Categories
Ελληνικά / Greek

“Η ιδεολογία της θυματοποίησης” – Feral Faun

Στην Νέα Ορλεάνη μόλις έξω από την γαλλική συνοικία υπάρχει ένα γκράφιτι σε μια μάντρα που γράφει «ΟΙ ΑΝΤΡΕΣ ΒΙΑΖΟΥΝ». Συνήθως περνούσα από εκεί σχεδόν κάθε μέρα. Την πρώτη φορά που το είδα τσαντίστηκα επειδή ήξερα πως αυτή που είχε γράψει το σύνθημα θα με προσδιόριζε ως άντρα αλλά ποτέ δεν επιθύμησα να βιάσω κάποια. Ούτε κάποιος άλλος από τους «πεοφόρους» φίλους μου. Όμως καθώς αντιμετώπιζα καθημερινά αυτό το γραμμένο με σπρέι δόγμα, οι αιτίες του θυμού μου μετατράπηκαν. Αναγνώρισα αυτό το δόγμα σαν μια λιτανεία της φεμινιστικής εκδοχής της ιδεολογίας της θυματοποίησης, μια ιδεολογία που προωθεί τον φόβο, την αδυναμία του ατόμου (και επακόλουθα την εξάρτηση του από ομάδες στήριξης με ιδεολογική βάση καθώς και την πατερναλιστική προστασία από τις αρχές), μια τύφλωση απέναντι σ’ όλες τις πραγματικότητες και τις ερμηνείες της εμπειρίας που δεν βολεύεται μέσα από την θεώρηση κάποιου για τον εαυτό του ως θύμα.

Δεν αρνούμαι ότι υπάρχει μια πραγματικότητα πίσω από την ιδεολογία της θυματοποίησης. Καμιά ιδεολογία δεν θα μπορούσε να λειτουργήσει αν δεν είχε κάποια βάση στην πραγματικότητα. Έχουμε περάσει ολόκληρη την ζωή μας μέσα σε μια κοινωνία που βασίζεται στην καταστολή και την εκμετάλλευση των επιθυμιών μας, των παθών και της ατομικότητάς μας. Αλλά είναι σίγουρα παραλογισμός το να αγκαλιάζουμε την ήττα καθορίζοντας τους εαυτούς μας με όρους θύματος.

Σαν μέσο κοινωνικού ελέγχου, οι κοινωνικοί θεσμοί ενισχύουν στον καθένα από εμάς την αίσθηση της θυματοποίησης ενώ την ίδια στιγμή κεντράρουν αυτή την αίσθηση στην κατεύθυνση της ενίσχυσης της εξάρτησης από τους κοινωνικούς θεσμούς. Τα ΜΜΕ μας βομβαρδίζουν με ιστορίες εγκλήματος, πολιτικής και οικονομικής διαφθοράς, πολέμου και υλικής σπάνης. Παρά το ότι αυτές οι ιστορίες έχουν μια βάση στην πραγματικότητα, σίγουρα όμως παρουσιάζονται για να ενισχύσουν τον φόβο. Επειδή όμως πολλοί από εμάς αμφισβητούν τα ΜΜΕ, μας σερβίρεται ένας σωρός «ριζοσπαστικών» ιδεολογιών που αν και περιέχουν σε κάποιο βαθμό μια πραγματική αντίληψη, είναι τυφλές σε οτιδήποτε δεν χωράει στην ιδεολογική τους δομή. Κάθε μία από αυτές τις ιδεολογίες ενισχύει την ιδεολογία της θυματοποίησης και επικεντρώνει την ενέργεια των ατόμων μακριά από την εξέτασή της κοινωνίας στην ολότητά της καθώς και τον δικό τους ρόλο στην αναπαραγωγή της. Τόσο τα ΜΜΕ όσο και όλες οι εκδοχές του «εναλλακτικού ριζοσπαστισμού»ενισχύουν την ιδέα ότι είμαστε θύματα κάποιου έξω από εμάς, του Άλλου. Ενώ οι κοινωνικές δομές (η οικογένεια, οι μπάτσοι,, ο νόμος, οι ομάδες ψυχολογικής υποστήριξης και θεραπείας, η εκπαίδευση, οι ριζοσπαστικές οργανώσεις καθώς και οτιδήποτε άλλο ενισχύει μια αίσθηση εξάρτησης) υπάρχουν –υποτίθεται- για να μας προστατεύουν. Αν η κοινωνία δεν παρήγαγε αυτούς τους μηχανισμούς (συμπεριλαμβανομένων των δομών της ψευδούς, ιδεολογικής και μερικής εναντίωσης) για να προστατεύει τον εαυτό της, εμείς ακριβώς θα μπορούσαμε να εξετάσουμε την κοινωνία στην ολότητά της και να αναγνωρίσουμε ότι εξαρτάται για την αναπαραγωγή της από τις δικές μας δραστηριότητες. Έτσι θα είχαμε κάθε δυνατότητα να αρνηθούμε τους ρόλους μας ως εξαρτημένα θύματα της κοινωνίας. Όμως οι αισθήσεις, οι συμπεριφορές και τα μοντέλα σκέψης που προκαλούνται από την ιδεολογία της θυματοποίησης, κάνουν μια τέτοια αντιστροφή προοπτικής πολύ δύσκολη.

Αποδεχόμενοι την ιδεολογία της θυματοποίησης σε κάθε της μορφή, διαλέγουμε να ζήσουμε μέσα στον φόβο. Το άτομο που έγραψε το γκράφιτι «ΟΙ ΑΝΤΡΕΣ ΒΙΑΖΟΥΝ» ήταν μάλλον φεμινίστρια, μια γυναίκα που είδε αυτή την πράξη της σαν μια ριζοσπαστική πρόκληση κατά της πατριαρχικής καταπίεσης. Στην πραγματικότητα όμως, τέτοιες διακηρύξεις δρουν προσθετικά σ’ ένα υπαρκτό κλίμα φόβου. Αντί να δίνει στις γυναίκες σαν άτομα μια αίσθηση δύναμης, ενισχύει την ιδέα ότι ουσιαστικά οι γυναίκες είναι θύματα. Ενώ οι γυναίκες που διαβάζουν αυτό το γκράφιτι, ακόμα κι αν συνειδητά απορρίπτουν το δόγμα που βρίσκεται πίσω τους, προφανώς περπατούν στον δρόμο περισσότερο φοβισμένες. Η ιδεολογία της θυματοποίησης που είναι τόσο διάχυτη στον φεμινιστικό λόγο, μπορεί ακόμα να βρεθεί σε κάποια μορφή στα κινήματα φυλετικής και εθνικής απελευθέρωσης, σε εργατικούς αγώνες και σχεδόν σε κάθε μορφή «ριζοσπαστικής» ιδεολογίας.

Ο φόβος μιας πραγματικής, άμεσης και αναγνωρίσιμης απειλής σ’ ένα άτομο, μπορεί να το ωθήσει σε μελετημένη δράση για την εξάλειψη της απειλής. Ο φόβος όμως που προκαλείται από την ιδεολογία της θυματοποίησης, είναι ένας φόβος πολύ μεγάλος και πολύ αφηρημένος (μη συγκεκριμένος) για να τον αντιμετωπίσει το άτομο. Καταλήγει στην δημιουργία ενός κλίματος φόβου, υποψίας και παράνοιας και κάνει τις διαμεσολαβήσεις που αποτελούν το δίκτυο του κοινωνικού ελέγχου να φαίνονται απαραίτητες και επιθυμητές.

Είναι αυτό το εμφανώς υπερκαταπιεστικό κλίμα φόβου που δημιουργεί την αίσθηση αδυναμίας, ουσιαστικά την αίσθηση του θύματος στα άτομα. Παρά το ότι είναι αλήθεια πως οι διάφοροι «ιδεολογικοί απελευθερωτιστές» συχνά θορυβούν με μαχητική οργή, σπανίως όμως πάνε πέρα από το σημείο όπου θα γίνονταν πραγματικά απειλητικοί. Αντ’ αυτού «απαιτούν» (που σημαίνει πως…μαχητικά εκλιπαρούν) απ’ αυτούς που ορίζουν ως καταπιεστές τους,  να τους εγγυηθούν την ‘απελευθέρωσή» τους. Ένα σχετικό παράδειγμα συνέβη στην αναρχική συνάντηση «ΧΩΡΙΣ ΣΥΝΟΡΑ» το 1989 στο Σαν Φρανσίσκο. Δεν υπάρχει αμφιβολία πως στις περισσότερες συζητήσεις που παρακολούθησα, οι άντρες έτειναν να μιλάνε περισσότερο από τις γυναίκες. Όμως κανείς δεν εμπόδισε κάποια γυναίκα να μιλήσει, ούτε και παρατήρησα έλλειψη σεβασμού για όποια γυναίκα μιλούσε. Παρ’ ολαυτά, από την μικροφωνική που υπήρχε στην αυλή του κτιρίου όπου γινόταν η συνάντηση, έγινε μια ομιλία στην οποία ειπώθηκε πως «οι άντρες κυριαρχούν στις συζητήσεις και αποτρέπουν τις γυναίκες από το να μιλάνε». Η ομιλήτρια απαίτησε (ή για να το επαναλάβω, «μαχητικά εκλιπάρησε») οι άντρες να αφήσουν τις γυναίκες να μιλάνε περισσότερο. Με άλλα λόγια η ομιλήτρια ζητούσε από τους καταπιεστές (σύμφωνα με την ιδεολογία της) να εγγυηθούν τα «δικαιώματα» των καταπιεσμένων. Μια συμπεριφορά που συμπερασματικά αποδέχεται τον ρόλο του άντρα σαν καταπιεστή και της γυναίκας σαν θύμα.

Στην συνάντηση υπήρχαν συζητήσεις όπου συγκεκριμένα άτομα κυριαρχούσαν. Όμως ένα  άτομο που δρα μέσα από την δύναμη της ατομικότητάς του, άμεσα εναντιώνεται σε μια τέτοια κατάσταση την στιγμή ακριβώς που συμβαίνει και αντιμετωπίζει όσους ενέχονται σ’ αυτή σαν άτομα. Η ανάγκη να καλουπώσεις τέτοιες καταστάσεις μέσα σ’ ένα ιδεολογικό πλαίσιο και να διαχωρίσεις τα άτομα που ενέχονται σ’ αυτές ως κοινωνικούς ρόλους –μετατρέποντας μια πραγματική και άμεση κατάσταση σε αφηρημένες κατηγορίες- είναι ένα σημάδι της επιλογής κάποιου να είναι αδύναμος, να είναι θύμα. Ο εναγκαλισμός της αδυναμίας βάζει κάποιον στην παράλογη θέση να πρέπει να παρακαλέσει τον καταπιεστή του, να του εγγυηθεί την ελευθερία του. Και αυτό είναι μια σαφής εγγύηση πως το άτομο δεν θα είναι ποτέ του ελεύθερο παρά για να είναι θύμα.

Όπως όλες οι ιδεολογίες, έτσι και τα διάφορα είδη της ιδεολογίας της θυματοποίησης είναι μορφές ψευδούς συνείδησης. Η αποδοχή του κοινωνικού ρόλου του θύματος (σε οποιαδήποτε από τις μορφές του) είναι η επιλογή του να μην δημιουργείς την ζωή σου για τον εαυτό σου και να μην εξερευνάς τις πραγματικές σχέσεις σου με τις κοινωνικές δομές. Όλα τα μερικά-αποσπασματικά απελευθερωτικά κινήματα καθορίζουν τα άτομα με όρους των κοινωνικών τους ρόλων. Με συνέπεια όχι μόνο να μην περιλαμβάνουν αυτά τα κινήματα μια αντιστροφή των προοπτικών που δημιουργούν τους κοινωνικούς ρόλους, όχι μόνο να μην επιτρέπουν στα άτομα να δημιουργήσουν μια πρακτική στηριγμένη στα δικά τους πάθη και στις δικές τους επιθυμίες αλλά στην πραγματικότητα να δουλεύουν ενάντια στην αντιστροφή των προοπτικών. Η «απελευθέρωση» που προσφέρεται απ’ αυτά τα κινήματα, δεν είναι η ελευθερία των ατόμων  να δημιουργούν τις ζωές που επιθυμούν σε μια ελεύθερη και γιορτινή ατμόσφαιρα, αλλά μάλλον η «απελευθέρωση» του κοινωνικού ρόλου στον οποίο το άτομο εξακολουθεί να υπόκειται. Όμως η ουσία των κοινωνικών ρόλων μέσα στο πλαίσιο αυτών των «απελευθερωτικών» ιδεολογιών, είναι το να είσαι θύμα. Έτσι οι λιτανείες των δεινών που υποφέρουνε, πρέπει να ψάλλονται ξανά και ξανά ώστε να σιγουρευτούν πως τα θύματα δεν θα ξεχάσουν ποτέ αυτό που είναι. Τα «ριζοσπαστικά απελευθερωτικά  κινήματα» βοηθούν στην διασφάλιση του ότι το κλίμα του φόβου δεν θα εξασθενίσει ποτέ και τα άτομα θα συνεχίσουν να βλέπουν τους εαυτούς τους αδύναμους. Θα βλέπουν την «δύναμή «τους να βρίσκεται στους κοινωνικούς ρόλους οι οποίοι όμως στην πραγματικότητα είναι η πηγή της θυματοποίησής τους. Κατ’ αυτό τον τρόπο, τα κινήματα και οι ιδεολογίες αυτές δρουν για να αποτρέψουν την πιθανότητα μιας εξέγερσης ενάντια σε κάθε εξουσία και κοινωνικό ρόλο.

Η πραγματική εξέγερση δεν παρέχει ποτέ ασφάλεια. Αυτοί που επιλέγουν να αυτοπροσδιορισθούν με όρους του ρόλου τους ως θύματα, δεν τολμούν να επιχειρήσουν την απόλυτη εξέγερση επειδή κάτι τέτοιο θα απειλούσε την σιγουριά των ρόλων τους. Όμως, όπως είχε πει ο Νίτσε, «το μυστικό της μεγαλύτερης καρποφορίας και της μεγαλύτερης απόλαυσης στην ύπαρξή μας, είναι το να ζούμε επικίνδυνα». Μόνο η συνειδητή απόρριψη της ιδεολογίας της θυματοποίησης, η άρνηση του να ζεις στον φόβο και την αδυναμία, η αποδοχή της δύναμης των παθών και των επιθυμιών μας, η αποδοχή των εαυτών μας σαν άτομα που είναι σπουδαιότερα –και άρα ικανά να ζήσουν πέρα- από τους κοινωνικούς ρόλους, μόνο αυτά παρέχουν μια βάση για ολοκληρωτική εξέγερση ενάντια στην κοινωνία. Μια τέτοια εξέγερση σίγουρα παίρνει καύσιμα από την οργή αλλά όχι από την κακόφωνη, μνησίκακη, μάταιη οργή του θύματος που κινεί τις φεμινίστριες, τους «φυλετικούς απελευθερωτιστές» και άλλους παρόμοιους που «απαιτούν» την τήρηση των «δικαιωμάτων» τους από την εξουσία. Είναι περισσότερο η οργή των ακαταπίεστων επιθυμιών μας, η επιστροφή των καταπιεσμένων χωρίς μεταμφίεση και σε πλήρη ισχύ. Το πιο ουσιώδες όμως είναι ότι η ολοκληρωτική εξέγερση παίρνει καύσιμα από το πνεύμα του ελεύθερου παιχνιδιού και της χαράς της περιπέτειας, από την επιθυμία να εξερευνήσουμε κάθε πιθανότητα για έντονη ζωή που η κοινωνία προσπαθεί να μας αρνηθεί. Για όλους εμάς που θέλουμε να ζήσουμε με πληρότητα και χωρίς περιορισμούς, πέρασε ο καιρός που μπορούσαμε να ανεχόμαστε το να ζούμε σαν φοβισμένα ποντίκια μέσα σε τρύπες τοίχων. Κάθε μορφή της ιδεολογίας ης θυματοποίησης μας κάνει να ζούμε σαν φοβισμένα ποντίκια. Αντί γι’ αυτό ας γίνουμε τρελαμένα και γελαστά τέρατα που ηδονιστικά θα διαλύσουνε τους τοίχους της κοινωνίας δημιουργώντας για τους εαυτούς μας, θαυμαστές και καταπληκτικές ζωές!

(από την μπροσούρα ΧΑΟΤΙΚΑ ΜΑΝΙΦΕΣΤΑ, εκδόσεις Δαίμων του Τυπογραφείου)

Categories
Ελληνικά / Greek

“Ιταλία 1977 και μια κριτική του ενοπλισμού” – Alfredo Bonanno κ.α.

 

 

 

Μερικές σημειώσεις για το κίνημα στην Ιταλία

Πηγή: http://turbellaria.blogspot.com

Παρότι γειτονεύουν, οι χώρες τις Ευρώπης είναι παραδοσιακά διαχωρισμένες μεταξύ τους. Αυτός ο διαχωρισμός και η συνακόλουθη άγνοια της μιας για την άλλη, ισχύει και στην περίπτωση των επαναστατικών κινημάτων που αγωνίζονται ενάντια στο ένα ή το άλλο Κράτος. Τα ονόματα που έρχονται στο μυαλό όταν σκέφτεται κανείς την Ιταλία των περασμένων χρόνων, σπάνια πάνε μακρύτερα από την Lotta Continua (Συνεχής Αγώνας), την Prima Linea (Πρώτη Γραμμή) και τις Brigate Rosse (Ερυθρές Ταξιαρχίες), άντε ίσως σήμερα την Αυτονομία και τα (συνδικάτα βάσης) Cobas.

Προκειμένου να έχουμε μια εικόνα του τί συμβαίνει σήμερα στο κίνημα, είναι απαραίτητο να ρίξουμε μια ματιά στους αγώνες στη χώρα απ’ τις αρχές του ’70 μέχρι σήμερα. Μετά την εξεγερσιακή έκρηξη του ’68, εκτυλίχθηκαν έντονοι κοινωνικοί αγώνες που κορυφώθηκαν το 1977 στα -κατά τα μίντια- λεγόμενα “χρόνια του μολύβδου”, φολκλορικά συμβολισμένα στο περίστροφο p38. Οι Ινδιάνοι Μητροπολιτάνοι, οι μαζικές διαδηλώσεις που συγκρούονταν με την αστυνομία, οι επιθέσεις στους συνδικαλιστές ηγέτες, οι λεηλασίες των σούπερμάρκετ, η διάχυση μικρών χειρονομιών σαμποτάζ σε διάφορους χώρους εκμετάλλευσης, βρίσκονταν στην ημερήσια διάταξη. Σκληρές πορείες στο δρόμο, που διαλύονταν μόνο μετά από άπειρα δακρυγόνα και σφαίρες της αστυνομίας. Δολοφονίες συντρόφων. Οδομαχίες μέχρι θανάτου μεταξύ φασιστών και κομμουνιστών νεολαίων.

Διάφορες εξωκοινοβουλευτικές οργανώσεις προέκυψαν εκείνη την περίοδο: Η Lotta Continua, η Potere Operaio (Εργατική Εξουσία), η Potere Rosso (Κόκκινη Εξουσία) στα πλαίσια του κομμουνιστικού χώρου, και σ’ έναν βαθμό η παρανομία έγινε το επόμενο βήμα για πολλούς νέους συντρόφους, κι εξαπλώθηκε ως αποτέλεσμα και της έντονης στρατολόγησης από τις ίδιες τις οργανώσεις. Όχι μόνο οι Ερυθρές Ταξιαρχίες, που έστηναν μεραρχίες σε διάφορα σημεία της χώρας, αλλά και άλλες πολλές κομμουνιστικές τάσεις πέρασαν στην με την πεποίθηση ότι είχε έρθει η στιγμή της επίθεσης στην “καρδιά του Κράτους”, της ανατροπής ενός διεφθαρμένου πολιτικού και οικονομικού συστήματος, την θέσου του οποίου θα έπαιρναν αυτές.

Ένα τέτοιο ζήτημα, απείχε φυσικά απ’ τις προθέσεις των αναρχικών που, παρ’ ότι παρόντες στους κοινωνικούς αγώνες, σε επιθέσεις, σαμποτάζ, συνελεύσεις και διάφορες πρωτοβουλίες, διατηρούσαν μια κριτική του ένοπλου κόμματος με πράξεις και με λόγο. Στο εσωτερικό του αναρχικού κινήματος είχε ανάψει για τα καλά η συζήτηση. Στο επίκεντρό της βρέθηκε η κριτική των “οργανώσεων σύνθεσης” όπως οι αναρχοσυνδικαλιστικές και οι φεντεραλιστικές, και περιλάμβανε περαιτέρω ζητήματα σχετικά με τη χρήση της επαναστατικής βίας, δηλαδή της ανάγκης για επίθεση στην εξουσία υπό κάθε μορφή της, χρησιμοποιώντας μεθόδους σύμφωνες με τους σκοπούς των αναρχικών, την καταστροφή της εξουσίας σε κάθε μορφή, μέσα από μαζικές αυτοοργανωμένες εξεγέρσεις που θα οδηγήσουν σε μια κοινωνική επανάσταση βαθιά ριζωμένη μέσα σε κάθε άτομο, που οφείλει να γίνει τελικά πρωταγωνιστής της ζωής του.

Έτσι προέκυψε μια απόπειρα να οργανωθεί μια ελευθεριακή παράνομη δομή, η Azione Rivoluzionaria (Επαναστατική Δράση), η οποία εν συνεχεία διεξήγαγε πολυάριθμες επιθέσεις. Αυτή με τη σειρά της ξεσήκωσε έντονες συζητήσεις μέσα στο αναρχικό κίνημα: Είναι δυνατόν μια τέτοια δομή να εξελίσσεται με έναν αναρχικό τρόπο, ή απλά παρέχει μια ελευθεριακή ιδεολογική μυστικοποίηση της γνωστής κλειστής γκρούπας ειδικών, απλά με μη-σταλινικό περιτύλιγμα;

Αρκετές συνελεύσεις έγιναν, παρ’ όλα αυτά η αναρχική κριτική συνήθως ήταν φωνή βοώντος εν τη ερήμω. Η συζήτηση κρατήθηκε ζωντανή στις σελίδες μερικών απ’ τις εκδόσεις της εποχής. Η αναρχική επιθεώρηση Anarchismo ιδίως, ήταν ο φορέας μια ολοένα και πιο συγκροτημένης μεθοδικής κριτικής και, εμπνεόμενη από το εύρος των ανώνυμων δράσεων σαμποτάζ σε όλη τη χώρα, μικρών δράσεων που δεν απαιτούσαν κάποια ιεραρχική εξειδίκευση αλλά μόνο την προσωπική απόφαση μακράν της βαριάς ατμόσφαιρας εκδίκησης της σταλινικής ιδεολογίας που στόχευε στο χτύπημα στην καρδιά του Κράτους. Στην πραγματικότητα, οι κοινωνική και οικονομική αναταραχή εξελισσόταν με τέτοιο τρόπο, που περισσότερο απ’ όσο ποτέ απλωνόταν σ’ ολόκληρη τη χώρα, και δεν έζωναν πια μοναχά τις μεγάλες βιομηχανικές πόλεις όπως στα χρόνια του ’50 ή του ’60. Το ζήτημα των αριθμών “να οργανωθούμε πρώτα και μετά βλέπουμε” έγινε ορατό κάτω από ένα διαφορετικό φως, αυτό της πολιτικής, μακριά απ’ την πραγματικότητα της επαναστατικής αποτελεσματικότητας.

