμός, ιλλεγκαλισμός. χαοτισμός, νεολαιίστικες υποκουλτούρες -σαν το punk rock, τον νεοχιπισμό κλπ.). Το “εις μάτην” του αγώνα και το “χαμένο νόημα” μεταφράζονται ποικιλοτρόπως, ανάλογα και με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του υποκειμένου. Παρά το διαφορετικό (ακόμα και εχθρικό μεταξύ τους) περιεχόμενο των διαφόρων μηδενισμών, έχουν κι ένα κοινό σημείο: τεμαχίζουν την επανάσταση ανάμεσα στην ατομική υπαρξιακή ανταρσία και στην κοινωνική δράση για την αλλαγή του κόσμου, προτάσσοντας μόνο την πρώτη ως ρεαλιστική και τη δεύτερη ως “ουτοπία” ή “παραμύθι για μικρά παιδιά”. Το ίδιο κάνουν και οι υπερορθόδοξοι επαναστάτες, με τη διαφορά ότι προτάσσουν τη δεύτερη, θεωρώντας την πρώτη ως “μικροαστικό κατάλοιπο”. Αμφότεροι εσχατολογούν ασύστολα, οι ορθόδοξοι φανερά κι από την πόρτα, οι μηδενιστές από το παράθυρο.
Διαβάσαμε κάπου:
«Ζούμε λοιπόν “το τέλος των ιδεολογιών”, όπως αναφέρει ο Φουκουγιάμα […] Μιλάμε για την απελπισία που εκφράζει την κατάσταση όλων όσων δεν μας έχει απομείνει καμιά ελπίδα να δούμε να αλλάζει η πραγματικότητα που μας επιβάλλουν […] Είμαστε ρεαλιστές και χαιρόμαστε που δεν πρέπει να υπερασπιστούμε το όραμα και την ελπίδα ενός καλύτερου κόσμου που μπορεί να μην έρθει ποτέ […] Οι παράνομες Επαναστατικές οργανώσεις δεν είναι εργαλεία για τον κόσμο του μέλλοντος αλλά πρόταση ζωής για το σήμερα».
Η αποσαρκωμένη εσχατολογία θεωρεί ότι ζει στην εσχατιά της ιστορίας. Όπως κάθε αντιδιαλεκτική ερμηνεία της πραγματικότητας βλέπει τα γεγονότα ως απόλυτα, ασύνδετα και ακίνητα. Η εθελόδουλη κοινωνία ως συμπαγές σύνολο θα μείνει για πάντα έτσι, χωρίς να κινηθεί ποτέ. Το κέρμα της μελλοντολογίας έχει ριφθεί: η πραγματικότητα θα μείνει απαράλλαχτη. Οπότε τι κάνουμε; Ευνουχίζουμε την επανάσταση και το νόημα της ως ενότητας Ατομικής και Κοινωνικής Ανταρσίας και την βαπτίζουμε εκ νέου ως μια απλή “πρόταση ζωής”. Το συντηρητικό μήνυμα της δημιουργίας μιας απλής “ένοπλης όασης” μέσα στο υπάρχον βαπτίζεται “επαναστατική αυτονομία”. Ταυτόχρονα τεμαχίζεται ιδεατά το παρόν από το μέλλον (όσο για το παρελθόν αυτό έχει εξοριστεί οριστικά στα Τάρταρα του Αρνητικού…) λες και οι πράξεις του παρόντος δεν δημιουργούν την μελλοντική πραγματικότητα, λες και το μέλλον φυτεύεται από τους ουρανούς, λες και το χωροχρονικό συνεχές μπορεί να διασπαστεί έτσι απλά, με ένα διάταγμα της Μεταφυσικής. Κι αυτό αποκαλείται ρεαλισμός!!!
