«Όποιος σηκώνει σήμερα τους ώμους ή δέχεται ανήμπορος πως οι κρατούμενοι θα συνεχίσουν να υπομένουν αυτό το βασανιστήριο γιατί σκέφτεται ότι η πλευρά μας είναι πολύ αδύναμη σε αυτό, πως θα μπορεί να ελπίζει ότι είμαστε σε θέση να οικοδομήσουμε μια δύναμη που θα μπορεί να ανατρέψει συνολικά τις συνθήκες;»
Η φυλακή αποτελούσε και εξακολουθεί να αποτελεί μία εστία συμπυκνωμένου ελέγχου, πειθάρχησις και περιορισμού. Αποτελεί μία εστία διαρκούς πολέμου ψυχικού και σωματικού.
Τα αναρίθμητα κάγκελα, τα επιβλητικά μπετά και οι ακροβολισμένες σκοπιές, αποτελούν μονάχα ένα περίτεχνο επιστέγασμα αυτού που πραγματικά κυοφορεί.
Ξεπερνώντας αυτήν την πρώτη εικόνα όμως και καταλήγοντας στο εσωτερικό της φυλακής θα διαπιστώσουμε πως αποκαλύπτεται ένα εκσυγχρονισμένο, επιστημονικό σχέδιο που στοχεύει στην υλική και πνευματική απομόνωση, στον ηθικό εκβιασμό και στον απόλυτο έλεγχο των κρατουμένων.
Σκοπός είναι η απόλυτη πειθαρχία και υποταγή μέσω του εξαναγκασμού, ιδεολογικού και σωματικού, ή ακόμα χειρότερα η “ αυτόβουλη συνδρομή” των κρατουμένων στο “σωφρονιστικό έργο”.
Η μεθοδική οικοδόμηση του χρηματιστηρίου της συνειδησιακής αποπλάνησης, είναι διαρκώς σε ισχύ. Η προσπάθεια αυτοενοχοποίησης του κρατούμενου είναι γεγονός. Η εσωτερική παραδοχή πως το κελί γι’ αυτόν δεν θα μπορούσε παρά να είναι επόμενος προορισμός στη ζωή του καραδοκεί.
Η πεποίθηση λοιπόν ότι το εκσυγχρονισμένο πειθαρχικό σύστημα στηρίζεται στην φυλακή που υπάρχει μέσα στο κεφάλι πρέπει να καταστεί πιο ισχυρή από ποτέ.
Για να ελέγξεις τη συμπεριφορά του ανθρώπου, πρέπει να ελέγξεις το περιβάλλον του. Εκεί στην ουσία καθίσταται το άτομο φυλακισμένο.
Η φυλακή ως θεσμός-οικοδόμημα δεν θα μπορούσε να “προσφέρει” όμως τίποτα στα χέρια του εχθρού, εάν δεν αποτελούσε στην ουσία της ένα εργοστάσιο αποδόμησης της προσωπικότητας και απάλειψης της ανθρώπινης υπόστασης. Δεν θα ήταν “παραγωγική” εάν η αισθητηριακή, σωματική και επικοινωνιακή απομόνωση δεν λειτουργούσαν ως ένα αποστειρωμένο νυστέρι της ψυχοχειρουργικής κατασταλτικής πολιτικής.
Τα βασανιστήρια, ο διαρκής πανοπτικός έλεγχος, ο τεχνητός φωτισμός και ο ηλεκτροεπιστημονικός μανδύας που καλύπτει την πτέρυγα, δεν θα μπορούσε παρά να ερμηνεύεται σε ασφυξία και διαρκή εξόντωση. Δεν θα μπορούσε να είναι δίχως άλλο μια διαρκής ωμή πολεμική που αποσκοπεί στην υποταγή των θελήσεων του κάθε ανθρώπου. Μία πολεμική για την νέκρωση των συναισθημάτων, της ελπίδας, της επιμονής.
Οι φυλακές λοιπόν αποτελούν αποθήκες με νεκροζώντανους. Ο σωφρονισμός αντανακλά τον εξευτελισμό της αξιοπρέπειας, τις προσβολές, το διπλοκλείδωμα και τις βουρδουλιές, τα ψυχοφάρμακα, την απομόνωση. Ο σωφρονισμός είναι ξύλο, απειλές, χλεύη, έλεγχος, ηρωίνη και πάλι έλεγχος.