Φυσικά μια τέτοια εξέλιξη λάμβανε χώρα παράλληλα με τις εξελίξεις στην επιστήμη και την τεχνολογία, που πλέον εφαρμόζονταν σε κάθε σφαίρα της ζωής. Επίσης είδαμε αυτήν την εποχή μια ευρεία άρνηση του μιλιταρισμού, συγκεκριμένα της στρατιωτικής θητείας σε ατομικό επίπεδο. Οι αναρχικοί ήταν ξεκάθαροι σ’ αυτό το θέμα. Ενάντια στον πόλεμο, ενάντια στον μιλιταρισμό (οποιουδήποτε χρώματος) αλλά όχι εναντίον των όπλων που, παρόλο που δεν είχαν την κεντρική σημασία που αποκτούν για τα ένοπλα κόμματα (τους “ένοπλους βραχίονες του προλεταριάτου”), εξακολουθούν να είναι απαραίτητα για την επίθεση στον εκμεταλλευτή εχθρό. Δράσεις σ’ αυτόν τον τομέα, εκτείνονται από ολικές αρνήσεις της στρατιωτικής θητείας, λιποταξίες, εμπρηστικές επιθέσεις εναντίον στρατοπέδων, γελοιοποίηση της στρατιωτικής εικονογραφίας κλπ.

Τα χρόνια πέρασαν. Η ένοπλη επίθεση στο Κράτος με όρους κεντρικότητας έφτασε στο αδιέξοδό της και πολλοί από τους 5.000 συλληφθέντες των αρχών του ’80 άρχισαν να διαπραγματεύονται ατομικά με το Κράτος προκειμένου να γλυτώσουν από μια προοπτική δεκαετιών φυλάκισης που προέκυψε από μαζικές καταδίκες σε πολλάκις ισόβια. Έτσι άρχισαν να εμφανίζονται και οι πρώτες αποκηρύξεις (εδώ επικεντρώθηκε η τακτική των “μετανοημένων”, των “ανανηψάντων”. Είτε μετά από βασανιστήρια που μέχρι τότε επιφυλάσσονταν μόνο σε προλετάριους, ή από φόβο κι απόγνωση μπρος σε μια προοπτική ισόβιας κάθειρξης, συναισθήματα που υπήρξαν άμεση συνέπεια της τακτικής της στρατολόγησης έναντι της ώριμης ανοιχτής επιλογής στον ταξικό πόλεμο), οδήγησαν σ’ αυτή τη διάρρηξη μιας κατάστασης η οποία, αν έμενε συμπαγής, μπορεί να είχε αναγκάσει το Κράτος να βρει αυτό μια λύση, για τους δικούς του λόγους και για τις ανάγκες της γειτονίας του με Κράτη που έβαζαν πλώρη για μια οικονομικά ωφέλιμη ταξική ειρήνη, αφομοιώνοντας μέσω μιας ιεροποίησης των αγώνες του παρελθόντος. 5.000 άνθρωποι είναι πάρα πολλοί για να τους κρύψει κανείς κάτω απ’ το χαλάκι. Αντίθετα, ειδικά κελιά και φυλακές χτίστηκαν, νόμοι έκτακτης ανάγκης ψηφίστηκαν. Η πραγματικότητα της φυλακής γρήγορα έκαμψε τις ανταρσίες, τις μαζικές απόπειρες απόδρασης και τις εξεγέρσεις με εισαγωγές σε προγράμματα αναμόρφωσης των μετανοημένων πρώην αγωνιστών που υπέγραφαν τελικά την αποκήρυξη του ενόπλου αγώνα.

Ιταλία 1977: Μια έφοδος στους ουρανούς

Πηγή: η ιταλική επιθεώρηση “Insurrezione” – Νοέμβρης 1977

http://turbellaria.blogspot.com

Αν αφενός διεκδικούμε αναμφίβολα τον πλούτο των βίαιων κι ένοπλων εκφράσεων του κινήματος (της γενικευμένης κλοπής κι απαλλοτρίωσης ως κριτική της μισθωτής εργασίας, της ριζοσπαστικοποίησης της σύγκρουσης στο δρόμου, του σαμποτάζ κλπ) είμαστε αφετέρου πεπεισμένοι, ότι το πεδίο της βίας δεν μπορεί από μόνο του να συγκροτήσει μια ποιοτική στιγμή, μια στιγμή, με άλλα λόγια, που να χαρακτηρίζει τους νέους επαναστάτες ως τέτοιους. “Η ανυπομονησία να πάρουμε τα όπλα με κάθε κόστος σήμερα, στην πραγματικότητα καθυστερεί τη στιγμή στην οποία το προλεταριάτο ως όλον θα καταφύγει στα όπλα, επειδή περιμένει την καταστολή. Αυτοί που αλληλοσυγχαίρονται για την βλακώδη χρήση των όπλων δεν είναι η επαναστατική πρωτοπορεία, αλλά η τελευταία γραμμή της θεωρητικής και στρατηγικής συνείδησης”. (Μανιφέστο που μοιράστηκε στην Μπολώνια, στις 23 Σεπτέμβρη 1977 με υπογραφή: Ένωση για την μετάδοση της κολλητικής λύσσας).

Κατά τη γνώμη μας, είναι ακριβώς η κοινωνική αποσύνθεση που ωθεί προς ολοκληρωτικές επιλογές -ο ένοπλος αγώνας, ως μια ειδική και διαχωρισμένη διάσταση- που, περιορίζοντας την πολυπλοκότητα της σύγκρουσης σε μια βεντέτα μεταξύ αντιπάλων συμμοριών, εγκλωβίζεται σ’ ένα πεδίο όπου το κεφάλαιο μπορεί να διαχειριστεί προς όφελός του. Αν για παράδειγμα, όσον αφορά τις Ερυθρές Ταξιαρχίες, είναι δύσκολο να μη νιώσουμε μια συμπάθεια για το βαθμό στον οποίον καταφέρνουν μερικές φορές να γελοιοποιούν και να χτυπούν το Κράτος στο ίδιο το παιχνίδι του, δεν μπορούμε να ξεχάσουμε την απόσταση μεταξύ του νεοσταλινικού προγράμματός τους, γεμάτου μιλιταριστική ιδεολογία, από το σχέδιο της προλεταριακής επανάστασης, με το οποίο δεν έχει τίποτα κοινό.

Και στη βάση της αποτυχίας του κινήματος του ’68, μπορούμε να καταλάβουμε το παρόν κύμα τρομοκρατίας. Όταν, στις αρχές των 70es, η προοπτική μιας ολικής επανάστασης φαινόταν να απομακρύνεται, μερικές ομάδες το θεώρησαν εφικτό να καταστρέψουν το Κράτος, σε μια στρατιωτικού τύπου αναμέτρηση. Η ανικανότητα να αντιληφθούν πως κανένας ένοπλος βολονταρισμός όπως και τίποτα άλλο δεν μπορεί να λάβει τη θέση βηματοδότη του πραγματικού κινήματος, οδήγησε σε μια παρανοϊκή ιδεολογία-κολλάζ που συγχωνεύει διάφορα στοιχεία, από μια αφελή εξεγερσιακή τάση μέχρι υπερ-μπολσεβικικά χαρακτηριστικά, σε ένα αποτρόπαιο ποτ-πουρί. Στο ξεκίνημά τους, οι ένοπλες ομάδες τουλάχιστον αναλάμβαναν ως στόχο τους να δείξουν ότι το Κράτος δεν είναι άτρωτο, καθώς όμως όλο και γρηγορότερα η ορθολογικοποίηση του αστυνομικού μηχανισμού έκανε την καταστολή όλο και πιο ασφυκτική, σύντομα οι πρακτικές τους μετασχηματίζονταν σ’ έναν προσωπικό πόλεμο, αυτονομημένο από κάθε πραγματικό αγώνα. Επιπλέον, αυτό το τυπικό σλόγκαν “να χτυπήσουμε στην καρδιά του Κράτους”, συσκοτίζει τον πραγματικό στόχο: το κεφάλαιο, του οποίου το Κράτος δεν είναι παρά μια φαινομενική εκδήλωσή του.

Στην πραγματικότητα, οι ένοπλες ομάδες έγιναν ένα εμπόδιο για την ανάπτυξη του κινήματος, το οποίο κατέληξαν οι ίδιες (πχ οι Ερυθρές Ταξιαρχίες) να κατηγορούν ως αυθορμητιστικό και επιπόλαιο! Αυτοί οι κριτικισμοί φέρνουν στην μνήμη τους κλαυθμηρισμούς της επίσημης αριστεράς, της οποίας άλλωστε αυτοί οι άνθρωποι δεν αποτελούν παρά την ακραία πτέρυγά της. Ανεξάρτητα από τις προθέσεις και τις επαναστατικές περγαμηνές του κάθε ατόμου, ένα τέτοιο είδος ένοπλου αγώνα φυτεύει τους σπόρους της επαναφομοίωσης. Όχι μόνο και όχι τόσο, με την έννοια του αστυνομικού καννιβαλισμού, αλλά με την έννοια της μείωσης σε μια επαναλαμβανόμενη κι απόλυτα λειτουργική για την εξουσία εικόνα της επανάστασης ως μια απλή στρατιωτική αντιπαράθεση. Είναι αλήθεια ότι οι ομάδες της αυτονομίας δεν ταυτίζονται με τις Ερυθρές Ταξιαρχίες, όμως είναι επίσης αλήθεια κι ότι η άκριτη υποστήριξη της στρατιωτικοποίησης του κινήματος ενέχει τα ίδια προβλήματα.

Είναι εμφανές ότι το Κράτος θέλει να ωθήσει έναν μεγάλο αριθμό ανθρώπων στην παρανομία. Κάτι τέτοιο αντιστοιχεί με την μείωση του κινήματος στην στρατιωτική του διάσταση, όπου η εξουσία έχει ακόμα το πάνω χέρι, τουλάχιστον σ’ αυτήν τη φάση. Ομάδες όπως οι Ερυθρές Ταξιαρχίες, πιστεύουν ότι η στρατηγική τους βρίσκει ανταπόκριση. Και είναι σημαντικό ότι ο τελευταίος καιρός χαρακτηρίζεται από μια αύξουσα σύγχυση κι ένα είδος επιστροφής στον παραδοσιακό μιλιταρισμό που στιγματίστηκε απ’ την πιο ηλίθια τρομοκρατία (Casalegno και Acca Laurentia).

Είναι προφανές ότι οι παράνομες ομάδες αυτή τη στιγμή παίζουν στο πεδίο των αντινομιών μεταξύ κρίσης κι επανάστασης, μεταξύ μιας νεοσταλινικής διεύθυνσης κι ενός ριζικού μετασχηματισμού προς τον κομμουνισμό.

Parafulmini e controfigure

Γενάρης 1980

Αυτό το κείμενο είναι μια απάντηση στην προκήρυξη της Azione Rivoluzionaria “Σημειώσεις για μια εσωτερική κι εξωτερική συζήτηση” που δημοσιεύτηκε στο τεύχος 13-14 του περιοδικού Counterinformazione. Τα άρθρα “Parafulmini e controfigure” και “L.A.xC.=Nihil” συνιστούν μια άμεση απάντηση 2 συντρόφων στο κείμενο της AR. Μετά την άρνηση 2 εφημερίδων του κινήματος να δημοσιεύσουν τις κριτικές τους, κατέστη αναγκαίο να διαδοθούν αυτόνομα. Η μετάφραση των κειμένων στα αγγλικά, όπου μπορούν να βρεθούν στο http://pantagruel-provocazione.blogspot.com, είναι της Jean Weir.

Έχουμε εδώ τη δεύτερη έκδοση αυτού του φιλόδοξου μικρού βιβλίου που, στο σκοτάδι και χωρίς πολύ θόρυβο, σηματοδοτεί ένα αυθεντικό ξεκαθάρισμα της εξεγερσιακής τάσης μέσα στο ιταλικό αναρχικό κίνημα. Με αυτό εννοώ, ας είμαστε σαφείς, το επαναστατικό εξεγερσιακό αναρχικό, όχι τις προσδοκίες ενός γιγαντιαίου μαζικού κινήματος που μέλει να καταστρέψει το υπάρχον σύστημα, ή όσο απ’ αυτό είναι απαραίτητο να καταστραφεί μέσα σε μια μεγάλη νύχτα, προκειμένου να πάρουν τα πράγματα το δρόμο τους προς την αναρχική κοινωνία. Δεν υπάρχει κανένα ίχνος ενός τέτοιου τρόπου κατανόησης του εξεγερσιακού σ αυτό το βιβλιαράκι άλλου εκτός απ’ την αναβολή μέχρι τη γενίκευση της σύγκρουσης, η οποία θα μπορούσε κάλλιστα να μην επιφέρει τίποτα απολύτως -ή σε συνθήκες τρομακτικής καταστολής- να μην εξασφαλίζει ούτε καν ότι υπάρχει σήμερα. Έτσι, αυτές οι λίγες, πολύτιμες σελίδες σηματοδοτούν τα πρώτα βήματα που πρέπει να πάρουμε προκειμένου να φωτίσουμε ορισμένες κριτικές, που έχουν γίνει αυτή τη στιγμή απολύτως επείγουσες (1977), και αφορούν τις λεγόμενες ένοπλες οργανώσεις (μαχητικές ή οτιδήποτε).

Ελπίζω ότι αυτή η ανατύπωση θα είναι εξίσου χρήσιμη σε όλους όσους γεμάτοι συναισθηματική φόρτιση αποθεώνουν τον ρόλο του αντάρτη, ο οποίος, ενδεχομένως να ξεκινά με τις καλύτερες φιλοδοξίες, ωστόσο καταλήγει να παίρνει μια εντελώς απαράδεκτη τροπή. Αναφέρομαι συγκεκριμένα στην μεγάλη θεωρητική πρακτική εμπειρία της Azione Rivoluzionaria. Και η κριτική που εγείρεται εδώ ενάντια σε θέσεις που γρήγορα προέκυψαν μέσα στην οργάνωση αυτή, μετά από μερικούς μήνες δραστηριότητας και αναλυτικής σκέψης, έγινε εκείνη τη στιγμή, ενώ το σίδερο ήταν ακόμη καυτό, χωρίς υποχωρήσεις μπρος στους νεκρούς ή τους φυλακισμένους συντρόφους, ούτε στις ψευδαισθήσεις που περιστρέφονταν γύρω απ’ το “τώρα πυροβολούμε κι εμείς, άρα μπορούμε να τους “νικήσουμε” κι εμείς”.

Ο συγγραφέας αυτής της εισαγωγής (και μαζί με άλλους και του προαναφερθέντος βιβλίου), συμβαίνει να είναι αυτός που είχε γράψει το σύνθημα “μόνο πυροβολώντας νικάει κανείς”, και το προσυπογράφει, ακόμα και μετά την ποινή φυλάκισης 2,5 ετών το 1972 την οποία του κόστισε. Στην πραγματικότητα είναι όντως έτσι, πυροβολώντας που νικάει κανείς. Όμως τί σημαίνει νικάει; Ασφαλώς όχι κατακτάει, κερδίζει κάτι. Να νικάς, σημαίνει επίσης να ξεφορτώνεσαι έναν αριθμό εμποδίων απ’ το πεδίο της μάχης (ανθρώπους και αντικείμενα), προκειμένου να ξαναμοιραστεί το παιχνίδι, της δημιουργίας ενός νέου κόσμου ελεύθερου από κάθε εξουσία και την καταπίεσή της, ενός κόσμου που δεν μπορεί να προέλθει ολοκληρωτικά από την “νίκη” στο πεδίο αυτό, αλλά που χρειάζεται όπως φαίνεται πολύ περισσότερους αγώνες, αίμα, παρεξηγήσεις κλπ.

Μπορείς να νικήσεις μόνο πυροβολώντας, αν θεωρήσουμε ως νίκη αυτό το πρώτο, ταπεινό βήμα προς το ξεκίνημα ενός πραγματικά σπουδαίου, που όμως βρίσκεται αλλού, πέρα απ’ τους πολιτικού υπολογισμούς και τους ανταγωνισμούς δυνάμεων, πέρα απ’ την εκθαμβωτική δράση που μπορεί να μας συναρπάζει σήμερα, αλλά δεν μας πείθει εξ ολοκλήρου. Ο αγώνας που αναπτύσσεται προς την εξεγερσιακή, κι έπειτα επαναστατική γενίκευση, είναι κάτι που παίρνει πολύ καιρό και δεν μπορεί να κλειστεί στο πλαίσιο μιας “νίκης”.

Το ίδιο ισχύει και για τη λεγόμενη “προλεταριακή δικαιοσύνη”. Γύρισα πίσω σ’ αυτόν τον ορισμό αρκετές φορές, μιλώντας για την AR, και πρέπει να χουμε στο μυαλό μας ότι πρόκειτα για μια πεπερασμένη έννοια που, στην εποχή της, ήταν ενδεικτική της επείγουσας ανάγκης για μια πρακτική η οποία δεν ήταν σε καμία περίπτωση κεντρική: το να κολλήσουμε τους υπεύθυνους για συγκεκριμένες αδικίες στον τοίχο, χωρίς να επιδιώκουμε μέσω αυτού να εγκαθιδρύσουμε μια “αγνότερη” έννοια δικαιοσύνης (αντικειμενικά δικαστήρια, δίκαιους νόμους, λογικές ποινές: όλα τους σκουπίδια που δε σημαίνουν τίποτα κι ούτε μας ενδιέφεραν ποτέ), αλλά μόνο να αναλάβουμε ένα αδιάλλακτο καθήκον ξεκαθαρίσματος, ακόμα και σε μεγάλη κλίμα

κα, τη στιγμή κατά την οποία η γενίκευση του εξεγερτικού αγώνα είχε τεθεί σε κίνηση. Σε συνθήκες μιας ενδιάμεσης σύγκρουσης, αυτού του είδους η απάντηση σε συγκεκριμένες κατασταλτικές κινήσεις μπορεί να ιδωθεί σαν μια πρακτική μεγάλης σημασίας, αν μη τι άλλο σαν μια προετοιμασία για τα μελλοντικά, πολύ δυσκολότερα και πιο σύνθετα καθήκοντα. Εξ άλλου, ιδιαίτερα σ’ αυτό το “παραμελημένο” βιβλιαράκι μπορεί να βρει κανείς μια κριτική της έννοιας της “προλεταριακής δικαιοσύνης”, περιορισμένης και ορθώς κατά τη γνώμη μου, στην πιθανή σύγχυση με μια πιο εξειδικευμένη έννοια δικαιοσύνης, αυτής των δικαστηρίων, εννοώ αυτήν που “χτυπάει” τον καθέναν καθημερινά. Κι άλλα προβλήματα προκύπτουν. Το να “βγεις στην παρανομία”, όπως είπαμε παραπάνω, είναι το ένα απ’ αυτά. Το να κλειστεί κανείς στον εαυτό του σαν μύδι, κόβοντας την επαφή με την ανθρώπινη συνθήκη που είναι τόσο δύσκολο να επανορθωθεί, εν όψει των διαρκών προσπαθειών της εξουσίας να μας απομονώσει. Φυσικά, η εξειδίκευση, προκύπτει πάντα ως ο συντομότερος δρόμος για άμεσα αποτελέσματα. Είναι όμως αυτά τα αποτελέσματα όντως τα επιθυμητά; Χρειαζόμαστε όντως να κάνουμε συνεχώς “σαχ” για να δείξουμε πόσο ικανοί είμαστε; Το να αλλάζει κανείς ταυτότητα, τρόπο ζωής, στέκια, να χτίζει ένα φανταστικό σύμπαν γύρω του πλασμένο από επιβίωση και στρατιωτικού τύπου αποφάσεις είναι όλα εφικτά, όμως δεν μας στερούν κάτι στοιχειώδες; Αυτό που πραγματικά είμαστε, αυτό που πραγματικά θέλουμε να γίνουμε. Μου φαίνεται πως σήμερα αυτό το πρόβλημα, κι αυτά τα ερωτήματα βρίσκουν διαφορετικές απαντήσεις απ’ ότι σ’ αυτούς που έθεσαν το ζήτημα στο τέλος των 70es.

Αυτή είναι βεβαίως μια προφανής αλλαγή. Το να μην μπορεί να ευθυγραμμίζει κανείς τη ζωή του με αυτό που θεωρεί επαναστατικό σχέδιο είναι μια πραγματικά αντίξοη κατάσταση. Ζει κανείς έτσι σε μια φαντασιακή εκδοχή του τί θα αποτελούσε μια περιπέτεια με την πιο αυθεντική έννοια της λέξης. Αυτή είναι η κατάσταση που, αργά ή γρήγορα, οδηγεί στην μεταμέλεια και την αποκήρυξη. Η πληρότητα της ζωής που φαντασιωνόταν κανείς, εξαφανίζεται σαν τη φρεσκάδα μέσα από ένα κομμένο λουλούδι. Σε καιρούς σαν τον δικό μας, όταν γύρω μας υπάρχουν ακόμη σύντροφοι που έχουν μείνει με τη γεύση της πικρίας στο στόμα τους, θα πρεπε να σκεφτόμαστε περισσότερο. Τί έκαναν (κάποιοι απ’ αυτούς) με τις ζωές τους; Πέρα απ’ αυτό, επεκτείνεται το είδωλο. Η εικόνα που πρέπει να υπερασπιστεί με κάθε κόστος. Ο μικρός άγιος, η φίρμα, ο όρκος πίστης. Όποιος δεν πίνει νερό στ’ όνομά τους, δεν μπορεί να μιλάει. Πως τολμάει μια τέτοια προδοσία; Κι ύστερα, αν τους δείξουμε ότι δε γίνεται να προδόσεις κάτι με το οποίο δεν συμφώνησες ποτέ απ’ την αρχή, το απαστράπτον είδωλο κυριεύεται από ιερό μένος. Δεν έχουν κάτι να συζητήσουν, απλά ορκίζονται στην πίστη τους.

[…]

Έπειτα, έρχονται οι θεωρούμενες ως σημαντικές, ή ακόμα και σπουδαίες, μεγάλες δράσεις (όπως για παράδειγμα η απαγωγή του Μόρο), που γεμίζουν σελίδες και σελίδες εφημερίδων. Αν μια ειδική οργάνωση λαμβάνει μια τέτοια επιλογή, αντί να περιοριστεί σε “μικρές” δράσεις επίθεσης και σαμποτάζ, δεν είναι τόσο θέμα ανάλυσης ή επιλογής της οργανωτικής λειτουργίας ως πεδίο δράσης, όσο μια αναπόφευκτη εξέλιξη προς το οργανωτικό “κλείσιμο”. Αν οι μικρές δράσεις μπορούν εύκολα να γενικευθούν (όπως μπορούσε να δει ο καθένας στο τέλος των 80es και την αρχή των 90es), δε θα μπορούσαμε να πούμε το ίδιο για τις “κεντρικές” πράξεις, οι οποίες με την γεωμετρική απόσταση του μιλιταρισμού τους από τον κόσμο, το πολύ που μπορούν να περιμένουν δεν είναι παρά ζητωκραυγές απ’ το φιλοθεάμον πλήθος στις κερκίδες.

Η κριτική σχετικά με οποιοδήποτε οργανωτικό μοντέλο μιας ειδική αναρχικής ένοπλης οργάνωσης που σκιαγραφείται στο βιβλιαράκι αυτό (αλλά και σε άλλα γραπτά μου της εποχής που επίσης στιγματίζονταν στις “προκηρύξεις” της Azione Rivoluzionaria) είναι έγκυρη ακόμη. Εν πάσει περιπτώσει, πρόκειται για ζητήματα μεγάλης σημασίας και ανεξάντλητης επικαιρότητας, που θεωρώ πως θα πρεπε να απασχολούν εις βάθος κάθε σοβαρό σύντροφο.

Τεργέστη, 23 Δεκέμβρη 2000

Alfredo M. Bonanno

(στμ. το βιβλιαράκι έχει εκδοθεί στα ελληνικά με τίτλο “Ένοπλη πάλη και επαναστατικό κίνημα”)

Αλεξικέραυνα και κασκαντέρ

…για τον καθένα, που έστω και αργά, δέχθηκαν τον καταναλωτισμό στο ρόλο που προηγουμένως επεφύλασσαν στις πρωτοπορίες των διανοουμένων κι επιθυμούν να σταματήσουν, δεν υπάρχει άλλο απ’ το να εμπλακούν σε μια απελπισμένη και ξέφρενη κούρσα όλων των κέντρων του θεάματος: Να προσληφθούν ως ηθοποιοί ή να εισβάλουν στη σκηνή αυτοσχεδιάζοντας. Άμμισθα ανδρείκελα ή κομπάρσοι, και τελικά αναλώσιμοι, και σε κάθε περίπτωση ρευστοποιημένοι. Σ’ αυτό συνίσταται η πολυπόθητη και εξωραϊσμένη “ποιοτική” διαφοροποίηση. (G. Cesarano – G. Collu, Apocalisse e rivoluzione, Dedalo, Bari 1973, σελ. 93).