Όταν εξετάζουμε ένα κοινωνικό φαινόμενο μόνο με τον τρόπο που εμφανίζεται στο παρόν (ως ακίνητη φωτογραφία της στιγμής), τότε απορροφούμαστε από την μεταφυσική σκέψη. Ένα φαινόμενο πρέπει να το εξετάζουμε διαλεκτικά, όχι μόνο στην παρούσα του μορφή αλλά και στην κίνηση του, στη δυναμική και στις δυνατότητες που εμπεριέχει, καθώς και στην αλληλεπίδραση του με άλλα φαινόμενα. Όπως έγραφε ο Ένγκελς: «Δεν πρέπει να αντιλαμβανόμαστε τον κόσμο ως σύμπλεγμα έτοιμων πραγμάτων, αλλά ως σύμπλεγμα διαδικασιών, όπου φαινομενικά σταθερά πράγματα και παρόμοια οι ιδεατές απεικονίσεις τους στο μυαλό μας, οι έννοιες, υφίστανται αδιάκοπη αλλαγή γίγνεσθαι και θανάτου». Ρεαλισμός, λοιπόν, είναι η εξέταση των γεγονότων στην κίνηση τους και όχι ο κάθε είδους ντετερμινισμός που προτάσσει είτε την ακινησία των κοινωνικών φαινομένων είτε την προδιαγεγραμμένη κίνηση τους στις ράγες του μηχανιστικού κισμέτ.
Η κυρίαρχη τάση κάθε εποχής βλέπει τον εαυτό της ως έκφραση των καθολικών συμφερόντων ολόκληρης της κοινωνίας, εξ ου και το (αναμασημένο ιδεολόγημα του “τέλους των ιδεολογιών”. Ιδεολόγημα πολύ παλιότερο από τον απολογητή του νεοφιλελευθερισμού Φουκουγιάμα (και αδρά χρηματοδοτούμενου βεβαίως βεβαίως…). Οι κυρίαρχες τάξεις που αποζητούν τη διαιώνιση του ταξικού διαχωρισμού και των ιδιαίτερων συμφερόντων τους πάντα έχουν ανάγκη τον μεταφυσικό τρόπο σκέψης, ώστε να παρουσιάζουν την εκάστοτε κοινωνική δομή ως φυσικά δοσμένη και αμετάβλητη. Οι επαναστάτες όμως, εάν θέλουν να είναι τέτοιοι πέρα από το να αυτοαποκαλούνται ως τέτοιοι, καμιά σχέση δεν πρέπει να έχουν με αυτόν τον αντιδιαλεκτικό τρόπο σκέψης και να κάνουν επικλήσεις στον Φουκουγιάμα.
Η πηγή του απαισιόδοξου αυτού ντετερμινισμού γίνεται φανερή από τα παραπάνω κείμενα: “η απελπισία” όλων εκείνων που “δεν τους έχει απομείνει καμιά ελπίδα” για κοινωνική αλλαγή. Επιστρέφουμε λοιπόν στις πεσιμιστικές ρίζες του μηδενισμού…
ΙΙ.
Σε ποιες, όμως, ιστορικές περιόδους εμφανίζεται ο μηδενισμός; Όταν η κοινωνική ειρήνη προκαλεί την ύφεση του επαναστατικού κινήματος, τότε κάποιοι μαχητές που κυλάει αίμα στις φλέβες τους απαντούν αντανακλαστικά στην παρακμή αυτή, εγκαταλείποντας την ιδέα της κοινωνικής επανάστασης αλλά όχι την άμεση δράση. Εγκαταλείπουν δηλαδή το περιεχόμενο της επανάστασης, διατηρώντας την εξωτερική της μορφή. (Φυσικά υπάρχει και ο παθητικός μηδενισμός που εγκαταλείπει και τα δύο ταυτόχρονα, αλλά εδώ μας ενδιαφέρει μόνο εκείνη η μορφή μηδενισμού που εμπεριέχει σπερματικά τις δυνατότητες του αυτοξεπεράσματος).