Ο κρατούμενος στη φυλακή σταματά να ζει, απλά επιβιώνει. Ο καθένας φτιάχνει το καλούπι του καταφεύγοντας σε τυποποιημένες συμπεριφορές και αντιδράσεις. Βρίσκει καταφύγιο σε μια ρουτίνα και κλειδώνει τον εαυτό του για να συνεχίσει. Όποιος αναζητά την νοητή λίμα της απόδρασης προς την πνευματική ελευθερία, όποιος δεν αποδέχεται πως η αληθινή ζωή είναι το κελί και πως η φυλακή είναι το σπίτι του, όποιος πυροδοτεί την αναλυτική σκέψη είναι ο “τυχερός”. Όποιος δεν ανακαλύψει ή δεν έχει την επιμονή για να γευτεί αυτές τις πολυτέλειες, για τον α ή β λόγο, είναι απλά ένας ακόμη αριθμός, άλλη μια σκόρπια δικογραφία πάνω σ’ ένα σιδερένιο κρεβάτι, σ’ ένα στενό κελί. Ένας αριθμός λιγότερος και δεν τρέχει τίποτα. Άλλωστε οι κρατούμενοι για το πειθαρχικό σύστημα δεν γεννήθηκαν, απλά φύτρωσαν και έτσι όπως φύτρωσαν θα ξεριζωθούν.
Θα ξεριζωθούν και θα “ανοίξουν” νέες θέσεις. Θέσεις έτοιμες να φιλοξενήσουν αναρχικούς, πολιτικούς αντιφρονούντες. Να φιλοξενήσουν μια ολόκληρη αιχμάλωτη γενιά. Μια γενιά των χαρακωμάτων, ένα σύνολο ανθρώπων οικονομικά και κοινωνικά απελπισμένο, άρρωστους τοξικομανείς, μικροπαραβάτες, απόκληρους.
Το χρηματιστήριο του πειθαρχικού ολοκληρωτισμού όμως δεν γνωρίζει κραχ. Εξασφαλίζεται η συνεχής ροή ανθρώπινων ψυχών στα κελιά της δημοκρατίας.
Στα κελιά αυτά όπου καθημερινά καταφτάνουν εκατοντάδες άνθρωποι, οι οποίοι είτε ξέφυγαν από τα όρια την αστικής νομιμότητας, είτε δεν συμβιβάστηκαν συνειδητά ή ασυνείδητα με τις εξουσιαστικές νόρμες του καπιταλισμού. Συρρέουν εδώ όπου ανθεί η ιδιοτέλεια, η “θεραπεία” των ψυχοφαρμάκων και η εξαθλίωση της ηρωίνης. Εδώ όπου διαφεντεύει η συμμορία των ροπαλοφόρων με τα διακριτικά “υπουργείο δικαιοσύνης”
Και όμως παρόλα αυτά συναντάμε την αντιστροφή της ορολογίας για να μεταβούμε από ένα ολοκληρωτικό καθεστώς σε ένα κράτος “πρόνοιας” και “δημοκρατικής ευαισθησίας”. Η φυλακή δεν ονομάζεται πια φυλακή αλλά κατάστημα. Ο ανθρωποφύλακας προσφωνείται υπάλληλος. Η απομόνωση εξευγενίζεται με την ορολογία πειθαρχικός περιορισμός. Η υποταγή και η συναίνεση δεν αποσπάται πλέον αποκλειστικά με βουρδουλιές και καθήλωση, αλλά και με πλύση εγκεφάλου. Δεν υπάρχει τιμωρία αλλά «θεραπεία».
Και έτσι η φυλακή από στυγνό κατασταλτικό μηχανισμό, μεταμορφώνεται σε κέντρο ιδεολογικής και υπαρξιακής μεταρρύθμισης. Ο αντικατοπτρισμός των νέων λευκών τάφων που κατ’ ευφημισμό ονομάζονται σωφρονιστικά καταστήματα υψίστης ασφαλείας, θα μπορούσε να αποτελεί από μόνος του ένα κεφάλαιο που θα υμνεί την ωμότητα του καπιταλισμού. Αναδεικνύοντας και προωθώντας έναν εκσυγχρονισμένο επιστημονικά, αρχιτεκτονικά, ψυχιατρικά κόσμο που δημιούργησαν. Ένα δημιούργημα μετεξέλιξη των στρατοπέδων συγκέντρωσης και των εκτελεστικών αποσπασμάτων. Μια μηχανή αφανισμού συμπυκνωμένη μέσα σε λίγα τετραγωνικά μέτρα.
Σε αυτά τα λίγα τετραγωνικά μέτρα που θα συναντήσουμε και τις φυλακές νέου τύπου.