1. Το κίνημα του ’77 και το “αντάρτικο”

Η εκδίωξη του Lama απ’ το πανεπιστήμιο της Ρώμης, τον Φλεβάρη

του 1977 σηματοδοτεί την ιστορική ρήξη του ιταλικού προλεταριάτου με τις πολιτικές μαφίες που ισχυρίζονταν ότι το ελέγχουν και το αντιπροσωπεύουν. Μ’ αυτό το επεισόδιο, ένα νέο κίνημα εμφανίστηκε αιφνιδιαστικά, το οποίο ήταν ακατανόητο για την κατεστημένη εξουσία. Τα προηγούμενα χρόνια, το κεφάλαιο και τα επιτελεία του, είχαν δημιουργήσει in vitro δυο βασικά μοντέλα με τα οποία η αντιπολίτευση στη συμμαχία μεταξύ DC-PCI (χριστιανοδημοκράτες-κομμουνιστικό κόμμα) και το πρόγραμμά της λιτότητας και θυσιών προοριζόταν να ταυτιστεί: το πρώτο, σχεδιασμένο στο συνέδριο της Lotta Continua στο Ρίμινι και οι διαδηλώσεις της αντικουλτούρας των Circoli del proletariato giovanile (κύκλοι νεανικού προλεταριάτου) έτεινε στο καναλιζάρισμα της μάζας των νέων και των ανέργων προς διεκδικήσεις ενός ουσιαστικά πολιτιστικού χαρακτήρα. Το λιγότερο κακό για το σύστημα ήταν οι νέοι να παλεύουν για το δικαίωμά τους σε μια νέα ταυτότητα και για να τους αναγνωριστεί η ελευθερία σ’ ένα εναλλακτικό life-style, στο οποίο μπλέκονταν η ιδεολογία του τριπ, η σύγχυση των ναρκωτικών, το κλαψούρισμα για την περιθωριοποίηση και την “πτώση των αξιών”, η διεκδίκηση των πιο ανούσιων κι αντιφατικών δικαιωμάτων. Μερικές αναφορές στην αυτομείωση θα μπορούσαν ακόμη να συμπεριληφθούν σ’ αυτήν την ιδεολογία. Το μόνο πράγμα που σόκαρε τους δημοσιογράφους της  “L’Unità” και της “Corriere della sera” ήταν οι απαλλοτριώσεις όπου ο κόσμος έκλεβε σαμπάνιες και χαβιάρι, περιφρονώντας έτσι τα “πλαίσια” μες τα οποία η νεολαία θα μπορούσε να “ενωθεί”: οι ιδεολογικές και νεοχριστιανικές ηθικές αξίες του να είναι κανείς φτωχός, ολιγαρκής, σε κρίση. Στη σφαίρα αυτών των “νέων” ιδανικών οι μάζες της νεολαίας παραπονιούνταν και συζητούσαν διαρκώς, όχι τόσο προκειμένου να εξεγερθούν εναντίον τους καταστρέφοντάς τες, όσο για να επιβεβαιώσουν την διεγνωσμένη αξιοπρέπεια της υπαρξιακής συνθήκης τους και την ελευθερία να την στολίζουν με όσα φτερά και μάσκες θέλουν.

Ο άλλος πόλος αυτής της αντιπολίτευσης την οποία η εξουσία προετοιμαζόταν να εξουδετερώσει υπέρ της, ήταν η διαχωρισμένη και εξειδικευμένη μιλιταριστική πρακτική. Για αρκετό καιρό, οι κοινωνιολόγοι έλεγαν πως, με το χειροτέρεμα της οικονομικής και κοινωνικής κρίσης, την αύξηση της ανεργίας και την προοδευτική εγκληματοποίηση των δυνητικών εχθρών του μπλοκ εξουσίας της χριστιανοδημοκρατίας-κομμουνιστικού κόμματος, μια άνοδος της τρομοκρατίας θα έπρεπε να ληφθεί σοβαρά υπόψιν. Ο ιταλικός καπιταλισμός θα ήταν παραπάνω από πρόθυμος να δεχθεί μια τέτοια πρόκληση, όσο παρέμενε στο πεδίο μιας στρατιωτικής αντιπαράθεσης. Στην πραγματικότητα, μια τέτοιου είδους σύγκρουση (όπου μετά από ένα ξεσάλωμα μπορεί πάντοτε να περιοριστεί σε ένα απλό τεχνικό πρόβλημα, όπου οι δυνάμεις του κεφαλαίου είναι ανώτερες απ’ αυτές του εχθρού, απ’ το ξεκίνημα ακόμη), ακόμα κι αν σήμαινε μερικά ζόρια για ορισμενους κρατικούς λειτουργούς και μπάτσους, απ’ την άλλη παρείχε τόσα πλεονεκτήματα ώστε να την καθιστά το λιγότερο κακό, ασύγκριτα προτιμητέο απ’ τον κίνδυνο της αντιπολίτευσης ενός μαζικού κινήματος που κάνει χρήση παράνομης βίας.

Πρώτα απ’ όλα, ο ουσιωδώς θεαματικός χαρακτήρας των περισσότερων απ’ τις τρομοκρατικές επιθέσεις (ιδιαίτερα των φόνων: το κοινό λατρεύει το αίμα), παρέχει στο σύστημα την δυνατότητα να στρέφει ακόμα και τις πιο αξιοθρήνητες φιγούρες του κατασταλτικού μηχανισμού σε μεγάλες προπαγανδιστικές επιτυχίες. Επιπλέον, η εξέλιξη ενός περιορισμένο εμφυλίου πολέμου πιέζει όλους τους εχθρούς της εξουσίας να αποφύγουν τον πραγματικό καθημερινό πόλεμο στρεφόμενοι προς την παρανομία και να δώσει στο Κράτος την ευκαιρία να εξαπολύσει τη δική του τρομοκρατία σε πλήρη ισχύ, στα πλαίσια μιας διαρκούς κατάστασης πολιορκίας και γενικευμένης επιστράτευσης. Πάνω απ’ όλα, παγώνει το μεγάλο μέρος του πληθυσμού -τις μάζες, τον λαό, το προλεταριάτο, την κοινωνία, σε οτιδήποτε αναφέρονται οι ένοπλοι αντάρτες τέλος πάντων- καθηλώνοντάς το σ’ έναν ρόλο παθητικών θεατών, είτε υποστηρικτών (εξιταρισμένω

ν απ’ τις συναισθηματικές επιπλοκές και γοητευμένων καθώς ζουν τις δικές τους περιπέτειες με την φαντασία τους, ενώ στην πραγματικότητα αναπαράγουν τις ίδιες της συνθήκες της αδυναμίας τους), σε κάθε περίπτωση δεν είναι παρά παθητικοί δέκτες. Τελικά, η οικονομία των αντιμαχόμενων στρατοπέδων είναι καθ’ εαυτόν μια λειτουργική οικονομία, όπου ο καθένας απαιτείται να ταυτιστεί απόλυτα με την κατεύθυνση της κρίσης, ενώ δεν υπάρχει πιο τέλεια λαϊκή εντολή απ’ αυτήν που πραγματώνεται στους εκτελεστές και στα μπλόκα. Καθώς ο εχθρός μπορεί πάντα να κρύβεται στην επόμενη γωνία, ο καθένας κλείνεται στο σπίτι του, υπομένοντας μέχρι τη στιγμή που θα εξαπολύσει όχι το επαναστατικό πάθος, αλλά τη συμπιεσμένη οργή και την αλυσίδα των αντιποίνων. Στην Ευρώπη, το προηγούμενο της Β. Ιρλανδίας έχει ήδη επιδείξει το πώς η στρατιωτικοποίηση του αγώνα -επιθυμητή τόσο απ’τον IRA όσο κι απ’ τον στρατό κατοχής- δίνει οικονομικά και επιχειρισιακά το πάνω χέρι στο κεφάλαιο, καθαρίζει τους δρόμους από τις μαχητικές παρέες των νέων ανέργων και μπλοκάρει και διαχωρίζει τους εργάτες βάσει υπερφίαλων αιτημάτων.

Το κίνημα του ’77 διέψευσε ριζοσπαστικά όλα τα προγνωστικά των ειδικών του ιταλικού καπιταλισμού. Η επίθεση στον συνδικαλιστικό ηγέτη Lama είναι η έκφραση της ανεξέλεγκτης, αυθόρμητης και γενικευμένης βίας, που με θράσσος έτριξε όλα τα πολιτιστικά στεγανά και τις τυποποιημένες γενικεύσεις: οι “ινδιάνοι μητροπολιτάνοι” και οι αγωνιστές της Αυτονομίας, οι νέοι “χίππηδες” και οι οργανωμένοι εργάτες συναντιούνταν στην πράξη, πέρα απ’ τις ειδικές κοινωνιολογικές κατηγοριοποιήσεις τους -που για τους επαναστάτες δεν έπρεπε να τονιστούν αλλά να ξεπεραστούν- όπως ακριβώς το προλεταριάτο, ως ιστορική κίνηση που καταστρέφει και ξεπερνά το κεφάλαιο και την σχιζοφρενική κοινωνία που παράγει αυτό. Ο εφιάλτης κάθε εξουσιαστικής δομής παίρνει σάρκα και οστά: οι προλετάριοι συναντιούνται χωρίς διαμεσολαβητές, παίρνοντας την ευθύνη στα χέρια τους για την επίλυση των προβλημάτων τους, και αρνούμενοι όλους αυτούς -εργατοπατέρες, σταλινικούς γραφειοκράτες, ένοπλες μικροομάδες και ιδεολόγους της αντικουλτούρας- που ισχυρίζονται ότι μιλούν στ’ όνομά τους, και ξεκινούν να οργανώνονται συλλογικά. Εδώ, σε αντίθεση με τις αυτοαποκαλούμενες πρωτοπορείες και τους πολιτικούς ειδήμονες, των κίνημα των ανεξέλεγκτων εργατών βρίσκει τους φυσικούς του συμμάχους και συντρόφους, στους νέους ανέργους, στον όχλο των προαστείων και των πανεπιστημίων.

Η διεφθαρμένη συμπαιγνεία του “ιστορικού συμβιβασμού” (χριστιανοδημοκράτες και κομμουνιστικό κόμμα) υποφέρει από τα χτυπήματα ενός μαζικού κινήματος που είναι βίαιο και οπλισμένο. Αυτό το κίνημα, που μόλις έναν μήνα μετά την επίθεση στην πορεία του Lama, εξεγέρθηκε στις 12 Μάρτη στη Ρώμη και την Μπολόνια, και μέσα από τη βία του έδειξε την ολική του απόρριψη όχι μόνο στις κλαψιάρικες προβληματικές των σπεσιαλιστών του “προσωπικού” και της προβλέψιμης “ειρωνίας” τόσο πολλών φιλόδοξων “δημιουργικών” διανοουμένων, όσο και στη λογική των παράνομων ένοπλων οργανώσεων.

Απ’ τις σελίδες του τελευταίου τεύους της “Controinformazione”: Η Azione Rivoluzionaria κατηγορεί την εφημερίδα “Insurrezione” για την αποκάλυψη της πλήρους ασυμβατότητας μεταξύ των εξεγερμένων του Μάρτη και των ειδικών της ένοπλης πάλης: “…το κίνημα του ’77 δεν εμφανίστηκε απ’ το πουθενά, έχει μια ιστορία πίσω του η οποία επιρρεάστηκε, είναι αδιαμφισβήτητο αυτό, από τις δράσεις του ανταρτοπολέμου. Αν οι άνθρωποι στη Ρώμη είχαν περιοριστεί στην ειρωνία, ο Lama θα είχε δώσει τη διάλεξή του στο πανεπιστήμιο και αυτό που έμεινε τελικά ως ιστορικό συμβάν, ο διωγμός του Lama απ’ το πανεπιστήμιο, δε θα ήταν σήμερα παρά μια ομιλία με μερικές ενοχλήσεις, ακόμα κι έξυπνες, αυτό που θα έμενε θα ήταν μια πορεία, και κατ’ επέκταση μια νίκη για τον Lama και τους ομοίους του. Είναι δύσκολο να διαχωρίσουμε το κίνημα του ’77 με όλα όσα λέχθηκαν και ειπώθηκαν όλα αυτά τα χρόνια, ιδιαίτερα από τις ένοπλες ομάδες και το αυτόνομο αντάρτικο”. (Azione Rivoluzionaria, Σημειώσεις για μια εσωτερική κι εξωτερική συζήτηση στο “Controinformazione”, τεύχος 13-14, Μάρτης 1979 σελ. 90).

Μακράν του να περιοριστούμε στην ειρωνία, χιλιάδες αγωνιστές δε δίστασαν να πάρουν τα όπλα μόνοι τους όταν αυτό έγινε αναγκαίο, λεηλατώντας τα οπλοπωλεία στις 12 Μάρτη, ενώ οι ένοπλοι αντάρτες ανησυχούσαν μήπως καταρριφθούν οι κριτικές τους γι αυτές τις εκδηλώσεις ως “αυθορμητισμούς” και “χαβαλέ”, με άλλα λόγια ξέφευγαν από τον έλεγχό τους κι έρχονταν σε έμπρακτη αντίθεση με κάθε ανάθεση για την επίλυση των προβλημάτων τους σε ειδικούς, κι ιδιαίτερα στους ένοπλους τέτοιους.

Η εξουσία δε χρησιμοποίησε διαφορετικά ερμηνευτικά σχήματα απ’ αυτά που εφάρμοσε στους ένοπλους αντάρτες της AR: για ολόκληρο το ’77, προσπάθησε να αντιπροτείνει τις δυο προκατασκευασμένες ταυτότητες -της αντικουλτούρας και του μιλιταρισμού- που το κίνημα είχε ήδη αρνηθεί, επιδιώκοντας να φέρει σε αντίθεση ένα “δημιουργικό” πνεύμα με ένα “μαχητικό” χέρι του κινήματος. Καθ’ αυτόν τον τρόπο, πολιτικοί, δημοσιογράφοι και κοινωνιολόγοι, που ως συνήθως δεν καταλάβαιναν την τύφλα τους απ’ την πραγματικότητα, αλλά ως αντίκρυσμα προσπάθησαν, αφενός να χειραγωγήσουν τους εξεγερμένους της αντικουλτούρας -το νεολαιϊστικο κίνημα, τους ινδιάνους μητροπολιτάνους, τις φεμινίστριες κλπ- ενάντια στην ανάπτυξη μιας αποφασιστικότητας και συνοχής του επαναστατικού κινήματος, και στην άλλη να πιστοποιήσει την ηλιθιότητα των συνομωσιών των παραθρησκευτικών και παραστρατιωτικών οργανώσεων. Το κίνημα γνώριζε πώς να φωνάζει μες τα μούτρα όλων των πληρωμένων γραφιάδων που το παρατηρούσαν, αυτό που πραγματικά ήταν: ΜΑΛΑΚΕΣ!

Ως προς αυτό, ούτε οι πολιτιστικές πρωτοπορείες ούτε οι ένοπλες τέτοιες ήταν ικανές να διαχωριστούν απ’ τους υπηρέτες της εξουσίας, στην κατανόηση της πραγματικότητας. Ακόμα λιγότερο, μπορεί να ειπωθεί σήμερα ότι οι κριτικές της AR ήταν έξυπνες: “…είναι πιθανό να κάνει κανείς την αντίθετη υπόθεση: το κίνημα θα είχε τσακισθεί στις ρίζες του, στα κοινωνικά κέντρα, στις εφημερίδες, τους ραδιοσταθμούς του, αν το αντάρτικο δεν είχε δράσει σαν αλεξικέραυνο, τραβώντας ολόκληρο τον κατασταλτικό μηχανισμό πάνω του” (οπ.π. σελ. 90)

Στο πρόσφατο κύμα συλλήψεων κατά της Autonomia Operaia (Εργατική Αυτονομία), αγωνιστές που κατηγορούνταν για την απαγωγή του Μόρο, ξεκαθάρισαν την κατάσταση απ’ όλες αυτές τις ανοησίες, έχει σημασία λοιπόν για ένα λεπτό να εξετάσουμε την πιο φιλόδοξη απ’ όλες τις ενέργειες του αντάρτικου πόλης, την απαγωγή του Μόρο. Σύμφωνα με την Azione Rivoluzionaria, για την απόπειρα αυτήν, της οποίας “η ουσία έγκειται στην ικανότητα του επαναστατικού κινήματος ως όλον (και των Ερυθρών Ταξιαρχιών ως μέρος του κινήματος) να καταφέρουν ένα χτύπημα στην καρδιά” (οπ.π. σελ.88). “Το παράνομο κίνημα πλήρωσε το τίμημα του ψυχολογικού πολέμου που εξαπόλυσε, την καχυποψία, το κυνήγι του ταξιαρχίτη, την έξαρση της αστυνομοκρατίας” (οπ.π. σελ. 89). Εκτός από αδιαμφισβήτητο, το γεγονός ότι με τη δολοφονία του Μόρο η εξουσία δικαιολόγησε εκατοντάδες επί εκατοντάδων συλλήψεις, κατηγορίες και προφυλακίσεις εις βάρος του κινήματος, και περιοριζόμενοι στο να υπενθυμίσουμε ότι το μόνο συνεκτικό αίτημα κεντρικής κατασταλτικής σημασίας από το κομμουνιστικό κόμμα προς την κυβερνώσα χριστιανοδημοκρατία είχε να κάνει με το κλείσιμο των στεκιών και τη σύλληψη μιας σειράς αγωνιστών -οι οποίοι κατονομάζονταν πλήρως από το κόμμα- της Εργατικής Αυτονομίας στη Ρώμη, οι Ερυθρές Ταξιαρχίες είχαν γυρίσει το χτύπημα “στην καρδιά” της επαναστατικής τάσης που επέμενε, ακόμα και υπό πίεση, στη Ρώμη, για πάνω από ένα χρόνο, να φέρνει το θέαμα ή τα σύμβολα του επαναστατικού αγώνα στην προσοχή του καθενός. Στο απίστευτο κλίμα εκείνων των ημερών, που έγινε αντιληπτό από τους επαναστάτες ως αδιανόητο, δηλαδή ακατανόητο, μη αντιληπτό, κατέστη εφικτό να καθηλωθούν οι μάζες ξανά στην παθητικότητά τους, σαν να παρακολουθούν ένα έργο. Μετά από έναν χρόνο αποφασιστικών αγώνων από υποκείμενα που δρούσαν αυτόνομα σε μια καθημερινή πραγματικότητα κοινή στον καθένα, κλείστηκαν στον εαυτό τους, στο έλεος εξωτερικών δυνάμσεων που συνέπαιρναν όχι μόνο τη θέληση αλλά και τη συνείδηση του καθενός, τραβώντας τη σ’ αυτές. Παγιδευμένοι ανάμεσα σ’ αυτές τις δυο ακραίες δυνάμεις, ο καθένας πιεζόταν να διαλέξει πλευρά, υπό την πίεση ενός αυθεντικού εκβιασμού: ο καθένας έπρεπε να διαλέξει ποιός τον αντιπροσωπεύει. Αν το Κράτος θα μπορούσε να επιβάλει τον δικό του διαβόητο εκβιασμό στον καθένα (“με μας ή με την τρομοκρατία”), ή αν θα ονειρευόταν όπως του ζητούσαν οι Ερυθρές Ταξιαρχίες: να τους χειροκροτάει, ή ακόμα, να προχωρήσει στην πλέον “ριζοσπαστική” επιλογή και μια μέρα να εισέλθει στον κόσμο των ηρώων. Αυτό ήταν το μήνυμα των Ερυθρών Ταξιαρχιών: καταταγείτε, ή τουλάχιστον καθήστε σπίτι, δείτε τηλεόραση και χειροκροτήστε, αυτό ήταν πάντοτε το μήνυμα των ένοπλων οργανώσεων. Η απαγωγή του Μόρο απλώς το έφερε στα σπίτια όλων, υποχρεώνοντας έτσι όσους ήθελαν να μείνουν πιστοί στην επαναστατική τους υποκειμενικότητα να το αρνηθούν ριζοσπαστικά.

2. Η “Λαικό-μετωπική” ιεραρχία της ένοπλης οργάνωσης

Ηθοποιοί και κασκαντέρς. Με άγαρμπο ζήλο, η AR κάνει τον εκβιασμό που απέκρυβε πάντοτε η πολιτική-γραφειοκρατική γλώσσα των Ερυθρών Ταξιαρχιών, φανερό: “Η κριτική κριτική που τείνει να απομονώνει το αντάρτικο από το κίνημα είναι απόλυτα λειτουργική στο σχέδιο της καταστολής που χρησιμοποιεί βία ενάντια στο αντάρτικο και κριτική για να το απομονώσει. Η “κριτική κριτική”, που γνωρίζει τα πάντα, δε γνωρίζει πως με την απομόνωση του αντάρτη προετοιμάζει τις συνθήκες για τη δική της ώθηση στην παρανομία, εκτός αν το κεφάλαιο, μες την μεγαλειώδη εφευρετικότητά του, όπως ακριβώς δε ξέρει σήμερα πώς να αναγνωρίσει τους φίλους του και τους βασανίζει, σκοτώνει, καταδιώκει τους τρομοκράτες, αύριο δε θα ξέρει να αναγνωρίσει τον μόνο εχθρό του, την κριτική κριτική και του εξασφαλίσει θέσεις κι αξιώματα” (οπ.π. σελ. 90). Χωρίς να ασχοληθούμε με τον χριστιανικό κρετινισμό αυτών που ζουν για να δουν την αλήθεια της πίστης τους να αποδεικνύεται μέσα απ’ τα μαρτύρια των πιστών της, αυτό που μας έρχεται στο μυαλό, διαβάζοντας αυτό το θλιβερό κείμενο, είναι ο εκβιασμός που εξαπολύει εδώ και 50 χρόνια ο σταλινισμός ενάντια σε κάθε διεθνιστική αντιπολίτευση (ο ίδιος εκβιασμός που εξαπόλυσε ο Λένιν ενάντια στην Κροστάνδη και ολόκληρη την Εργατική Αντιπολίτευση): “Η Ρωσσία, η πατρίδα του σοσιαλισμού, απειλείται απ’ τους ιμπεριαλιστές και για να την υπερασπιστούμε χιλιάδες προλετάριοι απ’ όλον τον κόσμο θυσιάστηκαν. Οπότε, αν ασκείς κριτική στη Ρωσσία, είσαι υποχείριο πολιτικών παραγόντων, χρήσιμος στον ιμπεριαλισμό, ή ακόμα καλύτερα δεν είσαι τίποτα, παρά ένα προκάλυμμα, ένα φερέφωνο του διεθνούς φασισμού”. Η Azione Rivoluzionaria αναπτύσσει την ίδια συλλογιστική ενάντια σ’ όποιον κριτικάρει τον ένοπλο αγώνα σ’ ένα κείμενο που δεν κάνει καμία κριτική στους σταλινικούς των Ερυθρών Ταξιαρχιών, προφανώς συμμάχων στην κατεύθυνση της οικοδόμησης του αντάρτικου.