Έτσι, για παράδειγμα, ο ρωσικός νιχιλισμός του 19ου αιώνα γεννήθηκε όταν ένα υπεραισιόδοξο επαναστατικό, υλιστικό και επιστημονικό κίνημα επιχείρησε την “κάθοδο προς τον λαό” και γνώρισε την αδιαφορία, την ήττα και την απογοήτευση. Παρόλα αυτά όμως. ο ρωσικός νιχιλισμός δεν εγκατέλειψε την ιδέα της κοινωνικής επανάστασης. Οι διαψευσμένες ελπίδες ενεργοποιούν και τον ευρωπαϊκό αναρχοατομικισμό: τόσο η ήττα της σπουδαιότερης προλεταριακής εξέγερσης, της παρισινής κομμούνας, όσο και η αποκαθήλωση της εργατικής τάξης ως αδιαμφισβήτητου και αυτόματου φορέα της επανάστασης προκάλεσαν αντανακλαστικά την άνοδο μηδενιστικών και ατομικιστικών ρευμάτων. Τόσο ο ρωσικός όσο και ο ευρωπαϊκός μηδενισμός, όταν έπαυε η ύφεση του επαναστατικού κινήματος και παρουσιαζόταν ριζοσπαστικοποίηση της κοινωνίας ενσωματώνονταν ξανά στο ευρύτερο κίνημα για την κοινωνική ανατροπή. Μιας και ο μηδενισμός ήταν αντανάκλαση της επαναστατικής ύφεσης δεν είχε λόγους ύπαρξης σε περιόδους κοινωνικών εκρήξεων. Έτσι για παράδειγμα στο πλευρό των κομμουνιστών και των αναρχικών στη γερμανική συμβουλιακή επανάσταση πολεμούν και οι ντανταϊστές, ακόμα και ο στιρνερικός Μαρούτ. Στη Ρωσία στο πλευρό της επανάστασης πολεμούν οι νιχιλιστές και οι φουτουριστές, ενώ ο αναρχοατομικιστής Βικτώρ Σερζ προσχωρεί στον μπολσεβικισμό.
Οι κοινωνικές συνθήκες μέχρι και τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο δεν επέτρεπαν κανένα αναχωρητισμό. Ακόμα και αντικαλλιτεχνικές πρωτοπορίες που έκλιναν προς τον μηδενισμό, όπως το dada και ο σουρεαλισμός, αναπτύσσουν έντονη κοινωνική δράση μέσα στους κόλπους του αναρχικού και κομμουνιστικού κινήματος (άλλωστε, ντανταϊστές ήταν και οι ιδρυτές του Κ.Κ. Ρηνανίας), ενώ το ξαδερφάκι τους στην Ιταλία, ο φουτουρισμός, προσχωρεί τελικά στο φασισμό.
Η κοινωνική κατάσταση στη Ευρώπη άλλαξε άρδην μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Η κουρασμένη από τους πολέμους Ευρώπη αναζητά την κοινωνική σταθερότητα.
Η δεκαετία του ΄50 ήταν πράγματι μια δεκαετία σταθερότητας στη Δύση, η οποία μέσα από την υπερεκμετάλλευση του τρίτου κόσμου και την ανάπτυξη των παραγωγικών της δυνάμεων κατάφερε να δημιουργήσει μια σχετική αφθονία στους κόλπους της. Η δεκαετία του ΄60 όμως απέδειξε πως “η ιστορία ξεγελά και τους καλύτερους μαθητές της”. Ένα νέο επαναστατικό κίνημα, πολύμορφο και αντιφατικό, γεννήθηκε, άκμασε και δυστυχώς παράκμασε. Μια παρακμή που ολοκληρώθηκε οριστικά και με την πτώση των καθεστώτων του “υπαρκτού σοσιαλισμού”. Το ήδη κατακρεουργημένο από αυτά τα καθεστώτα επαναστατικό κίνημα κατέρρευσε (ανοίγοντας όμως το δρόμο για τη δημιουργία ενός νέου αντιεξουσιαστικού επαναστατικού κινήματος, αφού η τελεσίδικη αποτυχία του εξουσιαστικού μοντέλου επανάστασης γεννά νέες ιστορικές δυνατότητες).
Πλέον, η δυτική κοινωνία ακολουθεί την πορεία που ήδη από την δεκαετία του ’50 δρομολογήθηκε: καταναλωτική κουλτούρα, παθητικότητα, γενίκευση της απολιτίκ διάθεσης, μοιρολατρία, με δυο λέξεις παθητικός μηδενισμός. Η ηττημένη αριστερά, βαθιά μηδενιστική, δεν κάνει τίποτα άλλο από το να γκρινιάζει για τη μη ορθολογική λειτουργία του καπιταλισμού. Ενίοτε συμμετέχει και ως κυβερνητικός εταίρος (ή καλύτερα εταίρα, μιας και είναι πόρνη που αναμφίβολα διαθέτει πνευματική και αισθητική καλλιέργεια) στη διαχείριση του καπιταλισμού. Έτσι η Αριστερά βολεύεται με το ρόλο του παθητικού γκρινιάρη που εξαντλεί την “αγωνιστικότητα” σε τελετουργικές αναπαραστάσεις αγώνων περασμένων εποχών και ο ‘κομμουνισμός’ της μετατρέπεται σε ένα απλό άρθρο πίστης, που παραπέμπεται για το αόριστο μέλλον, όταν ο ουρανός θα βρέξει επανάσταση και θα επικρατήσει η χιλιόχρονη βασιλεία του σοσιαλισμού. Από την άλλη, η Ακρα Αριστερά έχει μείνει προσηλωμένη στη θρησκευτική ανάγνωση του μαρξισμού (και πολλών ακόμα -ισμών) και ακροβατεί ανάμεσα στον στείρο ακαδημαϊσμό, που μακριά από τον καθαρό αέρα της πράξης αποπνέει μούχλα, και στην αιώνια αναμονή της μεσσιανικής έλευσης των αντικειμενικών συνθηκών.