Χτισμένες στη μέση του πουθενά, διάσπαρτες σε αχανείς κάμπους ή θαμμένες πίσω από βουνά. Φυλακές με ψηλούς τοίχους και προαύλια 30 επί 20 για την εξασφάλιση της αισθητηριακής απομόνωσης του κρατουμένου, για την αποτροπή μέχρι και της οπτικής απόδρασης. Η έλλειψη σίτισης που αποτελεί βασική ανάγκη ενός ανθρώπινου οργανισμού, η έλλειψη ζεστού νερού όταν το θερμόμετρο βαράει -17 και -20 βαθμούς, η εγκληματική απουσία γιατρού σε μόνιμη βάση θα μπορούσε να αποτελέσει έναν λακωνικό πρόλογο μπροστά στην ωμότητα που ξεδιπλώνεται. Θα συναντήσουμε τις πτέρυγες “σπιρτόκουτα” με 20 κελιά. Θα δούμε από κοντά τι σημαίνει πανοπτικό σύστημα ελέγχου και επιτήρησης. Με κάμερες σε όλα τα μήκη και πλάτη της κάθε πτέρυγας, των προαυλίων, των διαδρόμων, του γυμναστηρίου, των επισκεπτηρίων, των κοινόχρηστων χώρων. 22 κάμερες ακολουθούν πιστά κάθε σου βήμα, κάθε σου έκφραση. 18 μεγάφωνα σε διατάζουν διαρκώς, κάθε στιγμή. «Τα προαύλια κλείνουν, οι κρατούμενοι να περάσουν στην πτέρυγα και να τραβήξουν τις πόρτες». «H φυλακή κλείνει οι κρατούμενοι να περάσουν στα κελιά τους και να τραβήξουν τις πόρτες». «Περάστε στα κελιά σας, περάστε στα κελιά σας». Κάθε στιγμή και μια πειθαρχικού αντικρίσματος ανακοίνωση, κάθε μέρα και ένα πρόσταγμα. Μια ύπαρξη εγκλωβισμένη στην απρόσωπη φωνή του δεσμοφύλακα. Θα συναντήσουμε τον εξονυχιστικό έλεγχο της αλληλογραφίας και την διαρκή παρουσία του δεσμοφύλακα πάνω απ’ το κεφάλι σου κατά τη διάρκεια του επισκεπτηρίου. Θα ακούσουμε τα βήματα των τακτικών ελέγχων στους ψυχρούς διαδρόμους της πτέρυγας μεσημέρι και βράδυ και το άνοιγμα από το “ματάκι” του κελιού για διαρκή επίβλεψη. Θα αντικρίσουμε την στρατηγικής σημασίας θέση του φυλακίου στη κεφαλή της κάθε πτέρυγας. Περιστοιχισμένο με κάγκελα και “ντυμένο” με καθρέφτες για την εξασφάλιση της εικοσιτετράωρης ανεμπόδιστης επιτήρησης. Ποτέ δεν είσαι μόνος πάντα κάποιος, ένας χωρίς πρόσωπο, πίσω από τους καθρέφτες σε παρατηρεί. Ίσως την κάθε στιγμή, ποτέ όμως δεν ξέρεις ποια.
Για να καταπιείς τη φωτιά θα πρέπει πρώτα να γίνεις ο ίδιος στάχτη.
Η θεματική της φυλακής ως μηχανισμός εξόντωσης του σώματος και της ψυχής των ανθρώπων που δεν συντάχθηκαν με την νομιμότητα ή δεν συμβάδισαν με την μικροαστική ηθική υπακούοντας στις καθεστωτικές διαταγές δεν θα μπορούσε να μην απασχολεί τις θεματικές ενός ριζοσπαστικού- ανατρεπτικού κινήματος. Ο αγώνας ενάντια στη φυλακή δεν θα μπορούσε να λείπει γιατί λειτουργεί ως ανάχωμα για την βάρβαρη και ανεμπόδιστη επέλαση του καπιταλισμού στις ζωές μας. Είναι μια θέση αντίστασης ενάντια στην ανισότητα και την εκμετάλλευση του ανθρώπου από την εξουσιαστική μηχανή. Η φυλακή δεν περιορίζεται μονάχα στο να τιμωρεί την άρνηση και την παραβατικότητα αλλά και στο να επιβραβεύει την αφομοίωση και τον συμβιβασμό. Ρίχνοντας μια ματιά στον μικρόκοσμό της θα κατανοήσουμε ως ένα βαθμό την πειθαρχική δομή του κοινωνικού ιστού. Ανακαλύπτοντας ένα διάχυτο πλέγμα περιορισμού, εκμετάλλευσης και καταπίεσης. Ένα πλέγμα συμβάσεων, πρέπει και διαταγών. Ένα κόσμο προάσπισης του διεθνούς μητροπολιτικού καπιταλισμού. Μία δομή που κλέβει τη ζωή και διατηρεί την ανελευθερία.