Η συνενοχή των αναρχικών στην αντεπανάσταση στην Ισπανία το 1936-7, αποδεικνύει με τρανταχτά παραδείγματα, ότι όποιος ανακατεύεται με τα πίττουρα τον τρών οι κότες, κι όποιος συμμαχεί με τους σταλινικούς, μαθαίνει να συκοφαντεί τους επαναστάτες. Όπως και στην Ισπανία, υφίσταται σήμερα στην Ιταλία ένα Λαϊκό Μέτωπο, μειοψηφικό και παράνομο φυσικά, το οποίο ελπίζει, όπως αυτό του παρελθόντος, να γίνει πλειοψηφικό και να ‘ρθει στην εξουσία, να κλείσει στις γραμμές του το επαναστατικό προλεταριάτο. Ακόμα και μια ελάχιστη γνώση των επαναστάσεων και των αντεπαναστάσεων του παρελθόντος, αποσαφηνίζει ότι μέσα σε κάθε λαϊκό μέτωπο υπάρχουν πολύ συμπαγείς ιεραρχίες που αντανακλούν τις διαφορετικές ειδικές βαρύτητες των οργανώσεων που τα αποτελούν. Για παράδειγμα, στην Ισπανία του 1936-7, το μικρό κομμουνιστικό κόμμα, είχε τεράστια εξουσία εντός του Λαϊκού Μετώπου, ανώτερη απ’ αυτήν των αναρχικών, ακόμα κι αν οι τελευταίοι ήταν η κύρια δύναμη του ισπανικού προλεταριάτου. Το σημερινό μέτωπο των ενόπλων οργανώσεων έχει ένα ουσιαστικά θεαματικό αποτέλεσμα: Γι’ αυτόν τον λόγο το θέμα που τίθεται δεν είναι το μοίρασμα των υπουργείων μιας αντεπαναστατικής κυβέρνησης, αλλά της εσωτερικής ιεραρχίας: Ενώ ο ρόλος των πρωταγωνιστών και των μεγάλων αστέρων κερδίζεται επάξια απ’ τους σταλινικούς, δεν μένει για τους αλλόκοτους ελευθεριακούς της AR παρά ένας ρόλος κασκαντέρ. Πρωτοσέλιδα και επευφημίες των παθητικών θαυμαστών για τους ταξιαρχίτες, απώλειες και τρέξιμο για τους αναρχικούς.

3. Κριτική της καθημερινής ζωής

“Η μόνη (κι ας μας συγχωρεί η κριτική κριτική εδώ) πραγματική αυτονομία είναι στο ένοπλο εγχείρημα ενάντια σε κάθε όψη της κοινωνικής ζωής, στη συγκρότηση ενός δικτύου αντίστασης κι επίθεσης στα ζωτικά κέντρα της εκμετάλλευσης και του θανάτου, στο να ζει τη ζωή του κανείς στο έπακρο, γνωρίζοντας ότι είναι ήδη μόνο εν μέρει εκτός της αιχμαλωσίας του κεφαλαίου, μόνο αυτός είναι ο δρόμος της πραγματικής απελευθέρωσης. Όμως ακόμη, κι εδώ, στο επίπεδο του δρώντος υποκειμένου, όπως και στο κοινωνικό επίπεδο, είναι απαραίτητο να γκρεμίζει κανείς τις γέφυρές του με την καθημερινή κανονικότητα, δημιουργώντας μια κατάσταση χωρίς επιστροφή, να περάσει στην παρανομία” (οπ.π. σελ. 90). Έτσι περιεργάζονται οι ένοπλοι αντάρτες της Azione Rivoluzionaria την κριτική της καθημερινής ζωής. Έχουμε ήδη δείξει πως, στην πραγματικότητα, η “στρατηγική επιλογή της παρανομίας” δεν προσέφερε καμμία “απελευθέρωση” εκτός απ’ την ελευθερία να αναλάβουν τον καταστροφικό ρόλο του κασκαντέρ. Είναι αντίθετα, η ριζοσπαστική κριτική, την οποία η AR στα κείμενά της (όπου μεταξύ άλλων αντιγράφει όλες τις κριτικές θεματικές της “Insurrezione”, προσθέτοντας απλώς μερικές προσβολές για την ίδια την πηγή τους, στην οποία καταλογίζει θέσεις πλήρως επινοημένες) προσπαθεί να αφομοιώσει ορισμένες θέσεις, για παράδειγμα, του Vanegeim, ο οποίος ουδέποτε έχει εκφράσει την οποιαδήποτε συμπάθεια για την πολιτική τρομοκρατία, κι έχει αντιθέτως καταπολεμήσει σκληρά τις θέσεις των ένοπλων διαμεσολαβητών, σαν αυτές του κειμένου της Azione Rivoluzionaria. Είναι σαφές λοιπόν, ότι όταν μια πρακτική που αυθαίρετα τοποθετεί τον διαχωρισμό της στη “στρατηγική επιλογή της παρανομίας” υιοθετεί θέσεις άλλων, για παράδειγμα αναφορικά με την κριτική της καθημερινής ζωής, γίνεται με μόνο σκοπό την επαναφομοίωσή τους.

Η μόνη ριζοσπαστική θέση που μπορεί να πάρει κανείς σήμερα, αυτών που απ’ τη θέση τους στην κοινωνία (την κατάσταση στην οποία αυθόρμητα και ειλικρινά αναπτύσσουν τις κοινωνικές τους σχέσεις, την επικοινωνία, την αγάπη, τη φιλία) υφίστανται έναν πραγματικό πόλεμο -καθημερινό και χωρίς καταφύγια- ενάντια στο κεφάλαιο και τους επαναφομοιωτές του. Αυτό σημαίνει πάνω απ’ όλα, αγώνα ενάντια στην οργάνωση της ζωής του καθενός όπως αυτή ρυθμίζεται από τον κόσμο των εικόνων, του θεάματος, κατ’ επέκταση αγώνας ενάντια στους αφομοιωτές των κωδικών συμπεριφοράς που το κεφάλαιο διαρκώς παράγει, ανανεώνει και διαδίδει. Αν θέλουμε να ‘μαστε επαναστάτες, δηλαδή, αν θέλουμε να ζήσουμε την εφικτή περιπέτεια της ζωής σύμφωνα με τα υλικά μας πάθη και τις ζωτικές μας αισθήσεις, σημαίνει να αρνηθούμε ριζοσπαστικά κάθε τάυτιση με τις κοινωνικές κατηγοριοποιήσεις του κεφαλαίου, με κάθε ταυτότητα, κάθε προσχεδιασμένη και φαντασιακή μάσκα, που αποκρύπτει και μυστικοποιεί τη δυναμική της ζωής. Με το να αντιλαμβανόμαστε τους εαυτούς μας ως σώματα σε κίνηση, να αναγνωρίζουμε τα πάθη μας ως έχουν, δηλαδή ακαταδάμαστα στην κοινωνία των συμβόλων και της οργάνωσής τους, και με το να οπλιζόμαστε εναντίον τους, πραγματώνεται η πιθανότητα για τον καθένα να βρει την αίσθηση μιας μοναδικής και συγκεκριμένης ζωής. Και είναι σ’ αυτό το σημείο που η αναγκαιότητα παρουσιάζεται και μαζί της φέρνει τη δυνατότητα επικοινωνίας του ένοπλου εγχειρήματος ενάντια στο κεφάλαιο και ζει στην κοινότητα που μας περιβάλλει. Κάθε συνεκτική επαναστατική πράξη που αναγνωρίζει το ψεύδος όλων των κοινωνικών ταυτοτήτων που προτάσσει το κεφάλαιο, και τις αντιμάχεται όλες τους, έχοντας συνείδηση πως όλες τους, στην πιο βίαια και αποκομμένη μορφή τους είναι απολύτως παράνομες για το κεφάλαιο, γνωρίζει πως δεν μπορεί να βρίσκεται εκεί. Ασφαλώς, όποιος το βιώνει αυτού απ’ έξω, με έμμεσους ή γεωγραφικούς όρους, δεν μπορεί να έχει την παραμικρή ιδέα για το που βρίσκεται: Δεν υπάρχει άλλο πεδίο μάχης απ’ τον κόσμο που κυριαρχείται συνολικά απ’ το κεφάλαιο, εντός κι εκτός των ατόμων, κι απ’ τον κόσμο αυτό, απ’ αυτήν την μάχη, δεν υπάρχει έξοδος διαφυγής. Όποιος συνειδητά πολεμάει στον πραγματικό πόλεμο τόσο εντός όσο κι εκτός του, μπορεί να βρει σε ορισμένες περιπτώσεις την παρανομία μπροστά του ως αναπόφευκτη αναγκαιότητα, αλλά πάντοτε παραμένει ένα ακόμη εμπόδιο στην μάχη, όσον αφορά τη διαφάνεια και τη συνοχή. Αυτοί που άφησαν την “κανονική” κοινωνική τους ταυτότητα επιλέγοντας μια πιο ηρωική και θεαματικά υπεραξιοποιημένη, αυτή του “ένοπλου αντάρτη”, κρυφά απ’ το πραγματικό κίνημα όσο κι απ’ την αστυνομία, βρίσκουν τους εαυτούς τους σήμερα, χάρη στα παιχνίδια της θεαματικής οπτικής, όχι απλά μπρος στις κάνες των εκτελεστικών αποσπασμάτων, αλλά και μπρος στις κάμερες των καναλιών, στο κέντρο του θεάματος. Ότι ξεκίνησε ως αγώνας ενάντια στην αξία, κατέληξε η υπέρτατη αξιοποίηση, της προσωπικότητας του αντάρτη, της ύψιστης αυτοθυσίας που μπορεί να απαιτεί η παραγωγή αξίας. Όπως δηλώνουν και οι περίεργοι ελευθεριακοί της Azione Rivoluzionaria, είναι αλήθεια ότι η εξάπλωση της μιλιταριστικής αντάρτικης πρακτικής εκ-δημοκρατίζει σήμερα αυτήν την ικανότητα αυτο-αξιοποίησης: “Κάθε χωριό, κάθε πόλη, αποκτά τώρα τη σκηνή και τους πρωταγωνιστές της. Η βία είναι ένα θέαμα διαθέσιμο σε όποιον έχει τη θέληση” (οπ.π. σελ. 90). Με τον ίδιο τρόπο, αλλά από μια αντίθετη οπτική γωνία, αληθεύει ότι η επαναστατική βία, αν επιθυμεί να είναι τέτοια, οφείλει να καταστρέψει κάθε σκηνή και κάθε θέαμα, και γνωρίζει πως σε όλους τους ηθοποιούς βλέπει τους φυσικούς εχθρούς της αλήθειας και του ξεπεράσματος.

Μάης 1979

(αλιεύτηκε από Πρακτορείο rioters, rioter.info)

Categories
Αγγλικά / English

The
Wild
Bunch

Categories
Αγγλικά / English

Test

Test

Categories
Ελληνικά / Greek

Και Τα Οδοφράγματα Να Παίρνουνε Φωτιά…

Μια πολιτική ιστορία αγάπης

-περιλαμβάνει σοκαριστικές σκηνές από το Black Bloc!!!!!

Μη το χάσετε!

 

«Είχα υποσχεθεί αιώνια πίστη στην Επανάσταση αλλά μετά βρέθηκε Αυτή στο δρόμο μου»

«Έδειξε με το δάχτυλό του το δρόμο προς την Επανάσταση. Εγώ απλώς του έδειξα το μεσαίο δάχτυλο»

 

Ή αλλιώς: πιθανές ετεροφυλοφιλικές σχέσεις σε καιρούς – και χώρους- ριζοσπαστικών πολιτικών αγώνων.

 

Κεφάλαιο Πρώτο

 Οι άντρες διδάσκονται. Διδάσκονται να είναι σκληροί και διδάσκονται να είναι περήφανοι που είναι άντρες. Το να είσαι άντρας σημαίνει per se το να είσαι σκληρός, ανώτερος, κυρίαρχος μέσα σε ένα κόσμο που παραμένει συντονισμένος στο πρότυπο του «αφέντη και δούλου».

Μια φορά και ένα καιρό υπήρχε ένας Άντρας που ισχυριζόταν ότι ασχολούνταν με την πολιτική για την απελευθέρωση των ανθρώπων από την εξουσία και την καταπίεση- ένας επαναστάτης λοιπόν. Το πλήρες όνομά του ήταν Λευκός Ετεροφυλόφιλος Άντρας. Τα πάντα πάνω σε αυτόν τον Άντρα ήταν πολύ «σκληρά», τόσο που θα μπορούσε να είναι η απόλυτη προσωποποίηση του Ανδρισμού σε ένα από αυτά τα σοφά (ή μήπως ύπουλα;) αρχαία παραμύθια. Τα ρούχα του ( μπλακ μπλοκ στυλ ενδυμασίας, full face στο πρόσωπο- ακόμα και για ασήμαντα περιστατικά πράγμα που τον έκανε να δείχνει αρκετά γελοίος, αν και κανένας από τους συντρόφους του δεν τολμούσε/ενδιαφερόταν να του το πει, ακριβά στρατιωτικά άρβυλα κτλ), τα χόμπι του (να πίνει τόνους μπύρας κάθε βράδυ- μερικές φορές και κατά τη διάρκεια της μέρας καθώς οι σκληροί άντρες δεν μεθάνε ποτέ πολύ), η συμπεριφορά του προς τις γυναίκες (= η κατάκτησή τους). Ας δούμε εν συντομία το σχέδιό του «Γυναίκες: Πέντε απλά βήματα για την επιτυχία»- που θα μας δώσει και μια γεύση της φυλετικής ταυτότητας που είχε αναπτύξει όλα αυτά τα χρόνια

  •  Αρχικά εμφανιζόταν ως ο σκληρός αδιαπραγμάτευτος πολεμιστής, ψυχρός και απόμακρος, πετώντας σαν αετός πάνω από το θύμα του και υπολογίζοντας την επόμενη κίνηση του.
  • Κατά δεύτερο (βλέμμα) έδειχνε το ενδιαφέρον του ανοίγοντάς της πολύ την καρδιά του (ή μήπως το στόμα του;) ώστε να την προσελκύσει στον ηρωικό του κόσμο.
  •  Κατά τρίτο θα περνούσαν παθιασμένες στιγμές μαζί στα οδοφράγματα (αυτό μπορεί να ποικίλλει ανάλογα με τις περιστάσεις. Σε περιπτώσεις κοινωνικά υποτονικών ιστορικών στιγμών, οι παθιασμένες στιγμές μπορούν να μοιραστούν στο εναλλακτικό μπαρ της περιοχής και περιλαμβάνουν εντυπωσιακές ποσότητες μπύρας)
  • Έπειτα, εξουθενωμένος από τον κοινωνικό αγώνα, μεταμορφωνόταν στο μοναχικό απροστάτευτο αγόρι που περιπλανιέται μέσα σε ένα σκληρό κόσμο, ψάχνοντας ένα τρόπο να ξαναγυρίσει στη μήτρα της μάνας του.
  • Επιτέλους ήταν νικητής. Από δω και μπρος θα το αποδείκνυε με διάφορες πράξεις αρρενωπότητας, όπως το να συντροφεύεται από τη κοπελιά του σε κοινωνικές εκδηλώσεις, βλέποντάς την όποτε του κάπνιζε, επιδεικνύοντάς την στους φίλους του (που τώρα μπορούσαν να φάνε τη σκόνη του, αφού ήταν ο καλύτερος, έτσι δεν είναι;), νευριάζοντας μαζί της στο βαθμό του να παραφέρεται όποτε δεν υπάκουε στη θέληση του Αφέντη της. Πολύ φυσιολογικά πράγματα λοιπόν

Και όλα αυτά σε καιρούς ριζοσπαστικών πολιτικών αγώνων.

 Κεφάλαιο Δεύτερο

 Οι γυναίκες είναι αδύναμες. Διδάσκονται να είναι αδύναμες, υπάκουες, σιωπηλές και πολλά άλλα πράγματα- γοητευτικές, σέξι, σκύλες, «κοριτσάκια» και… κατά ένα τρόπο να νιώθουν ντροπή που δεν είναι «τίποτα παραπάνω από κακόμοιρες γυναίκες». Δεν χωράει συζήτηση ότι όλα αυτά και άλλα πολλά μπορούν να κρυφτούν πολύ καλά πίσω από διάφορες κοινωνικές τάξεις, τρόπους ζωής και κουλτούρες. 

Η γυναίκα της ιστορίας μας. Δεν θα μπούμε σε πολλές λεπτομέρειες για το παρελθόν της- ποιος νοιάζεται έτσι και αλλιώς, ήταν απλά μια γυναίκα και μάλιστα μια από αυτές που αποκαλούν Όμορφη. Μετά από πολλές μικρές εσωτερικές προσωπικές διαμάχες, η Όμορφη είχε αποφασίσει ότι σε αυτή την ιστορική φάση προτιμάει να αγωνιστεί ενάντια στο καταπιεστικό καθεστώς το οποίο έκανε ασφυκτική τη καθημερινή της ζωή με διάφορους τρόπους , παρά να αφομοιωθεί σε αυτό. Για παράδειγμα γινόντουσαν κάποιες δράσεις κοινωνικής ανυπακοής στην πόλη που και που (π.χ. τις Κυριακές), αλλά το περισσότερο καιρό ξόδευε την ενέργειά της για την επαναστατική της ενδυμασία και στο να ακούει τις συναρπαστικές ιστορίες των έμπειρων τοπικών επαναστατών.

Και τότε εμφανίστηκε ο Άνδρας. Και ήταν σκληρός. Ατενίζοντας κάποιο άγνωστο σημείο πέρα από αυτή την πραγματικότητα, ύψωσε το χέρι του και έδειξε με το δάχτυλό του μακριά προς την Επανάσταση. Αυτή έμεινε κοιτάζοντας τον με το στόμα ανοιχτό. Εκείνη τη στιγμή κατάλαβε ότι θα χρησιμοποιούσε όλα τα μέσα για να Τον κρατήσει κοντά της.

Κεφάλαιο Τρίτο

 Οι ήρωές μας – ή καλύτερα ο Ήρωάς μας και η κοπέλα Του, γνωστή και ως η Όμορφη – είχαν περάσει κάποιο καιρό μαζί. Στιγμές πάθους, αγάπης, μίσους, ενθουσιασμού, βαρεμάρας, όλα αυτά που συμβαίνουν στη ζωή του καθένα. Αλλά ο Άντρας δεν μπορούσε πλέον να βρει εσωτερική γαλήνη. Η Όμορφη είχε αλλάξει. Είχε αρχίσει να αράζει με άλλες γυναίκες, μιλώντας μαζί τους για ώρες για πράγματα μυστικά, χωρίς να τον κοιτάει πλέον με αυτό το βλέμμα που κάποτε έκανε το Εγώ του να υψώνεται στα ουράνια. Άρχισε να νιώθει ανασφαλής: Είχε προσωπικότητα- για φαντάσου!; Τον αμφισβητούσε, του έκανε κριτική, τον έκανε να μη νιώθει άνετα, να νιώθει παραμελημένος, να μη νιώθει αρκετά Άντρας. Η Σκύλα! Η μέχρι πρότινος λαμπρή Του προσωπικότητα άρχισε να διαλύεται γιατί αυτή («που αν δεν ήμουν εγώ να της δείξω τον δρόμο για την επανάσταση δεν θα ήταν παρά μια ασήμαντη») είχε το θράσος να παίρνει μόνη της αποφάσεις για τον εαυτό της! Για όνομα του Άντρα!!! Αυτό είναι τελείως απαράδεχτο! ούρλιαξε οργισμένα ο Άντρας. Και της έχωσε ένα μπουκέτο στη μούρη.

Κεφάλαιο Τέταρτο

 «Δεν είναι μόνο τα μεγάλα λόγια, η εμφάνιση και το πόσες σκληροπυρηνικές και επικίνδυνες αποστολές έχεις φέρει σε πέρας αυτά που σε ανάγουν σε επαναστάτη σε αυτό τον κόσμο. Και η πολιτική διεξάγεται τόσο στο δημόσιο όσο και στο προσωπικό επίπεδο. Και αν δεν είσαι παρά ένας φασίστας όσο αφορά το δεύτερο, τότε δεν σου αξίζει η αναγνώριση ως ελευθεριακού ακτιβιστή και μπλαμπλαμπλα όσον αφορά το πρώτο, όσο σκληρά και αν το προσπαθείς, Περισσότερο μοιάζεις με έναν ψευτο-αναρχο-σούπερμαν και είσαι απλά για κλάματα. Τόσο για κλάματα όσο και οι σύντροφοί σου που ανέχονται ένα μαλάκα σαν και σένα ανάμεσά τους»,

είπε η Όμορφη και τον κλώτσησε στα αρχίδια με τόση δύναμη που θα του έπαιρνε αρκετό καιρό να ξανα-ασχοληθεί με την Επανάσταση.

 Κεφάλαιο Πέμπτο

 Μια ανάκριση

Πρωταγωνιστούν Ανακριτής και Mujer Libre

Από μια ανάκριση στα κεντρικά της Α.Α. (Αστυνομία Αντρών)

Α: Όμορφη, γιατί επιτέθηκες στο αντρικό Επαναστατικό κίνημα χτυπώντας το στα αρχίδια;

M.L.: Ο τρόπος που αντιλαμβάνομαι τον κόσμο και τον εαυτό μου έχει αλλάξει. Όπως και το όνομά μου.

Α: Α, ναι; Και πιο είναι το όνομά σου τώρα;

Μ. : Το όνομά μου είναι Mujer Libre.

Α: Και τι σημαίνει αυτό το γαμημένο όνομα;

Μ. : Το γαμήσι δεν έχει καμία σχέση. Αυτός είναι ο δικός σας τρόπος. Για να μάθεις για το όνομά μου δεν έχεις παρά να ανοίξεις ένα ισπανικό λεξικό- ένα λεξικό για τον ισπανικό εμφύλιο.

Α: Γιατί άλλαξες το όνομά σου;

Μ. Είχα βαρεθεί τη προηγούμενη ζωή μου ως Όμορφη και ως παιχνιδάκι του Άντρα. Είχα βαρεθεί να στηρίζω όλη μου τη ζωή, τη διάθεσή μου, τον αυτό-σεβασμό μου πάνω σε αυτήν την εικόνα, αυτή τη ταυτότητα και όλα όσα συνεπάγονται από αυτά. Ο αληθινός μου Εαυτός θα κρύβονταν για πάντα πίσω από όλα αυτά τα σκατά αν…

Α,: Αν;

Μ: Αν δεν είχε προκύψει ο επαναπροσδιορισμός των αξιών και των ερμηνειών της ζωής μου.

Α: Πώς προέκυψε; Ποιος σε βοήθησε;

Μ: Μπορείς να υπολογίσεις σε τρία πράγματα: Ότι ασφυκτιούσα μέσα στο υποκριτικό περιβάλλον στο οποίο ζούσα. Δεύτερον η επιμονή μου- η οποία με έσωσε από την απελπισία που υπερίσχυσε σε άλλες γυναίκες.

Α: Α, μάλιστα! Ποιες γυναίκες;

Μ: Άλλες γυναίκες γενικά. Και τρίτον, μιλώντας συγκεκριμένα, κάποιες άλλες γυναίκες.

Α: Ποιες γυναίκες λοιπόν;

Μ: Απλά γυναίκες. Γυναίκες μέσα από βιβλία και γυναίκες μέσα από τη ζωή. Γυναίκες που έζησαν σε άλλες εποχές και άλλα μέρη. Και γυναίκες που γνώρισα μέσα σε επαναστατικούς αγώνες. Γυναίκες που ποτέ δεν θα γνωρίσεις πραγματικά γιατί το βλέμμα σου δεν φτάνει τόσο μακριά..

Α: Όχι, θέλω πραγματικά να δω αυτές τις γυναίκες, αν μου πεις ποιες είναι, Ποιες είναι;

Μ: Γυναίκες που με έκαναν να συνειδητοποιήσω πράγματα που οι άντρες δεν θα μπορούσαν ποτέ. Όπως το να αποδομήσω τη gender ταυτότητα μου αντί να την τρέφω. Συνεπώς ήθελα να δραπετεύσω από το αντρικό Επαναστατικό κίνημα και να κάνω αυτά που θέλω εγώ. Τουλάχιστον μέχρι να καλυτερεύσουν τα πράγματα. Για όλους μας.

Α: Να τρέφεις τι; Να καλυτερεύσει τι; Ε, ποιες γυναίκες τα έκαναν όλα αυτά;

Μ: Θα μπορούσε να είναι οποιαδήποτε γυναίκα. Οποιαδήποτε γυναίκα που θα ένιωθε την ανάγκη να συζητήσει κάποια πράγματα μόνο μεταξύ γυναικών.