Αναμφίβολα, υπάρχουν ακόμα αρκετές ζωντανές δυνάμεις στην Αριστερά, αλλά πνίγονται μέσα στη γενικότερη παρακμή της. Με λίγα λόγια, η κοινωνική ειρήνη και η συνακόλουθη επαναστατική ύφεση δημιούργησαν μια Αριστερά ενσωματωμένη και βαθιά μηδενιστική (με την παθητική έννοια του όρου). Από την άλλη ο αναρχικός /αντιεξουσιαστικός χώρος, σε μεγάλο βαθμό έμεινε δέσμιος του υπεραυθορμητισμού του (της παιδικής αρρώστιας του αναρχισμού), ο οποίος βοήθησε μεν στο να κρατήσει επαφή με τις “από τα κάτω” κοινωνικές διεργασίες, αλλά δε βοήθησε στην ψύχραιμη ερμηνεία των διεργασιών αυτών.
Έτσι, σε περιόδους κοινωνικής έντασης οι αναρχικοί έβλεπαν εξεγέρσεις και την επανάσταση προ των πυλών, ενώ σε περιόδους ύφεσης γίνονταν απαισιόδοξοι και μοιρολάτρες. Μέσα σε διάστημα δέκα-δεκαπέντε ετών τμήματα του χώρου ακροβατούσαν ανάμεσα στους δύο ντετερμινισμούς: από το “κουφάλες κρατιστές λίγα χρονάκια ακόμα”, στο “οι αντικειμενικές συνθήκες για την αταξική κοινωνία δε θα έρθουν ποτέ”. Εν τέλει η ανάλυση που κάνουν πολλοί αναρχικοί στηρίζεται σε μεγάλο βαθμό στη ψυχολογική κατάσταση στην οποία βρίσκονται και όχι στα εργαλεία ανάλυσης που του παρέχει η πλούσια, πλέον, επαναστατική θεωρία!!
Αυτή η ψυχολογικοποίηση της θεωρίας είναι που σε περιόδους κοινωνικής ειρήνης συμβάλλει στην άνοδο μηδενιστικών ρευμάτων. Και αυτά τα μηδενιστικά ρεύματα δεν είναι τίποτα άλλο από αντανάκλαση αυτής της κοινωνικής ειρήνης, που εκφράζεται είτε με τον ειρηνιστικό νεοχιπισμό είτε με τον βίαιο αναρχοατομικισμό. Και όσο δεν υπάρχει ένα ισχυρό επαναστατικό κίνημα (άλλη μια αντανάκλαση των κοινωνικών συνθηκών), ώστε να εντάξει στους κόλπους του αυτά τα μηδενιστικά ρεύματα, τόσο αυτά θα γεννιούνται και θα αναπτύσσονται με τα θετικά τους στοιχεία (που δεν είναι λίγα), αλλά και με τα αρνητικά τους (που είναι πολλά).
Μηδενισμός και κοινωνία
Ο Νίτσε έλεγε ότι η απόφαση των χριστιανών να βλέπουν τον κόσμο ‘κακό και άσχημο’ πράγματι, έκανε τον κόσμο κακό και άσχημο. Κατ’ αναλογία και η απόφαση των μηδενιστών να βλέπουν την κοινωνία (ως κοινωνία καθεαυτή) ‘κακή και άσχημη’ συμβάλλει στη διατήρηση μιας κοινωνίας κακής και άσχημης. Επιπλέον, οδηγεί και σε μια τεράστια ιδεολογική στρέβλωση: δεν τεμαχίζουν μονάχα την επανάσταση σε Ατομική και Κοινωνική, αλλά βλέπουν κιόλας την ατομική τους επανάσταση ως εξω-κοινωνικό φαινόμενο: «Απευθυνόμαστε σε όλους αυτούς που έχουν αυτοεξοριστεί από αυτήν την κοινωνία και τα ψεύτικα αγαθά της».