Πολλοί είναι αυτοί όμως που θα αναγνώσουν τις συνθήκες του πολέμου αρνούμενοι παράλληλα την βολή τους. Ίσως ατάραχα αυτήν την στιγμή να κάθονται και να ξεφυλλίζουν αυτές τις σελίδες, καταπίνοντας με φόβο, ανόρεχτα ή αδιάφορα την ιστορία των φυλακών, των βασανιστηρίων, της απομόνωσης, των στενών κελιών. Ίσως με κυνική αίσθηση αποδοχής του αναπόφευκτου φυλλομετρούν την φρίκη και τον πόνο δίχως να κατανοούν πως η φυλακή είναι στην πραγματικότητα κάτι πιο κοντινό απ’ όσο ακούν η διαβάζουν, απ’ όσο πιστεύουν. Εκείνοι που “μελετούν” τα όσα διαδραματίζονται πίσω από τους ψηλούς τοίχους, τις σιδερένιες πόρτες και τα συρματοπλέγματα για να κάνουν έπειτα μια φιλική κουβέντα συνοδεύοντας ένα όμορφο απόγευμα, πραγματικά αγνοούν τα πάντα. Όσοι πάλι διαβάζουν με επίγνωση, διατηρούν ένα μειδίαμα σιωπηλό και την ώρα που περπατούν νιώθουν τυχεροί που μπορούν…
Όχι. Τα βιώματα πρέπει να διαβάζονται χωρίς άνεση, έτσι ακριβώς όπως ξεδιπλώνονται. Σαν η συνείδησή σου να σε “αναγκάζει” να ακουμπήσεις και να αφουγκραστείς την πραγματικότητα. Την πραγματικότητα αυτή που ενδεχομένως να αφηγήται την μοναξιά ενός παγωμένου κελιού, την απόγνωση και τον παροξυσμό μιας μακράς απομόνωσης, τον πόνο ενός βασανισμού, τον διαρκή αχό των λαμαρίνων κατά τη διάρκεια μιας μεταγωγής. Την αφήγηση αυτή που χαράχτηκε σε λίγα φύλλα χαρτί με ιδρωμένες παλάμες και μουδιασμένο κεφάλι, αλλά με πείσμα συνέχισε να αφηγήται. Ίσως να αφηγήται ατελείωτα πρωινά και νύχτες, μέρες και μήνες, χρόνια που σε βρίσκουν να γυρνάς σ’ ένα τσιμεντένιο κουτί, όταν τα κάγκελα σε αρπάζουν από το λαιμό και σε πνίγουν. Ίσως να αφηγήται φωνές ξένων που ακούς από τα διπλανά κελιά, από άλλες πτέρυγες, από διαφορετικές φυλακές και μπουντρούμια που ψιθυρίζουν για μια μάχη που δεν έχει τελειωμό. Μια μάχη για την ελευθερία. Μία μάχη χωρίς εισιτήριο επιστροφής. Που ίσως αφηγήται την επιμονή, το σθένος, την πίστη. Την ελπίδα στον αγώνα. Σ’ ένα διαρκή αγώνα, έναν αγώνα δίκαιο. Αφηγήσεις που στέκονται στο πλάι των αγωνιζόμενων, εκείνων που τολμούν, των συνειδήσεων που άρπαξαν φωτιά. Σε όλους αυτούς που σε πείσμα τον καιρών από τον “ελεύθερο κόσμο” πυρπολούν το φόβο, την αδράνεια και εργάζονται για την ανατροπή. Αφηγήσεις που ξετυλίγονται με αξιοπρέπεια από τα λίγα τετραγωνικά του κελιού τους, που περιμένουν μέχρι την αντάμωση. Μέχρι να φτάσει ένα νέο ότι ο αγώνας κάπου εκεί έξω συνεχίζεται. Μέχρι ένα σινιάλο να φωτίσει τον αγκαθωτό ουρανό τους.
(Το παρών κείμενο γράφτηκε από τον σύντροφο Παναγιώτη Μασούρα τον Ιανουάριο του 2012, όσο βρισκόταν ακόμα αιχμάλωτος στο κάτεργο των Γρεβενών)