Α: ΠΟΙΕΣ ΓΥΝΑΙΚΕΣ;

Μ: …Ή θα μπορούσε να ήταν μόνο ΧΕΙΡΑΦΕΤΗΜΕΝΕΣ γυναίκες.

Α; ΠΟΙΕΣ ΓΥΝΑΙΚΕΣ;

Μ: Απελευθερωμένες γυναίκες που δεν θέλουν να υπακούσουν σε καμία εξουσία. Αλλά σε ΚΑΜΙΑ. Κατάλαβες;

Α: ΕΕΕΑΑΑΑΠΟΙΕΓΚΡΡΡΓΥΥΥΥΥ (σε αυτό το σημείο ο ανακριτής παθαίνει αμόκ και πέφτει στο πάτωμα με σπασμούς)

Μ: Μμμ, φαίνεται πως κατάλαβες.

 

Χάπι end

 

Πολεμήστε όλες τις σεξιστικές δομές που κουβαλάτε μέσα σας- είναι ένας ιός εγγενής σε όλους τους άντρες και τις γυναίκες που έχουν κοινωνικοποιηθεί μέσα σε ένα εξουσιαστικό κόσμο. Μόλις συνειδητοποιήσεις ότι είσαι φορέας, ο ιός αρχίζει να αυτοκαταστρέφεται.

 

Σκέφτηκε: η μάγισσα και ο καθρέφτης της…  Ποιόν μπορούμε να δούμε εκτός από τον εαυτό μας… Και αυτή είναι η κατάρα

Μετάφραση από το ολλανδικό αναρχο-φεμινιστικό περιοδικό Give me a Break, τεύχος 2.

Categories
Ελληνικά / Greek

Μήπως η εργασία απελευθερώνει;

                             

ΜΗΠΩΣ Η ΕΡΓΑΣΙΑ ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΝΕΙ;

 Η εργασία διαπερνά και καθορίζει ολόκληρη την ύπαρξή μας. Ο χρόνος μας κυλάει αλύπητα στους ρυθμούς της καθώς διασχίζουμε πανομοιότυπα θλιβερά περιβάλλοντα σε ολοένα επιταχυνόμενους ρυθμούς. Εργάσιμος, χρόνος…παραγωγικός χρόνος…ελεύθερος χρόνος…

Κάθε δραστηριότητά μας εντάσσεται μέσα στο πλαίσιό της: η απόκτηση γνώσεων θεωρείται επένδυση για μια μελλοντική καριέρα, η χαρά βαφτίζεται διασκέδαση και επιδίδεται στην ξέφρενη κατανάλωση, η δημιουργικότητα μας συντρίβεται μέσα στα στενά όρια της παραγωγικότητας, οι σχέσεις μας, ακόμα και οι ερωτικές μας συνευρέσεις, μιλάνε την γλώσσα της απόδοσης και της χρηστικότητας. Η διαστροφή φτάνει σε τέτοιο σημείο ώστε να αναζητούμε μια μορφή εργασίας ακόμα και εθελοντικής, προκειμένου να γεμίσουμε το κενό ύπαρξης μας, προκειμένου να «κάνουμε κάτι».

Υπάρχουμε για να δουλεύουμε, δουλεύουμε για να υπάρχουμε.

Η ταύτιση της εργασίας με την ανθρώπινη δραστηριότητα και δημιουργικότητα, καθώς και η πλήρης επικράτηση του δόγματος της εργασίας ως φυσικό πεπρωμένο του ανθρώπου έχουν διεισδύσει τόσο βαθιά μέσα στην συνείδησή μας ώστε η άρνηση αυτής της επιβαλλόμενης συνθήκης, αυτού του κοινωνικού καταναγκασμού, να φαντάζει ως ιεροσυλία της ίδιας της έννοιας της ανθρωπινότητας.

Μια οποιαδήποτε δουλειά είναι καλύτερη από το να μην έχεις δουλειά, λοιπόν. Έτσι διαμηνύουν οι ευαγγελιστές του υπάρχοντος, δίνοντας το εναρκτήριο λάκτισμα για έναν ακόμη πιο ξέφρενο ανταγωνισμό μεταξύ των εκμεταλλευομένων για τ’ αποφάγια των αφεντικών, για την εργαλειοποίηση και την πλήρη ισοπέδωση των κοινωνικών σχέσεων για κάποιες άθλιες «θέσεις εργασίας» στα κάτεργα της επιβίωσης.

Δεν είναι, όμως, μόνο οι όροι και οι συνθήκες εργασίας που δημιουργούν το αδιέξοδο. Είναι η ίδια η εργασία, ως διαδικασία εμπορευματοποίησης της ανθρώπινης δραστηριότητας, που μετατρέπει τους ανθρώπους σε ζωντανά εξαρτήματα μιας μηχανής κατανάλωσης εικόνων και προϊόντων. Είναι η ίδια η εργασία ως  καθολική συνθήκη κάτω απ’ την οποία διαμορφώνονται σχέσεις και συνειδήσεις, που αποτελεί την σπονδυλική στήλη συντήρησης και αναπαραγωγής αυτής της κοινωνίας που βασίζεται στην ιεραρχία, την εκμετάλλευση, την καταπίεση. Και ως τέτοια πρέπει να καταστραφεί.

Για να μην γίνουμε απλά πιο χορτάτοι σκλάβοι ή καλύτεροι διαχειριστές της μιζέριας. Για να επανοηματοδοτήσουμε τον σκοπό και την ουσία της ανθρώπινης δραστηριότητας και δημιουργικότητας, αποφασίζοντας από κοινού και με γνώμονα την αναζήτηση της χαράς της ζωής μέσω της γνώσης, της συνειδητοποίησης, της ανακάλυψης, της συντροφικότητας, της αλληλεγγύης. Για την ατομική και συλλογική απελευθέρωση…

ΝΑ ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΘΟΥΜΕ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΡΓΑΣΙΑ

 Σύμπραξη αλληλεγγύης Αθήνα-Θεασσαλονίκη

(από αφίσα αλληλεγγύης με Ράμι Συριανό-Κλεομένη Σαββανίδη)

Categories
Ελληνικά / Greek

“Η Εργασία είναι Έγκλημα” Herman Schuurman / Mokergroep (1924)

Υπάρχουν στη γλώσσα λέξεις και φράσεις που πρέπει να απαλείψουμε, καθώς προσδιορίζουν τις έννοιες που συναποτελούν το καταστροφικό και διεφθαρμένο περιεχόμενο του καπιταλιστικού συστήματος.

Πρώτα-πρώτα, η λέξη για την εργασία, και όλες οι έννοιες που σχετίζονται με αυτήν – “εργάτης”, “εργαζόμενος”, “χρόνος εργασίας”, “μισθός”, “απεργία”, “άνεργος”, “άεργος”.

Η εργασία είναι η ύψιστη ύβρις και η μεγαλύτερη πράξη εξευτελισμού που έχει διαπράξει η ανθρωπότητα ενάντια στον εαυτό της.

Τούτο το κοινωνικό σύστημα, ο καπιταλισμός, βασίζεται στην εργασία· έχει δημιουργήσει μια τάξη που πρέπει να εργάζεται – και μια τάξη που δεν εργάζεται. Οι εργάτες είναι αναγκασμένοι να εργάζονται, αλλιώς θα πεθάνουν της πείνας. “Όποιος δεν εργάζεται δεν τρώει” μας λένε τα αφεντικά, που σαν να μη φτάνει αυτό, παριστάνουν ότι εργάζονται όταν υπολογίζουν και προστατεύουν τα κέρδη τους.

Υπάρχουν οι άνεργοι, και αυτοί που δε δουλεύουν. Οι πρώτοι δεν εργάζονται χωρίς να φταίνε, οι δεύτεροι απλά δεν εργάζονται. Αυτοί που δε δουλεύουν είναι οι εκμεταλλευτές, που ζουν από την εργασία των εργατών. Οι άνεργοι είναι εργάτες που δεν επιτρέπεται να εργαστούν, επειδή δε μπορεί να βγει κέρδος από αυτούς. Οι ιδιοκτήτες του μηχανισμού της εργασίας έχουν ορίσει το χρόνο εργασίας, έχουν στήσει τα εργοστάσια και έχουν ορίσει πώς και πάνω σε τι πρέπει οι εργάτες να εργάζονται.

Οι εργάτες πληρώνονται τόσο όσο να μην πεθαίνουν από την πείνα, και όσο να μπορούν να θρέψουν τα παιδιά τους όταν είναι μικρά. Τα παιδιά τους θα πάνε στο σχολείο, για να μπορούν κι αυτά να αρχίσουν να δουλεύουν. Και τα παιδιά των αφεντικών πάνε σχολείο, για να μπορούν κι αυτά να γίνουν αφεντικά όταν μεγαλώσουν.

Η εργασία είναι μια κατάρα. Παράγει ανθρώπους δίχως πνεύμα και ψυχή.

Για να βάλει κανείς τους άλλους να δουλέψουν γι’ αυτόν, θα πρέπει να μην έχει προσωπικότητα. Το ίδιο ισχύει και γι’ αυτόν που πάει να δουλέψει. Πρέπει κανείς να σέρνεται, να κάνει παζάρια, να προδίδει, να εξαπατά και να λέει ψέματα.

Για τους πλούσιους που δεν εργάζονται, η εργασία (των εργατών) είναι το μέσο για να παρέχουν στους εαυτούς τους μιαν εύκολη ζωή. Για τους εργάτες η εργασία είναι ένας ζυγός, μια κακή μοίρα που τους επιβλήθηκε από τη γέννησή τους, κάτι που τους εμποδίζει να ζήσουν με αξιοπρέπεια.

Η ζωή για εμάς θα ξεκινήσει όταν πάψουμε να εργαζόμαστε.

Η εργασία είναι εχθρός της ζωής. Ένας καλός εργάτης είναι ένα ζώο στον ζυγό, με τραχιά μέλη, και ένα βλακώδες και άψυχο βλέμμα.

Ο άνθρωπος όταν αποκτήσει συνείδηση της ζωής, δε θα ξαναδουλέψει.

Δε θα προσποιηθώ ότι λέω στον οποιοδήποτε να παρατήσει τη δουλεία του αύριο το πρωί και μόνο μετά να ψάξει πώς θα συνεχίζει να ζει χωρίς να δουλεύει, νομίζοντας ότι η ζωή του μόλις τώρα ξεκινά. Θα βρεθεί σε πολύ δύσκολη θέση όποιος το επιχειρήσει. Το να μην εργάζεται κανείς θα έχει σαν αποτέλεσμα, στις περισσότερες περιπτώσεις, να ζει σε βάρος των συντρόφων του. Αν όμως μπορείς να ζήσεις κλέβοντας και πλιατσικολογώντας -όπως λένε οι τίμιοι πολίτες- χωρίς να σε εκμεταλλεύεται ένα αφεντικό, τότε γιατί όχι; Ας μην έχουμε βέβαια την αυταπάτη ότι έτσι μπορεί να λυθεί το πρόβλημα. Η εργασία είναι μια αρρώστια της κοινωνίας. Αυτή η κοινωνία εχθρεύεται τη ζωή, και μόνον καταστρέφοντάς την, και καταστρέφοντας όλες τις κοινωνίες της εργασίας που θα έρθουν μετά -με άλλα λόγια, μόνο με επανάσταση πάνω στην επανάσταση- θα εξαφανιστεί η εργασία.

Μόνο τότε η ζωή -η πλήρης ζωή, η πλούσια ζωή- θα γίνει πραγματικότητα. Ο καθένας θα νιώθει την ανάγκη, από καθαρό ένστικτο, να δημιουργεί. Κάθε άνθρωπος θα είναι δημιουργός και θα παράγει μόνον ό,τι είναι όμορφο και καλό· δηλαδή μόνον ό,τι είναι απαραίτητο. Δε θα υπάρχουν πια άνθρωποι-εργάτες, αλλά μόνο άνθρωποι· ο καθένας μας θα αισθάνεται μια ανθρώπινη ζωτική ανάγκη, μια εσωτερική αναγκαιότητα, να δημιουργεί ό,τι θα καλύπτει -μέσα σε λογικά πλαίσια- τις ζωτικές του ανάγκες. Τότε δε θα υπάρχει παρά ζωή -μια ζωή σπουδαία- καθαρή και συμπαντική. Τα δημιουργικά πάθη θα είναι η ύψιστη ευτυχία μιας ανθρώπινης ζωής χωρίς περιορισμούς, μιας ζωής που δε θα καθορίζεται από την πείνα ή το μισθό, ούτε από το χρόνο ή τον τόπο. Μιας ζωής που δε θα γίνεται θύμα εκμετάλλευσης από παράσιτα.

Η δημιουργία είναι μια έντονη απόλαυση, η εργασία ένα αφόρητο βάσανο.

Υπό τις σημερινές εγκληματικές κοινωνικές σχέσεις κάθε δημιουργία είναι αδύνατη.

Κάθε εργασία είναι εγκληματική.

Να εργάζεσαι σημαίνει να γίνεσαι συμμέτοχος, να κάνεις κέρδη, να εκμεταλλεύεσαι. Σημαίνει να γίνεσαι συμμέτοχος στις απάτες, στις ατιμίες, στο φενακισμό. Σημαίνει να γίνεσαι συμμέτοχος στις πολεμικές προετοιμασίες, σημαίνει να γίνεσαι συμμέτοχος στην δολοφονία ολόκληρης της ανθρωπότητας.

Η εργασία καταστρέφει τη ζωή.

Αν κατανοήσουμε καλά τα παραπάνω, η ζωή μας θα πάρει ένα άλλο νόημα. Αν αισθανόμαστε μέσα μας μια δημιουργική ορμή, αυτή θα εκφραστεί με την καταστροφή αυτού του αχρείου και εγκληματικού συστήματος. Και αν, λόγω των περιστάσεων, πρέπει να εργαστούμε για να μην πεθάνουμε από την πείνα, οφείλουμε μέσω της εργασίας μας να συμβάλλουμε στη συντριβή του καπιταλισμού.

Όταν δεν εργαζόμαστε για τη συντριβή του καπιταλισμού, εργαζόμαστε για τη συντριβή της ανθρωπότητας.

ΑΥΤΟΣ ΕΙΝΑΙ Ο ΛΟΓΟΣ που εμείς σαμποτάρουμε ενσυνείδητα κάθε καπιταλιστική επιχείρηση. Σε κάθε αφεντικό προξενούμε ζημιές. Εκεί που εμείς, η εξεγερμένη νεολαία, αναγκαζόμαστε να εργαστούμε, οι πρώτες ύλες, οι μηχανές, τα προϊόντα εν τέλει αχρηστεύονται. Ανά πάσα στιγμή ένα γρανάζι μπορεί να φύγει από τη θέση του, τα μαχαίρια και τα ψαλίδια να σπάσουν, τα πιο απαραίτητα εργαλεία να κάνουν φτερά – και παντού διαδίδουμε τρόπους και μέσα σαμποτάζ.

Δε θέλουμε να μας εξοντώσει ο καπιταλισμός. Γι’ αυτό και θα τον εξοντώσουμε εμείς.

Θέλουμε να δημιουργούμε σαν ελεύθεροι άνθρωποι, όχι να δουλεύουμε σα σκλάβοι· γι’ αυτό θα καταστρέψουμε αυτό το σύστημα της σκλαβιάς. Ο καπιταλισμός οφείλει την ύπαρξή του στην εργασία των εργατών· ιδού ο λόγος που δε θέλουμε να είμαστε εργάτες, ιδού γιατί σαμποτάρουμε την εργασία.

Σημείωμα της μετάφρασης

Ο Herman Schuurman, συγγραφέας της παρακάτω προκήρυξης[1], ήταν ένας από τους συνιδρυτές της ομάδας “Η Βαριοπούλα” (Mokergroep), η οποία έδρασε από το τέλος του 1923 μέχρι το 1928 στην Ολλανδία. Η ομάδα, κομμάτι του ελευθεριακού κινήματος της Ολλανδίας, συσπείρωνε γύρω από την επιθεώρηση με το ίδιο όνομα (και υπότιτλο: Επιθεώρηση προπαγάνδισης για νέους εργάτες) νέους προλετάριους – μερικές εκατοντάδες νέους και νέες σε όλη την Ολλανδία. Αν δείχνει κάτι το κείμενο είναι ότι το λεγόμενο ρεύμα της άρνησης της εργασίας δε ξεκινά καθόλου με τους καταστασιακούς.

(αλιεύτηκε από http://coghnorti.wordpress.com)

Categories
Ελληνικά / Greek

“Η γυναικεία σκλαβιά” -Voltairine de Cleyre

Νύχτα στο κελί της φυλακής! Μία καρέκλα, ένα κρεβάτι, ένας μικρός νιπτήρας, τέσσερις κενοί τοίχοι τρομακτικοί στο ημίφως, ένα στενό παράθυρο χωμένο μέσα στις πέτρες, μία καγκελόφρακτη πόρτα! Πίσω από τα φρικτά σιδερένια της κάγκελα, μέσα στους τέσσερις απαίσιους τοίχους, ένας άνδρας! Γέρος, γκριζομάλλης και ρυτιδιασμένος, σακάτης και βασανισμένος. Στέκεται εκεί στην απέραντη μοναξιά του, απομονωμένος από τον έξω κόσμο. Περπατάει μπρος πίσω, μέσα στον περιορισμένο χώρο του, μακριά απ’ όλα αυτά που αγαπάει! Εκεί κάθε νύχτα, για τα επόμενα πέντε χρόνια, θα περπατάει μόνος του, ενώ τα μαλλιά του θα ασπρίζουν και τα τελευταία χρόνια του χειμώνα της ζωής του θα έρχονται και θα φεύγουν, και το σώμα του θα γερνά και θα σαπίζει. Κάθε βράδυ, για τα επόμενα πέντε χρόνια, θα στέκει μόνος του, αυτός ο δούλος, και θα υποβάλλεται από το κράτος σε μαρτύριο χωρίς κανενός είδους απαλλαγή – που ακόμη και οι γαιοκτήμονες του Νότου πρόσφεραν στους νέγρους τους – θα περνάει κάθε βράδυ εκεί, φυλακισμένος στους τέσσερις τοίχους. Κάθε βράδυ, για τα επόμενα πέντε χρόνια, μία πονεμένη γυναίκα θα περιμένει στο κρεβάτι της, θα περιμένει να περάσουν αυτές οι τρεις χιλιάδες μέρες, για να επιστρέψει αυτός ο γλυκός άνθρωπος, ο υπομονετικός, που δεν την απογοήτευσε τόσα χρόνια τώρα. Κάθε βράδυ, για τα επόμενα πέντε χρόνια, αυτό το περήφανο πνεύμα θα επαναστατεί, αυτή η καρδιά που αγαπάει θα ματώνει, αυτό το διαλυμένο σπίτι θα βεβηλώνεται. Ενώ μιλάω τώρα, την ώρα που εσείς μ’ ακούτε, εκεί μέσα στο κελί αυτού του καταραμένου σωφρονιστηρίου, του οποίου οι πέτρες πότισαν από τις οδύνες τόσων θυμάτων πραγματικά δολοφονημένων (όπως ακριβώς και έξω από τις φυλακές) από την αργή σήψη που διαβρώνει την ύπαρξη πόντο-πόντο, την ώρα αυτή που σας μιλάω, εκεί βρίσκεται ο Μόουζες Χάρμαν!

Γιατί; Γιατί, ενώ οι δολοφόνοι περπατούν ελεύθεροι στους δρόμους, και τα πρόστυχα σπίτια έχουν γίνει τόσα πολλά στην πόλη, ώστε λόγω ανταγωνισμού η αμοιβή της πορνείας έπεσε στα επίπεδα πείνας των εργατριών που φτιάχνουν πουκάμισα; Γιατί, την ώρα που οι ληστές στρογγυλοκάθονται στα έδρανα της κυβέρνησης και της γερουσίας, και το παινεμένο «προπύργιο των ελευθεριών μας», το δικαίωμα ψήφου, έχει μετατραπεί σε ζάρι, με το οποίο παίζουν οι μεγάλοι τζογαδόροι τις ελευθερίες μας; Γιατί, την ώρα που οι χειρότεροι ακόλαστοι κατέχουν τις υψηλότερες θέσεις και τρώνε το φαγητό των ηλίθιων που τους υποστηρίζουν, ο Μόουζες Χάρμαν είναι στη φυλακή; Αν είναι τόσο σπουδαίος εγκληματίας, γιατί δε βρίσκεται μαζί με τους υπόλοιπους γόνους του εγκλήματος σε δείπνο στο Delmonico ή σε ταξίδι αναψυχής στην Ευρώπη; Αν είναι τόσο κακός άνθρωπος, τι δουλειά έχει, αν είναι δυνατόν, στο σωφρονιστήριο;

Α, όχι. Δεν είναι επειδή έκανε κάτι κακό, αλλά επειδή αυτός, ένας αγνός, ένθερμος ερευνητής, που ψάχνει διαρκώς για τις αιτίες της μιζέριας των ανθρώπων που αγαπάει, με αυτή την πλατιά αγάπη που μόνο μία αγνή ψυχή μπορεί να δείξει, αναζήτησε τη ρίζα του κακού. Και αναζητώντας βρήκε ότι ο προθάλαμος της ζωής είναι μία φυλακή· το πιο τίμιο και αγνό κομμάτι του ναού της ανθρώπινης ύπαρξης, αν πραγματικά ένα κομμάτι μπορεί να είναι πιο τίμιο και αγνό από τα άλλα, ο βωμός, στον οποίο πρέπει να αφιερώνεται η πιο πιστή αγάπη, βρέθηκε συλημένος, μιασμένος, ποδοπατημένος. Ανακάλυψε μικρά βρέφη, αβοήθητα, μουγκά, μικρά πλασματάκια, γεννημένα από πάθος, να είναι καταραμένα ως ακάθαρτες ηθικές φύσεις, καταραμένα πριν τη γέννησή τους με το στίγμα της ανηθικότητας, καταδικασμένα να μοχθούν και να υποφέρουν, να μισούν τον εαυτό τους, τις μητέρες τους που τα έφεραν στον κόσμο, να μισούν την κοινωνία και αυτή να τα μισεί σ’ ανταπόδοση· μία κατάρα για την ανθρώπινη φυλή και για τα ίδια, που θα στραγγίξουν το ποτήρι του εγκλήματος μέχρι τελευταία σταγόνα. Και είπε αυτός ο φυλακισμένος με τη ριγωτή φόρμα: «Αφήστε τις μητέρες των ανθρώπων ελεύθερες! Αφήστε τα μικρά παιδιά να είναι αγαπημένα, ως γόνοι του αμοιβαίου πόθου της αναπαραγωγής. Σπάστε τις χειροπέδες από τους αλυσοδεμένους σκλάβους, ώστε να μην υπάρξουν άλλοι σκλάβοι, ούτε άλλοι τύραννοι».

Αντίκρισε, αυτός ο χυδαίος τόλμησε να αντικρύσει με καθαρά μάτια, αυτό το άρρωστο πράγμα που ονομάζετε ηθικότητα, σφραγισμένο με τη σφραγίδα του γάμου, και είδε σ’ αυτό την αποθέωση της ανηθικότητας, της αισχρότητας και της αδικίας. Είδε κάθε παντρεμένη γυναίκα ως αυτό που είναι, μία σκλάβα, που παίρνει το όνομα του κυρίου της, που τρώει το ψωμί του, δέχεται τις εντολές του και υπηρετεί τα πάθη του· που περνά τη δοκιμασία της εγκυμοσύνης και τις ωδίνες του τοκετού ανάλογα με τη θέληση του κυρίου της, που δεν ελέγχει καμία ιδιοκτησία, ούτε καν το ίδιο της το σώμα, χωρίς τη δική του συναίνεση, και από τα χέρια της μπορούν να αποσπαστούν βίαια τα παιδιά που φέρνει στον κόσμο ανάλογα με τις ορέξεις του ή να εξαφανιστούν πριν τη γέννησή τους. Λέγεται ότι η αγγλική γλώσσα έχει την πιο γλυκιά λέξη από κάθε άλλη γλώσσα – home. Αλλά ο Μόουζες Χάρμαν κοίταξε πίσω από τη λέξη και είδε το γεγονός – μία φυλακή πιο απαίσια απ’ αυτή που βρίσκεται τώρα ο ίδιος, με διαδρόμους που απλώνονται σ’ όλη την υφήλιο και τόσα κελιά, που κανείς δεν μπορεί να τα μετρήσει.