Ο εκκοσμικευμένος ασκητικός μηδενισμός του 19ου αιώνα αντικαθίσταται πλέον με ένα αρνησίκοσμο, αντιασκητικό μηδενισμό ο οποίος δεν θέτει κανένα σκοπό πέρα από την ίδια του την αυτοανακύκλωση, μέσω της αυτοαναφορικής βίας που εμφανίζεται ως ‘πρόταση ζωής’ για το σήμερα (ένα ένοπλο χόμπυ μήπως;). Αλλά τι ζητούσε κάποτε ο ρωσικός μηδενισμός: Ο Ντιμίτρι Πισάρεφ έλεγε: «Σύντροφοι! Χτυπάτε δεξιά και αριστερά, από τούτο κανένα κακό δε συνέβη ούτε θα συμβεί. Μας λένε παράσιτα της κοινωνίας. Λάθος! Θέλουμε να είμαστε χρήσιμοι στην κοινωνία. Απλά επί του παρόντος η άρνηση και η ολοκληρωτική καταστροφή της είναι ό,τι πιο χρήσιμο». Βλέπουμε λοιπόν ότι για τους ρώσους νιχιλιστές η άρνηση και η καταστροφή δεν είναι σκοπός αλλά μέσο (όπως και για τον ιλλεγκαλιστή Μάριους Ζακόμπ η παρανομία είναι ένα προσωρινό μέσο και όχι αυτοσκοπός).
Ακόμα και ο απόστολος της παν-καταστροφικής επανάστασης Νετσάγιεφ έγραφε: «Η μελλοντική οργάνωση (σ.σ. της κοινωνίας) θα προκύψει από το λαϊκό κίνημα και τη ζωή. Αυτό όμως είναι δουλειά των επερχόμενων γενεών. Δική μας δουλειά είναι η παθιασμένη, πλήρης, ολοκληρωτική και ανελέητη καταστροφή». Με δυο λόγια, ο ρώσικος μηδενισμός δεν ήταν αυτοαναφορικός που έβλεπα τον εαυτό του ως μέσο και σκοπό ταυτόχρονα, αλλά ήταν ένα επαναστατικό κίνημα που έβλεπε την απόλυτη καταστροφή της υπάρχουσας κοινωνίας ως μέσο για την έλευση του κομμουνισμού (του τραχύ και πρωτολείου κομμουνισμού, που ο Μαρξ αποκαλούσε «κομμουνισμό του στρατώνα»).
Αντίθετα, ο σύγχρονος μηδενισμός βλέπει τον εαυτό του σαν όχημα και προορισμό ταυτόχρονα, διακηρύσσοντας την «έξω-κοινωνική» του φύση και τον ένοπλο (ή άοπλο), βίαιο (ή ειρηνικό) αναχωρητισμό. Αυτή η αντίληψη περί οάσεων και ελεύθερων ζωνών ταυτίζει το μέσο με το σκοπό, γιατί απλούστατα λείπει ο σκοπός! Το αισιόδοξο, όμως, στο όλο ζήτημα είναι ότι ο αναχωρητισμός αυτός υπάρχει μονάχα στα κεφάλια των επίδοξων «έξω-κοινωνικών» επαναστατών, γιατί απλούστατα στον ενοποιημένο κόσμο του καπιταλισμού κάθε αυτό-εξορία από την κοινωνία βρίσκεται στις νεφέλες της ιδεολογίας. Στην όαση του καπιταλισμού όλες οι οάσεις είναι οφθαλμαπάτες…
Δεκεμβριανά 2008
Πραγμάτωση και ξεπέρασμα του Μηδενισμού
«Για τη διαλεχτική φιλοσοφία τίποτα δεν είναι τελικό, απόλυτο, ιερό […] Το ζήτημα δεν είναι να αρνηθώ κάτι, αλλά να αρνηθώ και την άρνηση του. Πρέπει, δηλαδή, να κάνω την πρώτη άρνηση με τέτοιον τρόπο, ώστε να είναι ή να μην μπορεί να γίνει δυνατή η άρνηση της.» Φρ. Ένγκελς
Η εξέγερση του Δεκέμβρη υπήρξε η έμπρακτη άρνηση του παθητικού μηδενισμού της υπάρχουσας κοινωνίας, που με την παθητικότητα της συντηρεί τη βαρβαρότητα που γεννά ο καπιταλισμός. Γιατί αν δούμε τα κοινωνικά φαινόμενα όχι σταθερά και αμετάβλητα αλλά στην κίνηση τους, στην αλληλουχία τους, στην αλληλεπίδραση τους και όχι με σύνορα να υψώνονται μεταξύ τους, τότε μόνο μπορούμε να κατανοήσουμε πως πέρα από την από τα πάνω κρατική επιβολή, είναι και η παθητικότητα αυτή που συνδιαμορφώνει την εξουσιαστική πραγματικότητα που οπλίζει το χέρι του κάθε Κορκονέα. Η εξέγερση ενάντια στον παθητικό μηδενισμό της υπάρχουσας κοινωνίας, λοιπόν, δε θα μπορούσε να πάρει άλλη μορφή, πέρα από τον ενεργητικό μηδενισμό. Με δυο λόγια, η κοινωνία πλάθει τους εξεγερμένους που της αρμόζουν.
Μόνο η ιδεολογική τυφλότητα θα μπορούσε να δει πίσω από την έκρηξη του Δεκέμβρη μια «τυφλή» εξέγερση. Τόσο η επιλογή των στόχων (κατά κύριο λόγο στόχοι του κράτους και του κεφαλαίου) όσο και η γεωγραφική εξάπλωση της εξέγερσης σε ολόκληρο σχεδόν τον ελλαδικό χώρο, όχι μόνο δίνουν στην εξέγερση ένα συγκεκριμένο περιεχόμενο, αλλά την καθιστούν ως το σπουδαιότερο κοινωνικό γεγονός της ύστερης μεταπολίτευσης. Αλλά το πιο σπουδαίο δεν είναι η εξέγερση καθαυτή, αλλά οι δυνατότητες και η προοπτική εξέλιξης που εμπεριέχει. Γιατί ως επαναστάτες θα πρέπει να γνωρίζουμε και τα όρια της εξέγερσης. Όσο αναλωνόμαστε σε ύμνους και ψαλμωδίες, τη μουμιοποιούμε, την περιορίζουμε στα στενά όρια της αντιδραστικότητας και του ετεροκαθορισμού (της απλοϊκής άρνησης). Η άρνηση της υπάρχουσας αθλιότητας είναι αναμφισβήτητα το πρώτο βήμα. Η εξέγερση και ο μηδενισμός είναι αναγκαίοι. Το Μηδέν πρέπει να γίνει ο βατήρας που θα μας εκτοξεύσει στο άπειρο και όχι η κινούμενη άμμος που θα μας βουλιάξει.
Η άρνηση της άρνησης, η επαναστατική διαλεχτική είναι το επόμενο. Ο ενεργητικός μηδενισμός πρέπει να ξεπεραστεί διαλεχτικά και να υψωθεί εκ νέου μέσα από ένα αντιεξουσιαστικό ριζοσπαστικό κίνημα. Κι αυτό θα πει: όχι πια «χώρος», αλλά Κίνημα! Όχι αυτό το δήθεν «κίνημα» που εννοούν κάποια αριστερίστικα γκρου-πούσκουλα ή κάποιοι ενσωματωμένοι «αντιεξουσιαστές» σε έκπτωση και οι νεοχίπηδες ακολουθητές τους για να διατηρούν τα πολιτικά τους μαγαζάκια, αλλά η επανάσταση σε διαρκή κίνηση, πολύμορφη και ενεργητική.
Εάν ο Δεκέμβρης απέδειξε κάτι, είναι ότι το τέλος της ουτοπίας είναι μια ουτοπία δίχως τέλος. Εάν δε θέλουμε απλώς να αυτοθαυμάζουμε το επαναστατικό μας είδωλο στον καθρέφτη του σεχταρισμού, του φετιχισμού και της αυτοανακύκλωσης, τότε ας στρώσουμε τον κώλο μας για την ανάπτυξη ενός πραγματικά επαναστατικού /ριζοσπαστικού κινήματος. Αυτό είναι το στοίχημα της εποχής μας.
Επανάσταση ή βαρβαρότητα.
Δεκέμβρης 2009
Κ.Κ Κορυδαλλού