Ναι, άρχοντές μας! Η γη είναι μια φυλακή, το γαμήλιο κρεβάτι ένα κελί, οι γυναίκες είναι οι τρόφιμοι κι εσείς οι δεσμοφύλακες!

Ανακάλυψε, αυτός ο διαφθορέας, πως σ’ αυτά τα κελιά διαπράττονται τέτοιες φρικαλεότητες που κάνουν κρύο ιδρώτα να τρέχει στο μέτωπο και να σφίγγονται τα δόντια και οι γροθιές, και τα χείλη να ασπρίζουν από τρόμο και μίσος. Και ανακάλυψε επίσης ότι από τα κελιά αυτά καμιά δεν ξεφεύγει, ότι κανένας σκλάβος δεν τολμά να τσιρίξει, ότι όλα αυτά τα εγκλήματα γίνονται ήσυχα, στο σκοτεινό καταφύγιο του σπιτιού και καθαγιάζονται από τη θεία ευλογία ενός φύλλου χαρτιού· στη σιωπή και τη σκιά του πιστοποιητικού γάμου η πορνεία και ο βιασμός διαπράττονται ελεύθερα και κατά περίπτωση.

Ναι, γιατί είναι πορνεία, όταν η γυναίκα υποτάσσεται σεξουαλικά στον άντρα, χωρίς πόθο εκ μέρους της, προκειμένου να τον «διατηρήσει πιστό», «να τον κρατήσει σπίτι», σύμφωνα με τα λεγόμενά της. (Ε, λοιπόν, αν ένας άντρας δε με αγαπάει και δε σέβεται τον εαυτό του αρκετά, ώστε να είναι «πιστός» χωρίς να με εκπορνεύει, ευχαρίστως να φύγει. Δεν έχει αρετή μέσα του να διατηρήσει.) Και είναι βιασμός, όταν ένας άντρας επιβάλλεται με τη βία σεξουαλικά πάνω στη γυναίκα του, ανεξάρτητα από το αν έχει πιστοποιητικό γάμου ή όχι. Και αυτή είναι η πιο αισχρή τυραννία, όταν ένας άντρας υποχρεώνει τη γυναίκα, που λέει ότι αγαπάει, να υποφέρει το βάρος της ανατροφής ενός παιδιού που αυτή δεν επιθυμεί, και στο οποίο, συνήθως, το ζευγάρι δεν μπορεί να προσφέρει τα απαραίτητα της ζωής. Είναι η χειρότερη απ’ όλες τις ανθρώπινες καταπιέσεις, είναι σαν του θεού! Δεν υπάρχει κάτι αντίστοιχο στη γη με τον άντρα τύραννο. Πρέπει να ανατρέξουμε στους ουρανούς για να βρούμε δαίμονα ο οποίος να φέρνει με τη βία παιδιά στον κόσμο, απλώς για να πεθάνουν της πείνας και να γίνουν καταραμένα αποβράσματα! Και μόνο μέσα από το νόμο του γάμου μια τέτοια τυραννία γίνεται εφικτή. Ο άντρας που εξαπατά μια γυναίκα εκτός γάμου (και, προσοχή, τέτοιος άντρας θα εξαπατήσει και εντός γάμου) μπορεί να αρνηθεί το ίδιο του το παιδί, αν είναι αρκετά κακός. Δεν μπορεί να το αποσπάσει από τα χέρια της, δεν μπορεί να το πειράξει! Το κορίτσι που έπεσε θύμα, χάρη στην αγνή και ευγενική ηθικότητά σας, μπορεί να πεθάνει στο δρόμο από την πείνα, όμως, δεν μπορεί να της επιβάλλει τη μισητή παρουσία του. Αλλά τη σύζυγό του, κύριοι, τη σύζυγό του, τη γυναίκα που σέβεται τόσο, ώστε να την αφήνει να χάνει την ατομικότητά της μέσα στη δική του, να χάνει την ταυτότητά της και να γίνεται κτήμα του, τη σύζυγό του όχι μόνο μπορεί να την υποχρεώσει να κάνει ανεπιθύμητα παιδιά, να τη βιάσει για την ευχαρίστησή του και να την έχει σαν ένα φτηνό και βολικό έπιπλο, αλλά αν δεν πάρει διαζύγιο (και δεν μπορεί να το κάνει για τέτοιους λόγους), μπορεί να την ακολουθεί όπου πάει, να μπαίνει στο σπίτι της, να τρώει το φαγητό της, να τη φυλακίσει ή να τη σκοτώσει με το δικαίωμα της σεξουαλικής του εξουσίας! Και δεν μπορεί αυτή να κάνει τίποτα γι’ αυτό, εκτός κι αν είναι αρκετά απρόσεκτος, ώστε να την κακοποιήσει με λιγότερο ωμό αλλά παράνομο τρόπο. Γνωρίζω μια περίπτωση στην πόλη σας, όπου ο σύζυγος μίας γυναίκας την ακολουθούσε για δέκα χρόνια. Νομίζω ότι τελικά είχε την καλοσύνη να πεθάνει: χειροκροτήστε τον για το μοναδικό τίμιο πράγμα που έκανε ποτέ.

Ω, δεν είναι εξαιρετική όλη αυτή η συζήτηση για τη διατήρηση της ηθικής από το νόμο του γάμου! Ω, τι απροσεξία να προσπαθείς να διατηρήσεις κάτι που δεν έχεις! Ω, υψηλή αγνότητα που φοβάται τόσο πολύ ότι τα παιδιά δε θα γνωρίζουν ποιος είναι ο πατέρας τους, επειδή, πράγματι, θα πρέπει να βασιστούν στο λόγο της μητέρας τους αντί για το πληρωμένο πιστοποιητικό κάποιου παπά της εκκλησίας ή του νόμου! Αναρωτιέμαι αν τα παιδιά θα γίνουν καλύτεροι άνθρωποι, γνωρίζοντας τι έκανε ο πατέρας τους. Θα ήμουν καλύτερα, πολύ καλύτερα, αν δεν ήξερα ποιος ήταν ο πατέρας μου, παρά να ήξερα ότι ήταν τύραννος της μάνας μου. Θα ήμουν καλύτερα, πολύ καλύτερα, αν ήμουν παράνομο παιδί σύμφωνα με τους νόμους των ανθρώπων, παρά να ήμουν παράνομη με βάση τους αμετάβλητους νόμους της Φύσης. Διότι τι σημαίνει να είσαι νόμιμο παιδί, γεννημένο «σύμφωνα με το νόμο»; Σημαίνει, εννιά στις δέκα περιπτώσεις, να είσαι το παιδί ενός άντρα που αναγνωρίζει την πατρότητα, απλά επειδή είναι αναγκασμένος να το κάνει, και του οποίου η αίσθηση της αρετής συμπυκνώνεται στην αντίληψη ότι το καθήκον της γυναίκας είναι «να κρατά τον άντρα στο σπίτι». Σημαίνει να είσαι το παιδί μίας γυναίκας που νοιάζεται περισσότερο για τα καλά λόγια της κάθε κυράτσας, παρά για την απλή τιμή του λόγου του εραστή της. Μιας γυναίκας που θεωρεί ότι η πορνεία είναι αγνότητα και καθήκον, όταν της επιβάλλεται από τον άντρα της. Σημαίνει να έχεις την Τυραννία ως πρόγονο και τη δουλεία ως λίκνο σου. Σημαίνει να διατρέχεις τον κίνδυνο να ήσουν ανεπιθύμητο παιδί, νομικά απροστάτευτο, ηθικά διεφθαρμένο πριν καν γεννηθείς, πιθανώς με δολοφονικά ένστικτα, κληροδοτημένο με υπερβολική ή καθόλου σεξουαλικότητα, που και τα δυο είναι αρρωστημένες καταστάσεις. Σημαίνει να έχεις την αξία ενός χαρτιού, ενός παλιόχαρτου σχισμένου από το περιτύλιγμα του «Κοινωνικού Συμβολαίου», που θεωρείται σημαντικότερο από την υγεία, την ομορφιά, το ταλέντο και την καλοσύνη· διότι ποτέ δε δυσκολεύτηκα να διακρίνω ότι τα παράνομα παιδιά είναι σχεδόν πάντοτε πιο όμορφα και έξυπνα από τα άλλα, ακόμη και όταν προέρχονται από συντηρητικές γυναίκες. Και πόσο ανυπέρβλητα αηδιαστικό είναι να τις βλέπεις να κοιτούν, αυτές τις συντηρητικές, πάνω από τα δικά τους ασήμαντα, αρρωστημένα παιδιά που φέρουν τα σημάδια της δικής τους δουλοπρέπειας, κάποια υγιή, όμορφα, «φυσιολογικά» παιδιά και να λένε: «Τι κρίμα, η μητέρα τους δεν ήταν ενάρετη!» Καμία λέξη για την αρετή του πατέρα των δικών τους παιδιών, μέχρι εκεί φτάνει το μυαλό τους! Αρετή! Αρρώστια, βλακεία, έγκλημα! Πόσο πρόστυχο πράγμα είναι η «αρετή»!

Τι σημαίνει να είσαι παράνομο παιδί; Σημαίνει να σε περιφρονούν ή να σε οικτίρουν αυτοί των οποίων η μοχθηρία ή ο οίκτος δεν αξίζουν ανταπόδοση. Σημαίνει να είσαι, πιθανόν, το παιδί κάποιου άντρα τόσο ποταπού, ώστε να εξαπατήσει μία γυναίκα της οποίας το σπουδαίο έγκλημα ήταν ότι πίστεψε στον άντρα που αγαπούσε. Σημαίνει να είσαι απαλλαγμένος από την προγενετήσια κατάρα μιας μητέρας δούλας, να έρθεις στον κόσμο χωρίς την άδεια του νόμου των τυράννων, που νομίζουν ότι μπορούν να τα βάλουν με τη φύση και να ορίζουν τους όρους που πρέπει να πληρούν τα αγέννητα παιδιά προκειμένου να αποκτήσουν το προνόμιο της ύπαρξης! Αυτό είναι νόμιμο και παράνομο παιδί! Διαλέξτε.

Ο άντρας που περπατά πάνω κάτω στο κελί της φυλακής του Λάνσινγκ απόψε, αυτός ο μοχθηρός άντρας είπε: «Οι μητέρες των ανθρώπων, με τα ξηρά τους χείλια και τις καρδιές τους γεμάτες αγωνία, σηκώνουν τα βουβά τους μάτια προς εμένα. Αποζητούν μια φωνή! Τα αγέννητα στην ανημποριά τους, εκλιπαρούν από τις φυλακές τους, εκλιπαρούν για μια φωνή! Οι εγκληματίες, με τον αόρατο αφορισμό που τους καταδίκασε, που τους έσπρωξε στην κολασμένη δίνη του εγκλήματος, ψάχνουν, περιμένουν για μια φωνή! Εγώ θα είμαι η φωνή τους. Θα ξεσκεπάσω τις φρικαλεότητες του γαμήλιου κρεβατιού. Θα διαδώσω πώς γεννιούνται οι εγκληματίες. Θα βγάλω μια κραυγή που θα ακουστεί παντού, και ας γίνει ότι θέλει!» Με το γράμμα του Δρ. Μάρκλαντ, έκανε γνωστό παντού ότι μία νέα μητέρα, κατακρεουργημένη από ανίκανο χειρουργό κατά τη γέννηση του παιδιού της, αφού ανάρρωσε ύστερα από επιτυχημένη εγχείρηση, μαχαιρώθηκε χωρίς τύψεις, απάνθρωπα και ωμά, όχι με μαχαίρι αλλά με το γεννητικό όργανο του συζύγου της, μέχρι θανάτου. Και αυτός δεν τιμωρήθηκε!

Κι επειδή είπε τα σύκα σύκα, επειδή ονόμασε το όργανο αυτό με το όνομά του, όπως το γράφει το λεξικό και κάθε ιατρικό περιοδικό στη χώρα, για το λόγο αυτόν ο Μόουζες Χάρμαν στενάζει μέσα στο κελί του απόψε. Έδωσε ένα χειροπιαστό παράδειγμα των συνεπειών της γυναικείας σκλαβιάς, και γι’ αυτό φυλακίστηκε. Τώρα πρέπει εμείς να συνεχίσουμε τον αγώνα από εκεί που σταμάτησε αυτός λόγω της βίαιης δίωξής του, να διαδώσουμε την είδηση αυτού του εγκλήματος της κοινωνίας εις βάρος ενός ανθρώπου και να αποκαλύψουμε τι κρύβεται πίσω απ’ αυτό. Ν’ αναζητήσουμε μέσα σ’ αυτό το χαώδες σύστημα του νόμιμου εγκλήματος τις αιτίες και τις συνέπειές του για το ανθρώπινο είδος. Η αιτία! Ας αναρωτηθεί η Γυναίκα: «Γιατί είμαι δούλα του άντρα; Γιατί λέγεται ότι το μυαλό μου δεν είναι ισάξιο του δικού του; Γιατί η εργασία μου δεν πληρώνεται εξίσου με τη δική του; Γιατί πρέπει το σώμα μου να ελέγχεται από το σύζυγό μου; Γιατί να απολαμβάνει την προσφορά μου στο νοικοκυριό και να μου δίνει για ανταπόδοση ότι νομίζει αρκετό; Γιατί να παίρνει τα παιδιά μου από μένα;» Ας αναρωτηθεί η κάθε γυναίκα.

Υπάρχουν δύο λόγοι, και αυτοί συμπυκνώνονται σε μία και μοναδική αρχή: την αυταρχική, υπέρτατη εξουσία, θεοκρατικής προέλευσης, με τα δύο όργανά της, την Εκκλησία, δηλαδή τους παπάδες, και το κράτος, δηλαδή τους νομοθέτες.

Από τη γέννησή της η Εκκλησία, έχοντας για μητέρα την Άγνοια και πατέρα το Φόβο, δίδαξε την κατωτερότητα της γυναίκας. Με τη μία μορφή ή την άλλη, μέσα από τους διάφορους μύθους και τα σύμβολα, καλλιεργεί την ισχυρή, υπόγεια τάση της πίστης στην εξουσία του άντρα, πείθοντας τη γυναίκα για την υποτελή κατάστασή της ως τιμωρία της, για τη φυσική της ευτέλεια, τη ροπή της προς την αμαρτία. Και από τις μέρες του Αδάμ μέχρι σήμερα, η χριστιανική εκκλησία, με την οποία ζούμε εμείς, έχει κάνει τη Γυναίκα αποδιοπομπαίο τράγο και δικαιολογία για όλες τις σατανικές πράξεις του άντρα. Τόσο πολύ έχει διαποτίσει αυτή η αντίληψη την κοινωνία, ώστε αρκετοί απ’ αυτούς που απορρίπτουν την Εκκλησία παραμένουν διαποτισμένοι απ΄ αυτό το αποβλακωτικό ναρκωτικό της αληθινής ηθικότητας. Τόσο μεθυσμένη από το κρασί της αυταρχικότητας είναι η ανδρική ύπαρξη, ώστε ακόμη και αυτοί που προχωρούν παραπέρα, και απορρίπτουν το κράτος, παραμένουν προσκολλημένοι στο θεό, όπως και η Κοινωνία, και στην παλιά θεολογική αντίληψη ότι αυτοί πρέπει να είναι «οι κεφαλές της οικογένειας», σύμφωνα με την υπέροχη αναλογία ότι «ο Άντρας είναι το κεφάλι της Γυναίκας, όπως ο Χριστός είναι η κεφαλή της Εκκλησίας». Πριν από μια βδομάδα, ένας αναρχικός (;) μου είπε: «Είμαι αφεντικό στο δικό μου σπίτι», ένας «αναρχοκομμουνιστής», παρακαλώ, που δεν πιστεύει στο «δικό μου σπίτι». Περίπου ένα χρόνο πριν, ένας γνωστός φιλελεύθερος ομιλητής είπε μπροστά μου ότι η αδελφή του, που είχε υπέροχη φωνή και συμμετείχε σε ένα μουσικό συγκρότημα, έπρεπε να «μείνει σπίτι με τα παιδιά της· εκεί ανήκει». Η παλιά αντίληψη της Εκκλησίας! Αυτός ο άνθρωπος ήταν σοσιαλιστής, και στη συνέχεια αναρχικός. Κι όμως, η καλύτερη θέση στην οποία έβαζε τη γυναίκα ήταν αυτή του δούλου του άντρα και των παιδιών, στο πλαίσιο της παρωδίας που λέγεται «σπίτι». Πόσο υποκριτές, εσείς οι επαναστάτες! Να’ στε υπομονετικές, πειθήνιες, υποτελείς! Μπαλώστε τις κάλτσες μας και τα πουκάμισά μας, πλύντε τα πιάτα μας, φτιάξτε το φαγητό μας, περιμένετέ μας στο σπίτι και προσέξτε τα παιδιά! Οι υπέροχες φωνές σας δεν είναι για να ευχαριστούν το κοινό ούτε τον εαυτό σας, το πολυμήχανο μυαλό σας δεν πρέπει να δουλεύει, η εκλεπτυσμένη αίσθηση της τέχνης που έχετε δεν πρέπει να καλλιεργείται, οι επιχειρηματικές σας ικανότητες δεν πρέπει να αναπτύσσονται· αφού κάνατε το λάθος να γεννηθείτε μ’ αυτά τα ψευτοχαρίσματα, πρέπει να υποφέρετε! Είστε γυναίκες, άρα νοικοκυρές, υπηρέτριες, σερβιτόρες και γκουβερνάντες!

Στο Μέικον, τον έκτο αιώνα, σύμφωνα με τον Αύγουστο Μπέμπελ, οι Πατέρες της Εκκλησίας συναντήθηκαν και συζήτησαν το εξής θέμα: «Έχει η γυναίκα ψυχή;» Σίγουροι ότι δεν πρόκειται να ζημιωθούν οι αρχές τους, επιτρέποντας στις γυναίκες να κατέχουν κάτι που δεν υπάρχει, με μία μικρή πλειοψηφία έβγαλαν την ιστορική απόφαση υπέρ μας. Λοιπόν, άγιοι Πατέρες, ήταν καλό σχέδιο εκ μέρους σας να προσφέρετε την αξιοθρήνητη σωτηρία ή καταδίκη (οι πιθανότητες υπέρ της τελευταίας) ως δόλωμα για το αγκίστρι της επίγειας υποδούλωσης. Δεν ήταν άσχημο φιλοδώρημα για εκείνες τις μέρες της πίστης και της άγνοιας. Αλλά, ευτυχώς, δέκα τέσσερις αιώνες το έκαναν να μπαγιατέψει. Εσείς, τύραννοι ριζοσπάστες (;) δεν έχετε κανένα παράδεισο να προσφέρετε, καμία ευχάριστη χίμαιρα με τη μορφή πιστοποιητικών ηθικής, έχετε μόνο το σεβασμό, τις καλές θέσεις και τα χαμόγελα του δουλοκτήτη! Αυτά σε αντάλλαγμα για τις αλυσίδες μας! Ευχαριστούμε!

Το ζήτημα της ψυχής είναι παλιό – τώρα απαιτούμε τα σώματά μας πίσω. Έχουμε κουραστεί από τις υποσχέσεις, ο θεός είναι κουφός, και η εκκλησία του είναι ο χειρότερός μας εχθρός. Εναντίον της αναλαμβάνουμε το καθήκον να αποτελέσουμε την ηθική (ή ανήθικη) δύναμη που αφήνει πίσω της και την τυραννία του Κράτους. Το Κράτος έχει μοιράσει τα καρβέλια και τα ψάρια με την Εκκλησία. Οι δικαστές, σαν τους παπάδες, πληρώνονται για κάθε γάμο. Τα δύο δεσμά της εξουσίας συνεργάζονται στο εμπόριο παραχώρησης δικαιωμάτων αναπαραγωγής στους γονείς, και το Κράτος διαλαλά, όπως έκανε η Εκκλησία και παλιά και τώρα: «Κοιτάξτε πώς προστατεύουμε τις γυναίκες!» Αλλά, το Κράτος έκανε ακόμη περισσότερα. Μου έχουν πει πολύ συχνά, γυναίκες με αξιοπρεπή αφεντικά, που δεν είχαν ιδέα για τις φρικαλεότητες που διαπράττονταν εις βάρος των άτυχων αδελφών τους, «μα, γιατί δε φεύγουν οι γυναίκες;»

Γιατί δεν μπορείς να τρέξεις, όταν τα πόδια σου είναι αλυσοδεμένα; Γιατί δεν μπορείς να κλάψεις, όταν είσαι φιμωμένη; Γιατί δεν μπορείς να σηκώσεις τα χέρια σου ψηλά, όταν είσαι δεμένη πισθάγκωνα; Γιατί δεν μπορείς να ξοδέψεις χιλιάδες δολάρια, όταν δεν έχεις ούτε ένα σεντ στην τσέπη σου; Γιατί δεν πηγαίνεις στην παραλία ή στα βουνά, ανόητη, και ψήνεσαι στην κάψα της πόλης; Αν υπάρχει κάτι απ’ αυτό το καταραμένο περίβλημα της υποκριτικής κοινωνίας, που με κάνει να εξοργίζομαι περισσότερο, είναι η απερίγραπτη βλακεία η οποία με την πραγματικά φλεγματική, ακατανόητη απάθεια λέει: «Γιατί οι γυναίκες δε φεύγουν!» Μπορείτε να μου πείτε πού να πάνε και τι να κάνουν, αφού το Κράτος, οι νομοθέτες, έδωσαν στον εαυτό τους, στους πολιτικούς, τον έσχατο και απόλυτο έλεγχο της δυνατότητας επιβίωσης; Αφού, λόγω αυτού του μονοπωλίου, η αγορά εργασίας είναι ήδη τόσο κορεσμένη, ώστε εργάτες και εργάτριες σφάζονται μεταξύ τους για το ακριβό προνόμιο να υπηρετήσουν τα αφεντικά; Αφού τα κορίτσια μεταφέρονται σωρηδόν με πλοία από τη Βοστόνη προς το Βορρά και το Νότο, στοιβαγμένα σαν ζώα, για να επανδρώσουν τα καταγώγια στη Ν. Ορλεάνη ή στους εργατικούς καταυλισμούς φρίκης στη δική μου Πολιτεία, το Μίτσιγκαν; Όταν οι σεμνότυφες και καθωσπρέπει κυρίες βλέπουν και ακούνε αυτά τα πράγματα καθημερινά, και παρόλα αυτά διαμαρτύρονται «μα, γιατί οι γυναίκες δε φεύγουν;», τότε απλά είναι ξεδιάντροπες και μιλάνε τη γλώσσα της περιφρόνησης.

Όταν ψηφίστηκε στην Αμερική ο νόμος για τους φυγάδες σκλάβους, που υποχρέωνε τους ανθρώπους να τσακώνουν τα αδέλφια τους σαν τα σκυλιά, ο Καναδάς, ο αριστοκρατικός, αντιδημοκρατικός Καναδάς, άπλωνε τα χέρια να βοηθήσει τους φυγάδες που έφταναν στα σύνορα. Αλλά δεν υπάρχει καταφύγιο πάνω στη γη για το σκλαβωμένο φύλο. Ακριβώς εδώ που ζούμε, εδώ πρέπει να σκάψουμε τα χαρακώματά μας και να νικήσουμε ή να πεθάνουμε.

Αυτή είναι η τυραννία του Κράτους. Αρνείται και στη γυναίκα και στον άντρα το δικαίωμα να δουλέψουν για να ζήσουν, και το απονέμει ως προνόμιο στους λίγους ευνοημένους, που πρέπει να πληρώσουν και φόρο 90% για τη χάρη που τους γίνεται. Αυτά τα δύο πράγματα, η εξουσία της Εκκλησίας στα μυαλά μας και η εξουσία του Κράτους στα κορμιά μας, είναι οι αιτίες της γυναικείας σκλαβιάς.

Το πρώτο έχει εισαγάγει στον κόσμο μας το κατασκευασμένο έγκλημα της χυδαιότητας: θέσπισε έναν τέτοιο παράταιρο κώδικα ηθικής, ώστε και μόνο η αναφορά των γεννητικών οργάνων αποτελεί την πιο ωμή προσβολή. Αυτό μου θυμίζει το δρόμο που έχετε στην πόλη σας και τον ονομάζετε «Callowhill». Παλιά λεγόταν «Gallows’ Hill» (ο λόφος με τις αγχόνες, στμ), επειδή οδηγούσε σ’ ένα λόφο, που τώρα λέγεται «Cherry Hill», ο οποίος ήταν το τελευταίο μέρος της γης, όπου πατούσαν το πόδι τους τόσα πολλά θύματα δολοφονημένα από το Νόμο. Αλλά επειδή το άκουσμα της λέξης ήταν τόσο τραχύ, το μαλάκωσαν· ωστόσο οι φόνοι συνεχίζονταν, και η μαύρη σκιά των αγχονών ακόμη πέφτει πάνω στην Πόλη της Αδελφικής Αγάπης (Φιλαδέλφεια, στμ). Η χυδαιότητα έχει κάνει το ίδιο. Τοποθέτησε την αρετή μέσα στο καβούκι μιας ιδέας, και ονόμασε «καλό» και σεβαστό έθιμο ό,τι συμφωνεί με την ετυμηγορία του Νόμου, και «κακό» ό,τι δεν περικλείεται στο καβούκι αυτό. Υποβάθμισε την αξιοπρέπεια του ανθρώπινου σώματος πολύ χαμηλότερα από κάθε άλλο ζώο. Ποιος θεωρεί ότι ένας σκύλος είναι ανήθικος ή χυδαίος, επειδή το σώμα του δεν είναι ασφυκτικά καλυμμένο με ενοχλητικά ρούχα; Τι θα σκεφτόσασταν για την αθλιότητα ενός ανθρώπου, ο οποίος θα έντυνε με ενοχλητικό πουκάμισο το άλογό του και θα το υποχρέωνε να περπατήσει ή να τρέξει με ένα τέτοιο πράγμα, εμποδίζοντας τα πόδια του; Γιατί η «Φιλοζωική Εταιρία» θα τον έπιανε, θα του έπαιρνε το ζώο και θα τον έστελνε σε ψυχιατρικό άσυλο για θεραπεία του άρρωστου μυαλού του; Κι όμως, κύριοι, θέλετε οι γυναίκες σας, τα πλάσματα που λέτε ότι σέβεστε και αγαπάτε, να φοράνε τις πιο μακριές φούστες και τις πιο κλειστές στο λαιμό μπλούζες, προκειμένου να κρύβουν το χυδαίο ανθρώπινο σώμα. Δεν υπάρχει οργάνωση αντίστοιχη με τη «Φιλοζωική» για να προστατέψει τις γυναίκες. Και σεις οι ίδιοι, αν και σε καλύτερη θέση, κοιτάξτε τι ρούχα φοράτε με αυτόν το ζεστό καιρό! Πώς βασανίζετε τα κορμιά σας με το μαλλί που κλέβετε από τα πρόβατα! Πώς τιμωρείτε τον εαυτό σας, ντυμένοι με παλτά και γιλέκα μέσα σε μία συνωστισμένη αίθουσα, επειδή ο καθωσπρεπισμός σοκάρεται από τη «χυδαιότητα» των κοντομάνικων ή του γυμνού χεριού!

Κοιτάξτε πώς έχει φθαρεί το ιδανικό της ομορφιάς απ’ αυτή την αντίληψη περί χυδαιότητας. Απαλλαγείτε από την προκατάληψη για μια φορά. Δείτε πώς η μέση μιας γυναίκας που είναι θύμα της μόδας είναι περιτριγυρισμένη από το φράκτη που λέγεται κορσές και οι ώμοι με τους γοφούς της έχουν γίνει οστεώδεις από την πίεση που δέχονται. Τα πόδια της είναι τόσο στενότερα από τα φυσιολογικά, το κορμί της αλυσοδεμένο από τη φούστα-φυλακή, τα μαλλιά της δεμένα τόσο σφικτά που κάνουν το κεφάλι της να πονάει, και αυτό περιτυλιγμένο από ένα αντικείμενο χωρίς ομορφιά ή λογική που λέγεται καπέλο. Δείτε την και μετά φανταστείτε αυτό το πράγμα σε άγαλμα! Ωραίο άγαλμα με κορσέ και σίδερα κάτω από τη φούστα!… Ο πρόστυχος κώδικας ηθικής σκοτώνει ακόμη και τα μικρά παιδιά με τα ρούχα. Η ανθρώπινη φυλή δολοφονείται, απαίσια, «στο όνομα του Ρούχου».

Και στο όνομα της Αγνότητας, τι ψέματα έχουμε ακούσει! Πόσο κάλπικη ηθική έχει καλλιεργηθεί. Λόγω του φόβου της, δεν τολμάτε να πείτε στα ίδια σας τα παιδιά την αλήθεια για τη γέννησή τους. Η πιο ιερή απ’ όλες τις λειτουργίες, η δημιουργία ενός ανθρώπινου πλάσματος, γίνεται αφορμή για τα πιο άθλια ψέματα. Όταν σας κάνουν την πιο απλή και ξεκάθαρη ερώτηση, που έχουν δικαίωμα να κάνουν, εσείς λέτε: «Μην κάνεις τέτοιες ερωτήσεις», ή ξεφεύγετε με κάποια ψεύτικη ιστορία, ή του εξηγείτε το ακατανόητο με κάτι εξίσου ακατανόητο, το Θεό! Τους λέτε: «Ο Θεός σας έφτιαξε». Και ξέρετε ότι λέτε ψέματα. Γνωρίζετε, ή πρέπει να γνωρίζετε, ότι η απορία δε θα λυθεί και ότι αυτό που θα μπορούσατε να εξηγήσετε ξεκάθαρα, ταπεινά και με αγνό τρόπο (αν διαθέτετε λίγη αγνότητα), θα το μάθει το παιδί μέσα από πολλές τυφλές ψηλαφίσεις, ενώ γύρω από το θέμα θα έχει πέσει η σκιά του λάθους, εξαιτίας της άρνησής σας και αυτής της κυρίαρχης κοινωνικής αντίληψης. Αν δεν το αντιλαμβάνεστε αυτό, τότε είστε τυφλοί απέναντι στα γεγονότα και κουφοί απέναντι στα βιώματα της ζωής.

Αναλογιστείτε τα διπλά μέτρα και σταθμά που καλλιεργεί η σκλαβιά του φύλου μας. Γυναίκες που θεωρούν τον εαυτό τους πολύ αγνό και ηθικό, χλευάζουν τις πόρνες, αλλά υποτάσσονται στο σπίτι τους στους άντρες που είναι οι θύτες αυτού του εγκλήματος. Οι άντρες, στα καλύτερά τους, θα συμπονέσουν την πόρνη, ενώ αυτοί οι ίδιοι είναι το χειρότερο είδος πόρνων. Λυπηθείτε τον εαυτό σας, κύριοι, το χρειάζεστε!

Πόσες φορές έχετε δει άντρα ή γυναίκα να πυροβολούνται λόγω ζήλειας! Ο κώδικας ηθικής έχει αποφασίσει ότι είναι σωστό, «δείχνει πνεύμα», «είναι δικαιολογημένο» να δολοφονήσετε έναν άνθρωπο, επειδή έκανε ακριβώς αυτό που κάνατε και σεις – αγάπησε την ίδια γυναίκα ή τον ίδιο άντρα! Ηθική! Τιμή! Αρετή! Περνώντας από την ηθική στην ιατρική, δείτε τα στατιστικά οποιουδήποτε άσυλου ψυχασθενών, και θα ανακαλύψετε ότι, ανεξάρτητα κοινωνικής τάξης, οι ανύπαντρες γυναίκες αποτελούν την πλειοψηφία. Για να διατηρήσετε τα απάνθρωπα, κτηνώδη, πρόστυχα πρότυπα αγνότητας, οδηγείτε τις κόρες σας στην παράνοια, ενώ οι γυναίκες σας δολοφονούνται σε μεγάλα ποσοστά. Αυτός είναι ο γάμος. Μην μείνετε στα λόγια μου· πηγαίνετε να δείτε τα αρχεία οποιουδήποτε άσυλου ή νεκροταφείου.

Κοιτάξτε πώς μεγαλώνουν τα παιδιά σας. Μαθημένα από τα πρώτα τους χρόνια να χαλιναγωγούν τη φυσική τους αγάπη, περιορισμένα σε κάθε στιγμή! Τα καταραμένα σας ψέματα κηλιδώνουν ακόμη και το φιλί ενός παιδιού. Τα μικρά κορίτσια δεν πρέπει να είναι αγοροκόριτσα, ξυπόλυτα, να σκαρφαλώνουν στα δέντρα, να κολυμπούν, δεν πρέπει να κάνουν τίποτα απ’ αυτά που επιθυμούν, επειδή ο καθωσπρεπισμός τα θεωρεί «ανάρμοστα». Τα μικρά αγόρια χλευάζονται ως θηλυπρεπή, αν θελήσουν να παίξουν με υφάσματα ή με κούκλες. Και όταν μεγαλώσουν: «Α! Οι άντρες δε νοιάζονται για το σπίτι και τα παιδιά, όσο οι γυναίκες!» Πώς να νοιαστούν, αφού η επισταμένη προσπάθεια σ’ όλη σας τη ζωή συνέτριψε αυτό το κομμάτι της φύσης τους. «Οι γυναίκες δεν μπορούν να τα βγάλουν πέρα όπως οι άντρες». Εκπαιδεύστε οποιοδήποτε ζώο ή φυτό, όπως εκπαιδεύετε τα κορίτσια σας, και θα δείτε τα ίδια αποτελέσματα. Μπορείτε τώρα να μου πείτε για ποιο λόγο να υπάρχουν περιορισμοί φύλου στα αθλητικά σπορ; Για ποιο λόγο να μη χρησιμοποιεί όπως θέλει τα μέλη του σώματός του, οποιοδήποτε παιδί;

Αυτά είναι τα αποτελέσματα του κώδικα ηθικής που έχετε και του νόμου περί γάμου. Αυτά είναι τα αποτελέσματά σας, κοιτάξτε τα! Τα μισά παιδιά σας πεθαίνουν πριν γίνουν πέντε χρονών, τα κορίτσια σας τρελαίνονται, οι παντρεμένες γυναίκες σας είναι ζωντανά πτώματα και οι άντρες σας οι ίδιοι παραδέχονται πολύ συχνά ότι ο κώδικας αγνότητας προκαλεί την πορνεία. Αυτή είναι η συνέπεια του θεού σας, του Γάμου, μπροστά στον οποίο η φυσική έλξη ξευτελίζεται και αυτοαναιρείται. Καμαρώστε τον!

Τώρα η θεραπεία. Αυτή βρίσκεται σε μία λέξη, τη μόνη λέξη που έφερε ποτέ δικαιοσύνη – ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ! Μόνο αιώνες ελευθερίας θα πετύχουν την αποικοδόμηση και εξασθένηση αυτών των μολυσματικών ιδεών. Η ελευθερία ήταν αυτή που σταμάτησε τα ποτάμια αίματος των θρησκευτικών καταδιώξεων! Δε θεραπεύεται η σκλαβιά με κανένα άλλο υποκατάστατο. Μην λέτε «έτσι πρέπει να ερωτεύεται το ανθρώπινο είδος». Αφήστε το είδος ελεύθερο.

Δε θα υπάρξουν αποτρόπαια εγκλήματα; Σίγουρα. Είναι ανόητος όποιος λέει το αντίθετο. Αλλά δεν μπορείτε να τα σταματήσετε διαπράττοντας το μεγαλύτερο έγκλημα όλων και βάζοντας εμπόδιο στους τροχούς της προόδου. Ποτέ δε θα πορευτείτε σωστά, αν δεν ξεκινήσετε σωστά.

Όσο για το τελικό αποτέλεσμα, δεν έχει καμιά σημασία. Εγώ έχω το όραμά μου, και είναι πολύ ξεκάθαρο και ιερό για μένα. Αλλά το δικό σας, εξίσου ιερό, μπορεί να είναι διαφορετικό, και ίσως να κάνουμε και οι δύο λάθος. Αλλά είμαι σίγουρη ότι μετά την επικράτηση της ελευθερίας, θα επιβιώσει εκείνο το είδος σεξουαλικής σχέσης που θα προσαρμοστεί καλύτερα στο χώρο και στο χρόνο, εξελίσσοντας το ανθρώπινο είδος. Είτε είναι η μονογαμία, η ποικιλία, είτε η ελεύθερη πολυγαμία, δεν έχει καμιά σημασία. Αυτό είναι υπόθεση του μέλλοντος, την οποία εμείς δεν τολμάμε να προκαθορίσουμε.

Για την ελευθερία μίλησε ο Μόουζες Χάρμαν, και γι’ αυτό στιγματίστηκε ως εγκληματίας. Γι’ αυτό βρίσκεται στο κελί του απόψε. Δε γνωρίζουμε αν είναι δυνατό να μειωθεί η ποινή του. Μπορούμε, όμως, να προσπαθήσουμε. Αυτοί που επιθυμούν να μας βοηθήσουν, ας υπογράψουν αυτή την απλή έκκληση για χάρη που απευθύνεται στον Μπένζαμιν Χάρισον. Σ’ αυτούς που θέλουν να ενημερωθούν καλύτερα, πριν υπογράψουν, τους λέω: Η συνείδησή σας είναι σεβαστή, ελάτε σε μένα μετά τη συνάντηση και θα σας δείξω ακριβώς τα λόγια της επιστολής. Σ’ αυτούς τους ακραίους αναρχικούς, που η αξιοπρέπειά τους δεν τους επιτρέπει να υποχωρήσουν και να ζητήσουν χάρη για ένα παράπτωμα που δε διαπράχθηκε, από μία εξουσία που δεν αναγνωρίζουν, τους λέω: ο Μόουζες Χάρμαν έχει τσακιστεί από τη βίαιη δύναμη του Νόμου, και παρόλο που δε θα ζητούσα ποτέ κάποιον να υποχωρήσει για τον εαυτό του, μπορώ να το ζητήσω, και το κάνω με ευκολία, να το κάνει γι’ αυτόν που αγωνίζεται ενάντια στη σκλαβιά. Η αξιοπρέπειά σας είναι εγκληματική. Κάθε ώρα πίσω από τα κάγκελα σφραγίζει τη συνεργασία σας με τον Κόμστοκ. Κανείς δεν απεχθάνεται τις προσφυγές περισσότερο από μένα, και κανείς δε δυσπιστεί περισσότερο απέναντί τους. Αλλά για τον ήρωά μου είμαι διατεθειμένη να αγωνιστώ με κάθε μέσο που δεν προσβάλλει το δίκαιο κάποιου άλλου, ακόμη κι αν δεν έχω μεγάλες προσδοκίες.

Αν, πέρα απ’ αυτά, υπάρχουν σήμερα εδώ κάποιοι που έχουν επιβληθεί σεξουαλικά σε γυναίκα, κάποιοι που εκπορνεύτηκαν στο όνομα της αρετής, κάποιοι που έχουν φέρει στον κόσμο μολυσμένα, ανήθικα ή ανεπιθύμητα παιδιά, χωρίς να έχουν τα μέσα για να τα συντηρήσουν, και παρόλα αυτά θα φύγουν από δω μέσα λέγοντας: «Ο Μόουζες Χάρμαν είναι βρώμικος άνθρωπος, δίκαια τιμωρημένος», τότε σ’ αυτούς λέω, και ελπίζω τα λόγια μου να ηχούν δυνατά στ’ αφτιά τους μέχρι να ΠΕΘΑΝΟΥΝ: Συνεχίστε, λοιπόν! Οδηγήστε το πρόβατο στη σφαγή! Συντρίψτε αυτόν το γέρο, άρρωστο, ανάπηρο άνδρα! Στο όνομα της Αρετής, της Αγνότητας και της Ηθικής, κάντε το! Στο όνομα του Θεού, της οικογενειακής εστίας και του Παραδείσου, κάντε το! Στο όνομα του Ναζωραίου, που δίδαξε το χρυσό κανόνα, κάντε το! Στο όνομα της Δικαιοσύνης και της Τιμής, κάντε το! Στο όνομα της Ανδρείας και της Μεγαλοψυχίας, συμπαραταχθείτε με τον εγκληματία της κυβέρνησης, το δολοφόνο του κοινοβουλίου, τον πρόστυχο των οίκων ανοχής, με το σύνολο της ωμής δύναμης της αστυνομίας, με τα δικαστήρια και τη φυλακή, για να κυνηγήσετε ένα φτωχό γέρο άνθρωπο που στέκει μονάχος του απέναντι στο δικό σας νόμιμο έγκλημα! Κάντε το. Και αν ο Μόουζες Χάρμαν πεθάνει μέσα στην κόλαση της φυλακής σας, ευχαριστηθείτε που τον δολοφονήσατε! Σκοτώστε τον! Και θα επισπεύσετε τη μέρα που το μέλλον θα σας θάψει με τις κατάρες του δέκα χιλιάδες οργιές βαθιά. Σκοτώστε τον! Και οι ρίγες της φόρμας που φορά θα σας μαστιγώσουν! Σκοτώστε τον! Και οι τρελοί θα σας μισήσουν με την άγρια ματιά τους, τα αγέννητα βρέφη θα σας καταραστούν και οι τάφοι που γεμίσατε στο όνομα του Γάμου θα γίνουν τροφή για τη γενιά που θα σας διαπομπεύσει, όταν η ανάμνηση της αγριότητάς σας θα γίνει ένα ανώνυμο φάντασμα που θα μαλώνει με τις σκιές του Τορκουεμάδα, του Καλβίνου και του Ιεχωβά στο μακρινό ορίζοντα του κόσμου!

Θα χαμογελάσετε, όταν τον δείτε νεκρό; Θα πείτε, «ξεφορτωθήκαμε αυτόν τον πρόστυχο»; Ηλίθιοι! Το πτώμα θα σας περιγελά κάτω από τα παγωμένα του βλέφαρα! Τα ακίνητα χείλη θα σας χλευάζουν και τα επιβλητικά χέρια, διπλωμένα στο στήθος, χωρίς σφυγμό, μέσα στην ακινησία τους θα γράψουν το έσχατο κατηγορητήριο, το οποίο ούτε ο χρόνος ούτε εσείς θα μπορέσετε να εξαφανίσετε. Σκοτώστε τον! Και θα τον δοξάσετε, ενώ εσείς θα ντροπιαστείτε! Ο Μόουζες Χάρμαν στέκει πολύ ψηλότερα από σας, πλέον, και νεκρός ο Μόουζες Χάρμαν θα συνεχίσει να ζει αιώνια, αθάνατος στη μνήμη των ανθρώπων που θυσιάστηκε για να ελευθερώσει! Σκοτώστε τον!

Μετάφραση Δημήτρης Κωνσταντίνου. Αναδημοσίευση από την αναρχική εφημερίδα «Νυκτεγερσία». Δημοσιεύεται και στο http://ngnm.vrahokipos.net

 

Categories
Ελληνικά / Greek

Για την ιδεολογία του σκληρού άντρα και την έμπρακτη αμφισβήτησή της από τους επαναστατημένους κρατούμενους

Ο αγώνας του Χρήστου Ρούσσου, τέλη 1986 – αρχές 1987, με τη δημοσιότητα που κατάφερε να εξασφαλίσει, έφερε στο προσκήνιο την αλήθεια για ένα μεγάλο θέμα, που, τόσο για τις φυλακές, όσο και για την κοινωνία γενικότερα, αποτελεί ταμπού: το κατά πόσο επαναστατικός είναι ο ανδρισμός σαν μορφή σκέψης και συμπεριφοράς.

Είναι κοινό μυστικό ότι, τόσο ο πολύς κόσμος, όσο και οι περισσότεροι από αυτούς που θεωρούν τους εαυτούς τους επαναστατημένους, πιστεύουν ότι ανδρισμός και επαναστατικότητα είναι, λίγο-πολύ, ταυτόσημα. Εγκλωβισμένοι όλοι τους μέσα στην εικόνα που το κράτος προωθεί για τον επαναστάτη, δεν είναι πολλές φορές σε θέση ούτε καν να υποψιαστούν ότι σκέπτονται με τον ίδιο τρόπο και μιλάνε την ίδια γλώσσα με το κράτος. Βλέποντας το κράτος μόνο σαν ένα στρατιωτικό μηχανισμό που μεταχειρίζεται όπλα, φυλακές και ψυχιατρεία για να ελέγχει ή να εξοντώνει τους αντιπάλους του, αδυνατούν να συλλάβουν το πόσο το κράτος έχει απλωθεί, σαν καρκίνωμα, μέσα στον ίδιο τους τον εαυτό. Αποτέλεσμα αυτής, της μέσα από παραμορφωτικούς καθρέφτες θεώρησης του κράτους, είναι ο υποβιβασμός της σύγκρουσης μαζί του σε, λίγο-πολύ, σύγκρουση μεταξύ δύο αντιπάλων στρατοπέδων, που το ένα αποσκοπεί να διατηρήσει την εξουσία του (κράτος) και το άλλο να την ανατρέψει για να την αντικαταστήσει με τη δική του. Τελικά δηλαδή ο επαναστατικός αγώνας διαστρεβλώνεται και υποβιβάζεται σε πολιτική, δηλαδή κυνήγι της εξουσίας. Ακόμα κι αν το αντίπαλο προς το κράτος στρατόπεδο καταφέρει να υπερισχύσει, όπως έχει γίνει με τις «πετυχημένες» επαναστάσεις του αιώνα μας, το κράτος δεν εξαφανίζεται σαν θεσμός, αλλά αλλάζει, απλά, μορφή.

Επειδή τα παραπάνω φαίνονται γενικολογίες, και γι’ αυτό είναι εύπεπτα, θέλω να αναφερθώ σε μερικά πραγματικά περιστατικά, που δίνουν ανάγλυφα το πόσο το κράτος πλειοδοτεί υπέρ του ανδρισμού, και το πόσο η ταύτιση της εικόνας του σκληρού άντρα με τον δυνατό, η οποία ανταποκρίνεται στα συμφέροντα του, είναι πέρα για πέρα ψεύτικη.

Από το 1976 μέχρι το 1978, που γινόντουσαν τα χειρότερα και πιο απάνθρωπα βασανιστήρια σε βάρος κρατουμένων στις Πειθαρχικές Φυλακές της Κέρκυρας, οι φύλακες αυτής της φυλακής κυκλοφορούσαν με μουστάκες, μαύρο γυαλί, μπεγλέρι, το γνωστό κουτσαβάκικο περπάτημα και το κλομπ περασμένο στη ζώνη τους. Με τα κλομπ επιβάλλανε στους κρατούμενους να τους ακούν να καυχιούνται ότι αυτοί είναι γαμιάδες, ενώ οι κρατούμενοι είναι κότες, χαμούρες, κουφάλες και τα παρόμοια. Παράλληλα οι ρουφιάνοι-συνεργάτες των δεσμοφυλάκων, βιάζοντας άλλους κρατούμενους με την απειλή μαχαιριών και πέντε εναντίον ενός, συνεπικουρούσαν στη συντήρηση της εικόνας ότι δυνατός σημαίνει πολύ άντρας. Και όμως, αν και σε γενικές γραμμές η μεθοδική αυτή πλύση εγκεφάλου, με τη βοήθεια των σωματικών βασανιστηρίων, είχε επιτυχία, υπήρξαν και άνθρωποι, μετρημένοι στα δάχτυλα ίσως, που αντέξανε και δεν αλλοτριώθηκαν, όχι γιατί ήταν σκληροί άντρες, άσχετα αν αντέξανε μόνοι αυτοί στα βασανιστήρια, αλλά γιατί κατάφεραν ‘να δουν, πίσω από την αντρική μάσκα του κράτους, την αδυναμία του να περάσει το δίκιο των κρατουμένων για άδικο και το άδικο των φυλάκων και των ρουφιάνων-συνεργατών τους για δίκιο. Άνθρωποι, όπως ο Θόδωρος Βενάρδος, ο Σπύρος Κωτρέτσος, ο Νίκος Μανετάκης, ο Χάρης Τεμπερεκίδης, αν και στην πλειοψηφία τους προερχόντουσαν από περιβάλλοντα όπου κυριαρχούσε η εικόνα του σκληρού άντρα, του 100% αρσενικού όπως λένε στις φυλακές, μέσα από τις μαρτυρικές τους εμπειρίες εκείνης της εποχής, είδανε το αδιέξοδο της υπεράσπισης της ανθρωπιάς τους με το να υιοθετούν και αυτοί την εικόνα του σκληρού άντρα που προβάλλανε οι βασανιστές τους, και αναζήτησαν τη διατήρηση της προσωπικότητας τους μέσα από την αυτομόρφωση με το διάβασμα, την εκμάθηση των νόμων που τους αφορούσαν και την αλληλεγγύη τους προς τους πιο αδύνατους συγκρατούμενους τους.

Όταν, από το 1979 κι έπειτα που ηρεμήσανε κάπως τα πράγματα στις φυλακές της Κέρκυρας, άρχισαν να ξεφεύγουν από αυτό το Νταχάου καταφέρνοντας με χίλιους δυο αγώνες να μετάγονται σ’ άλλες φυλακές, είχα την ευκαιρία να τους γνωρίσω προσωπικά και να δω, μέσα από την εν γένει συμπεριφορά τους, το πόσο, με τη σεμνότητα, την ευγένεια, τη διακριτικότητα και το σεβασμό του άλλου, αποδείχνανε έμπρακτα ότι η ιδεολογία του σκληρού άντρα είχε αποτύχει να τους δηλητηριάσει. Κανένας τους δε μιλούσε ποτέ με υποτιμητικό τρόπο για τις γυναίκες, κανένας τους δεν εκμεταλλευόταν τη σωματική του δύναμη ή τις μέσα στη φυλακή γνωριμίες του για να επιβληθεί πάνω στους άλλους, κανένας τους δε χρησιμοποιούσε φυλακίστικο λεξιλόγιο για να κάνει εντύπωση, κανένας τους δεν καυχιόταν για την παραμονή του στην Κέρκυρα ή στις φυλακές γενικά. Στις φυλακές που μεταγόντουσαν, προσπαθούσαν να μένουνε όσο το δυνατόν ανώνυμοι, αφήνοντας το ρόλο του μάγκα και νταή στους φωνακλάδες, βρωμόστομους και ψευτοαγανακτισμένους ρουφιάνους-συνεργάτες των φυλάκων (της υπηρεσίας, όπως αποκαλείται το σκυλολόι των φυλάκων από τους κρατούμενους). Αποφεύγανε τις φασαρίες όπως ο διάβολος το λιβάνι, παρ’ όλο που γνώριζαν ότι οι ρουφιάνοι ραδιουργούσανε συνεχώς πίσω από τις πλάτες τους και διαδίδανε γι’ αυτούς τα πιο πρόστυχα ψέματα. Για παράδειγμα, πολλοί ήταν αυτοί που, είτε γιατί ήταν ρουφιάνοι, είτε γιατί ήταν ηλίθιοι και πιστεύανε τους ρουφιάνους, κατηγορούσανε τον Βενάρδο ότι είναι συνεργάτης της υπηρεσίας, γιατί είχε αποκαλύψει δημόσια την κυκλοφορία ναρκωτικών μέσα στις φυλακές. Κι όμως ο Βενάρδος διώχτηκε από το Ψυχιατρείο Κρα­τουμένων, όπου είχε καταφέρει να μεταχθεί, μετά από ασύλληπτους για τον ανθρώπινο νου αγώνες στις φυλακές Κέρκυρας, παρά τη θέληση του, και οδηγήθηκε στις φυλακές Αίγινας, το 1979, μόνο και μόνο γιατί αρνήθηκε να διαψεύσει δημόσια τις καταγγελίες για κακομεταχείριση του στις φυλακές Κέρκυρας, που είχε κάνει ο συγκροτούμενος του Βλάσσης Ψοφάκης, που εκείνη την εποχή βρισκόταν στις φυλακές της Τίρυνθας. Και για να καταφέρει να ξεφύγει από τις φυλακές Αίγινας κατάπιε μια πρόκα 15 εκατοστών.

Ο Σπύρος Κωτρέτσος, ένα παλικάρι δυο μέτρα όπως κι ο Βενάρδος, ήταν τόσο ευαίσθητος απέναντι στις συνεχείς παραβιάσεις των δικαιωμάτων των άλλων κρατουμένων, που σε κάποια φάση έκανε μαζί μου απεργία πείνας και κλείστηκε κι αυτός στο πειθαρχείο της Αίγινας, μόνο και μόνο για να υποστηρίξει μηνυτήρια αναφορά του εναντίον της διεύθυνσης των φυλακών για τις απάνθρωπες, συνθήκες διαβίωσης που είχε αυτή επιβάλλει. Σε μια άλλη φάση τσακώθηκε με τον αρχιφύλακα μπροστά σε δεκάδες κρατούμενους, στο προαύλιο της ακτίνας, μόνο και μόνο γιατί ο αρχιφύλακας μαζί με φύλακες ανάγκασε κάποιον κρατούμενο να κάνει μπάνιο παρά τη θέληση του. Κι όμως ο Κωτρέτσος δεν το ’παιζε μάγκας, διάβαζε οποιαδήποτε φεμινιστικά βιβλία έπεφταν στα χέρια του και μιλούσε με τα καλύτερα λόγια ακόμα και για τις πόρνες, που αποτελούν τον πιο εύκολο, και γι’ αυτό συνηθισμένο, στόχο των «σκληρών αντρών». Ο Σπύρος Κωτρέτσος, πάντα με το χαμόγελο στα χείλη και με τα ατέλειωτα αστεία του, δεν ήτανε μάγκας. Ήτανε ένας άνθρωπος που, έχοντας συνείδηση του δίκιου του, κατάφερε το 1982 να οργανώσει τη μεγαλύτερη απόδραση από ελληνικές φυλακές τα τελευταία 25 χρόνια. Τη μαζική απόδραση αυτού και άλλων 5 κρατουμένων από το Ψυχιατρείο Κρατουμένων Κορυδαλλού.

Ο Νίκος Μανετάκης, τα πολλά χρόνια που μπαινοβγαίνει στις φυλακές, τα εκμεταλλεύτηκε για να διαβάσει και να αυτομορφωθεί σε βαθμό που να μπορεί να υπερασπίζεται με μηνύσεις και αναφορές τα δικαιώματα των κρατουμένων κάτω και από τις πιο βάρβαρες συνθήκες, όπως οι συνθήκες στις φυλακές Κέρκυρας. Μολονότι ποτέ δεν το παίζει μάγκας και σκληρός άντρας, είναι πάντα από τους πρώτους που του φορτώνουν ευθύνες για εξέγερση κρατουμένων, όπως έγινε και με την εξέγερση των κρατουμένων των φυλακών Κορυδαλλού το 1981.

Ο Χάρης Τεμπερεκίδης, ένας άνθρωπος υπόδειγμα σεμνότητας και ευγένειας, που ποτέ δεν θα πει χυδαία κουβέντα και ποτέ δεν θα τσακωθεί με άλλον κρατούμενο, παρόλο που όλοι, όσοι τον ξέρουν, τον θαυμάζουν για την ακατάβλητη σωματική του δύναμη και αντοχή, έκανε να τον αγαπήσουν ακόμη και οι μαγαζάτορες της γειτονιάς, όπου κρυβόταν μετά την απόδραση του από τις φυλακές Κέρκυρας, το 1986. Κι όμως, ο Τε­μπερεκίδης θεωρήθηκε σαν πρωτεργάτης του εμπρησμού των φυλακών Κέρκυρας, στη διάρκεια της πιο δυναμικής εξέγερσης στην ιστορία τους, το Φλεβάρη του 1987, και είναι ακόμα κλεισμένος σ’ αυτές.

Θα μπορούσα να αναφέρω κι άλλα παραδείγματα με κρατούμενους λιγότερο γνωστούς, αλλά πιστεύω ότι, όσα είπα, είναι ήδη αρκετά, για όποιον θέ­λει να ξεπεράσει τις αυταπάτες του και να δει την αλήθεια. Θα τελειώσω, λοιπόν, αυτή την αναφορά μου σε κρατούμενους, με τον Γιάννη Πετρόπουλο, τον πιο επικίνδυνο για τις υπηρεσίες των φυλακών κρατούμενο, σύμφωνα με τη γνώμη του περιώνυμου πρώην διευθυντή της Κέρκυρας Κόλλα, που η κτηνωδία του οδήγησε τους κρατούμενους αυτής της πιο «ασφαλούς» φυλακής της Ελλάδας σε εξέγερση. Ό,τι και να πω για τον Πετρόπουλο είναι λίγο, και φαντάζομαι ότι, μετά από όσα έχω αναφέρει παραπάνω, είναι κουτό να αμφιβάλλει κανείς ότι ο Πετρόπουλος είναι παράδειγμα ευγένειας, διακριτικότητας, σεβασμού   και   αλληλεγγύης   προς τους άλλους. Λοιπόν, ο Πετρόπουλος, σαν ιδανικό που πρέπει να φτάσει είχε τη γυναίκα, Ούλρικε Μάινχοφ, της οποίας μια φωτογραφία από το περιοδικό «ΙΔΕΟΔΡΟΜΙΟ» είχε κορνιζάρει και την είχε πάντα πάνω στο κομοδίνο του, όσο καιρό έμεινε στο Ψυχιατρείο Κρατουμένων Κορυδαλλού, μετά την έκδοση του στην Ελλάδα από την Ολλανδία το 1978.

Δυστυχώς, στην Ελλάδα δεν έχουν δημιουργηθεί ακόμη οργανώσεις του τύπου «Άντρες ενάντια στο σεξισμό», που υπάρχουν και μέσα και έξω από τις φυλακές σε χώρες, όπως η Αγγλία ή οι Ηνωμένες Πολιτείες. Οργανώσεις που μπαίνουν τόσο πολύ στο μάτι του κράτους, που αυτό φτάνει ακόμα και να δολοφονεί τους πιο μαχητικούς τους εκπροσώπους μέσα στις φυλακές, όπως, για παράδειγμα, τον Καρλ Χαρπ, που, όπως συνήθως, τη δολοφονία του μέσα στις αμερικάνικες φυλακές οι φύλακες την παρουσιάσανε σαν αυτοκτονία. Και οι άνθρωποι, σαν τον Χρήστο Ρούσσο, τον Νίκο Μανετάκη, τον Χάρη Τεμπερεκίδη και τον Γιάννη Πετρόπουλο, σαπίζουν μέσα στις φυλακές, όταν δεν σαπίζουν στο χώμα, όπως ο Θόδωρος Βενάρδος και ο Σπύρος Κωτρέτσος. ‘ Ίσως εκεί μέσα είναι πιο ασφαλείς, αν κρίνουμε από τις πρόσφατες στυγερές δολοφονίες των Παναγιώτη Γαγγλία και Μιχάλη Πρέκα, για τους οποίους δεν κρίνω σκόπιμο να μιλήσω τώρα. Όσον αφορά το αν διαφέρουν τα ισόβια δεσμά από το θάνατο, είναι κάτι που, οι δικαστές, τουλάχιστον, δεν το πιστεύουν, όπως φαίνεται από το ότι υποκαθιστούν τη μία ποινή με την άλλη.

Εμείς, που, προς το παρόν, τουλάχιστον, δεν βρισκόμαστε ούτε στο χώμα, ούτε στη φυλακή, ιδιαίτερα όταν έχουμε δει τους καλύτερους φίλους μας μέσα στις φυλακές να δολοφονούνται, με τον άλφα ή βήτα τρόπο, έχουμε χρέος απέναντι στον εαυτό μας και σ’ αυτούς, να υπερασπίσουμε το έργο τους ενάντια στους κάθε λογής χαφιέδες ή εκπροσώπους του κράτους, που προσπαθούν να το διαστρεβλώσουν και να το δυσφημίσουν, ταυτίζοντας το με μαγκιές, νταηλίκια, τσαμπουκάδες και άλλα τέτοια κουραφέξαλα. Γιατί μια τέτοια ταύτιση, αφ’ ενός μεν κάνει, όσους προσπαθούν να τους μοιάσουν ή να τους συμπαρασταθούν, να διαιωνίζουν το κράτος μέσα από τη συμπεριφορά τους, το κράτος που έχει βάψει τα χέρια του με τόσο πολύ αίμα, και αφ’ ετέρου απομονώνει αυτούς τους κρατούμενους από τον πολύ κόσμο που, βλέποντας τους σαν Ράμπο, αποκλείεται να τους συμπαρασταθεί γιατί αισθάνεται πολύ αδύναμος για κάτι τέτοιο.

Εγώ θεωρώ τιμή μου που έγραψα αυτά τα πράγματα για το «ΚΡΑΞΙΜΟ», γιατί πιστεύω ότι η ελπίδα μπορεί να προέλθει μόνο από τους απελπισμένους. Και το «ΚΡΑΞΙΜΟ» απευθύνεται, κατά τη γνώμη μου, σ’ αυτούς κυρίως..

 

Φίλιππας Κυρίτσης

Categories
Ελληνικά / Greek

Κείμενο με αφορμή αναφορές του εντύπου Ασσύμετρη Απειλή στο μηδενισμό

Κοινωνικές τάξεις υπάρχουν ακόμα. Οικονομική ανισότητα υπάρχει και δυστυχώς διευρύνεται. Κανείς δεν μπορεί να διαφωνήσει με αυτά. Όμως ελπίδες για ολική καταστροφή του υπάρχοντος μπορούν να υπάρξουν σε αναλύσεις που προτάσσουν τον οικονομισμό και μόνο; Ο Μαρξ σήμερα θα έκανε περισσότερη παρέα με ορισμένους αναρχικούς, παρά με κομμουνιστές, γιατί τους τελευταίους θα τους είχε βαρεθεί, αλλά στους πρώτους θα έβρισκε νέους θαυμαστές. Και ως γνωστόν κάθε τέτοιος φιλόσοφος γουστάρει πολύ όσους τον εξυψώνουν ξαφνικά και τον επικαλούνται περισσότερο από άλλους συνδιεκδικητές του θρόνου της πνευματικής καταξίωσης…

Μαρξ και αναρχία, έχουν τόση σχέση μεταξύ τους, όση μπορεί να καταλάβει ένας θιασώτης της αναρχίας. Αλλά το σύγχρονο μηδενιστικό επαναστατικό πρόταγμα ορίζει το επαναστατικό του υποκείμενο εκεί που το κάθε άτομο υπερβαίνει τους ρόλους που του προσδίδει το υπάρχον και εναντιώνεται σε αυτό με σκοπό την καταστροφή του όχι με τα συστατικά που το διέπουν (ρόλοι, ταυτότητες και διαχωρισμοί που προκαλεί), αλλά με την ατομική εξεγερτική υπευθυνότητα που έχει φροντίσει να απαλλαγεί από όλα τα συστατικά του σύγχρονου πολιτισμού. Ο νεοκομμουνιστικός αναρχισμός ξέρει ότι αυτό δεν είναι εύκολο, οπότε ψάχνει να βρει τον πιο σύντομο δρόμο για την διάδοση της προπαγάνδας του που είναι λόγια αρεστά στους πολλούς και φορτισμένα θετικά στο παρελθόν. Όμως, το μέλλον απέχει κατά πολύ από όλα αυτά, γιατί απλά στο παρόν έχουν αλλάξει πολλά. Οι νεοκομμουνιστές αναρχιστές, όμως, αγνοούν, καταφανώς, παρά το φορτωμένο πνευματικό τους υπόβαθρο, τα γιατί του χτες, και στο σήμερα μοιράζουν ελπίδες για το αύριο, μην καταφέρνοντας να συλλάβουν το παρόν και τις μεταλλάξεις του. Γιατί ο οικονομισμός τους δεν τους αφήνει. Και από ότι ξέρουμε ο οικονομισμός είναι θεότητα και ερμηνευτικό εργαλείο των μαρξιστών, του θατσερισμού και όχι της αναρχίας και του μηδενισμού.

Αν ψάχνεις να βρείς λέξεις για να ενοποιήσεις καταστάσεις θα δημιουργήσεις ένα έκτρωμα που θα ρέπει προς τον ιδεαλισμό, τη μεταφυσική και τους ευσεβείς σου πόθους. Αν ανάγεις σε επαναστατικό υποκείμενο αυθαίρετα το προλεταριάτο-χωρίς η επιθυμία σου να ευθυγραμμίζεται και τόσο με τις προθέσεις και την πραγματική θέληση του αγαπημένου σου ψευδο-επαναστατικού υποκειμένου, τότε προσκαλείς τους ανθρώπους σαν πεφωτισμένος γνώστης-ακόμα και αν δεν έχεις καμία τέτοια πρόθεση και τα κίνητρα σου είναι αγνά και ανθρωπιστικά- να βρουν την αλήθεια σου, κάνοντας την προλεταριακή επανάσταση, που θα είναι στο τέλος η επικράτηση των προλεταρίων και της ιδεοληπτικής συνεκτικής τους φόρμας. Φυσικά η ιστορία δεν σε δικαιώνει, αλλά αποτελεί κυρίαρχο συστατικό της πολύπλευρης αριστερής φιλοσοφίας να φαντασιώνεται λύσεις για αυτούς που δεν θέλουν ερήμην τους, και ας μιλά συνεχώς και με όρους αποκλειστικότητας στο όνομα τους για να τους πάρει μαζί.

Ο κατασυκοφαντημένος και αναγόμενος στη σφαίρα του απόλυτου αντεπαναστατικού κακού- να μια νέα «αυτοκρατορία του κακού»- σύγχρονος μηδενιστικός πόλος θέλει σύμπραξη και συνεργασία με ανθρώπους που αρνούνται κάθε ρόλο που έχουν στο σήμερα, για να δημιουργήσουν –αν αυτό γίνει εφικτό, μια άλλη, διαφορετική, ζωή, κυρίως στο παρόν και για τους εαυτούς τους, γιατί δεν μπορούν να έχουν τις ίδιες προσδοκίες από τις μάζες, με όσους τις καθαγιάζουν και προσπαθούν να τις κάνουν οπαδούς και στρατιώτες του σκοπού τους. Και απευθύνεται ξεκάθαρα σε όλους τους ανθρώπους, ακόμα και στους μεσοαστούς που εξορίζουν ορισμένοι με μεγάλη ευκολία και προφανή ειρωνεία, γιατί ο νεοκομμουνισμός τους δεν τους περιλαμβάνει στα μεγαλεπίβολα σχέδια του, έστω και επί χάρτου, άγνωστο το γιατί, ακόμα και την εποχή που οι μνημονιακές μεταλλάξεις οδηγούν σε οπισθοχώρηση ακόμα και τη μεσοαστική τάξη… Πάντως ένας μεσοαστός επαναστάτης δεν θα λάβει καλύτερη μεταχείριση από την αστική εξουσία λόγω της καταγωγής του. Θα φάει πολλά χρόνια φυλακή για το τίμημα της έμπρακτης ανυπακοής του και θα δεχτεί μεταχείριση από το σύστημα που δεν προσομοιάζει στην «νεοαριστοκρατική του καταγωγή». Αλλά όλα αυτά αναιρούνται και εκμηδενίζονται από ορισμένους, γιατί πάνω από όλα πρέπει να στηλιτευθούν οι «αλλαζόνες εχθροί του προλεταριάτου και αντιγραφείς του νεοφιλελεύθερου ελιτισμού», και ας πολεμούν το κράτος με συνέπεια και συνέπειες σκληρές, τη στιγμή που το προλεταριάτο εμφανίζεται ζαλισμένο, συγχυσμένο και μπερδεμένο από τις κυριαρχικές λεηλασίες.

Ο σύγχρονος Μηδενισμός δεν είναι Νεοπλατωνισμός σε καμία περίπτωση, αλλά το αποτέλεσμα της διερεύνησης των πραγματικών συνθηκών και των πραγματικών αιτιών που το διαμορφώνουν. Είναι η συνέπεια στο να λες πάντα ότι βλέπεις και όχι να βλέπεις ότι λες. Και για να το πετύχεις αυτό πρώτα πρώτα πρέπει να σταματήσεις να πιέζεις τον εαυτό σου να ταχθεί σε έναν ανώτερο ιδεαλιστικό σκοπό για το κοινό καλό, για το καλό της ανθρωπότητας και όλων αυτών που αδιαφορούν για τα προτάγματα σου, αλλά εσύ επιμένεις να το αγνοείς δημόσια, ενώ το έχεις ζήσει και το ξέρεις καλά κατά βάθος.  Πρωτοπορία, θατσερισμός και πλατωνισμός ευδοκιμούν, μάλλον, σε αυτούς που αισθάνονται ότι ξέρουν τη συνταγή της ουτοπίας, και όχι στους ακριβείς περιγραφείς και αρνητές του υπάρχοντος. Αν η πλειοψηφία της κοινωνίας δεν επιθυμεί την αναρχία είναι δικαίωμα της. Όμως αυτό δεν θα μας οδηγήσει να κάνουμε εκπτώσεις για να προσεγγίσουμε αυτούς που θέλουμε να πάρουμε μαζί μας. Γιατί εμείς θέλουμε μονάχα τους ολικούς αρνητές του υπάρχοντος και όχι δέσμιους των ρόλων και των ταυτοτήτων του πολιτισμού.

Και φυσικά αυτά που διαμορφώνουν τις ψευδοσυνειδήσεις των υποτακτικών, ανεξαρτήτως ταξικής θέσης, είναι παράγοντες διαφορετικοί και πέρα από το στείρο οικονομισμό και τη θέση του καθενός στην παραγωγή. Δεν μπορούμε να αγνοούμε άλλα πράγματα που σμιλεύουν το υπάρχον και απομακρύνουν τους ανθρώπους από γνήσιες και ριζικές ανατρεπτικές κινήσεις κατάργησης των θεσμών, των κοινωνικών συμβάσεων, των ρόλων. Δεν ψάχνουμε να βρούμε συμμάχους για το μετασχηματισμό της παραγωγής, αλλά αρνητές για την καταστροφή του υπάρχοντος πολιτισμού, μήπως ξημερώσει κάποτε η ρημάδα η αναρχία, που τόσοι τον τελευταίο καιρό την πολεμούν και την εγκαταλείπουν για να ανέβουν στο κινηματικό άρμα των αντικαπιταλιστικών πολτών που τους χωράνε όλους εκτός από τους ακραίους, τα μιάσματα της αναρχίας και του μηδενισμού.

Δεν είναι ανάγκη να πεινάς για να καταλάβεις τον κόσμο. Εξάλλου, αυτοί που πεινάνε κυρίως θέλουν να σταματήσουν να πεινούν, παρά να εξαλείψουν τις αιτίες που τους κάνουν να πεινούν. Και παραπέρα δεν νιώθουν καμία ανάγκη να αρνηθούν άλλες παραμέτρους του πολιτισμού. Αν κάποιος εκθειάζεται από επαναστατικές δυνάμεις γιατί διεκδικεί ψωμί και επιβίωση ποτέ δε θα κάνει το βήμα παραπάνω. Αν συμπράττεις με αγώνες για καλύτερους μισθούς, μη ζητάς ποτέ από τους ανθρώπους να αγωνιστούν για μια ζωή χωρίς μισθούς, χρήμα, κράτος, εξουσία, σχέσεις καταπίεσης και εκμετάλλευσης….

κάποιοι σύντροφοι

(αλιεύτηκε από https://athens.indymedia.org/front.php3?lang=el&article_id=1371942)